Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

Confidences trop intimes

Σε μια καλημέρα ημιτελή, ασυμπλήρωτη,
φορτώσαμε όλα τα πρωινά με ένα αναπάντητο ερώτημα,
καθώς στην διάρκεια της παράταση δώσαμε
με μια γλύκα θολή, ανεξερεύνητη.

Σαστισμένοι κοιτάξαμε κλεφτά τα ρολόγια μας
κι ως έμειναν οι λεπτοδείκτες αμίλητοι,
αναρωτηθήκαμε,
πώς ζήσαμε για λίγο περισσότερο από όσο ποθήσαμε.
Πως κρατήσαμε απ' του κόσμου τον μύθο, λίγη σκόνη στα χέρια μας,
βιαστικά, δίχως δικαίωμα και δίχως καμμίαν αξίωση.
Και πως ύστερα γλίστρησε η σιωπή σαν κανείς να
μην ήθελε να προδώσει
μια καινούργια χαρά που κανείς μας δεν πρόφτασε.

Πως αφήσαμε έτσι την ημέρα να φεύγει λιγόθυμη.
Πως την εγκαταλείψαμε μόνη, στην θαμπωτική της ανταύγεια.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2008

Όταν όλα πάνε λάθος...


... τότε ακούμε μουσικές και διαβάζουμε ποίηση για να οικειοποιηθούμε το δυσεξήγητο της προσωπικής μας μοίρας που κάπου θέλει να μαρτυρήσει το μυστικό της εγγεγραμένης, ανάλλαγης φύσης της αλλά και κάπου θα μας αφήσει και μόνους μας για να την ερμηνεύσουμε.

Η Άννα Αχμάτοβα γράφει...


Οδοιπορώντας προς ένα πανάρχαιο χωριό
που βρίσκεται στο μέλλον
το βαρύ βήμα της αλήθειας
κοντοστάθηκε
ακάτω από το μισοκαμένο κλαρί των ημερών

Ο νους
αιχμάλωτος της αδυναμίας,
ανάμεσα στην λέξη και την απόκριση,
βύζαινε, αδέσποτος,
το φως του δειλινού

Ο άγνωστος
και αθέατος
μάρτυρας της ζωής
παρατηρούσε το φτεροκόπημα
των μαύρων πουλιών
στη θέα του φεγγαριού

Ένα βουνό ονείρων
ξεπρόβαλε
αχνά στον ορίζοντα.
Τότε άρχισε ν'αναρωτιέται
πως μπορεί να υφάνει τη ζωή
και να τη συμφιλιώσει με τον εαυτό της

Μια σταξιά πίκρας
έβρεξε τα σκύβαλα των φόβων
και
τα φαγωμένα από τον χρόνο σκέλεθρα
μιας μοίρας τραγικής και παράλυτης

Στο πάλιωμα του βλέμματος
αντιφέγγιζε
μαι εικόνα δίχως σώμα,
φανερώνοντας πως δεν υπάρχει ιστορία
χωρίς τα δικά της φαντάσματα

Στο υπόκωφο φως της αυγής,
το τρέμουλο
μιας λησμονημένης ηδονής,
δεν ήταν τίποτα άλλο
παρά μια υγρή χειρονομία
ενός θανάτου ερωτικού

Στέλνοντας μια κραυγή
να ταξιδέψει έξω από τον χρόνο,
κατάλαβε

πως για να καταφέρουμε να θυμηθούμε ξανά,
η μόνη σωτηρία είναι να ξεχάσουμε τις αμαρτίες μας

Κυριακή, Φεβρουαρίου 10, 2008

Θύμα μετακινήσεων


Θύμα μετακινήσεων εγώ

κι η μάσκα μου, αριστερό μάγουλο που κόπηκε στην μέση.

Απροσεξία μιας φυγής, ατελεύτητη τραυμάτισε

Σελήνη από ότι απέμεινε στη χάση του,

με χείλη ωστόσο ανέπαφα.

Χαμογελαστές βλεννογόνοι με ειρωνικής λάμψης σταγόνες

- θύμισες παιδικών βυσσινάδων,

πιοτά ιδρωμένων μεσημεριών,

περνούσαν έτσι ατέλειωτες ώρες αθώα,

αποκαλύπτοντας μικρές αλήθειες μακρόσυρτα

σε ένα μυθώδες σύμπαν ευηθών ματαιώσεων.



σημ: στο παρόν ποστ, στη φωτο, η λαβωμένη μούσα του "ποιητή", αθάνατη αγαπημένη. Η άλλη αθάνατη, έγινε χίλια κομμάτια.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

Ούτ'άνθρωπος έχει ποτέ αγαπήσει ~ Σονέτο 116

Μέσα στα κιτάπια μου ανακάλυψα ένα Σονέτο του Σαιξπηρ, συγκεκριμένα το νο.116

Λεει λοιπόν ο Ουίλιαμ, στο σονέτο:

Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές
δεν θα δεχθώ

Δεν είναι η αγάπη αυτή που αλλάζει με της τύχης
τα γυρίσματα
Και με το κάθε σκούντημα πέφτει και χάνεται.

Όχι, είναι σημάδι προαιώνιο
Που ακλόνητο τις τρικυμίες αντικρίζει

Του καραβιού που πλανιέται το άστρο
Η αξία του είναι άγνωστη, αν και το ύψος του μπορεί να υπολογιστεί.

Δεν είναι η αγάπη παιχνίδι του καιρού
που κυλάει με το κυρτό του το δρεπάνι,
Δεν είναι τριανταφυλλένια μάγουλα και χείλια.

Η αγάπη η αληθινή δεν αλλάζει με τις σύντομες ώρες και βδομάδες,
Φτάνει μακριά μέχρι την άκρη της συντέλειας.

Αν είναι πλάνη αυτό και μου αποδειχτεί, ούτε τίποτα έχω γράψει στην ζωή

Ούτ’ άνθρωπος έχει ποτέ αγαπήσει

Προσφυγή

Με μόνο στο έδαφος έρπον ανάβλεμμα

Έτσι κινούνται οι ωραίοι ετερόχθονες

Έφθασαν ως εδώ

Ανθρώπινα όντα που δεν μνημονεύουν γενέτειρα

Μάτια που σκάβουν και μπουκώνονται

σάρκας κομμάτια απ’ το χώμα

για να διατηρήσουν βαρύτητα

Τραβούν το κουβάρι σπιθαμή προς στιγμή

από όπου σθεναρά τους κρατάει αντίσταση

Ερωτήματα που δεν τελειώνουν ποτέ

Ούτε καν σε επιτήδειους λαβυρίνθους

δεν αδειάζουν τα νερά των άσκοπων κύκλων τους

Κάποτε παύουν να ρωτούν τους άλλους

Σε τι όνομα ακούν;

Κι όταν ξεχνιούνται και οι ίδιοι

βουβαίνονται ακόμα και τα σώματα

Δεν αρκούν τα τρυφερά κεφάλια της προαίρεσης

Να κοιτούν σε αγρούς ηλιότροπης θεουργίας

Αναπροσδιορισμοί σε άσπαστους κώδικες

και πίνακες-γρίφους

Εδώ απουσιάζουν μόνες οι σκιές μας

Γλυκιά σκουριά ξερνάνε μόνο οι κορνίζες στις γωνίες

Σαλεύουν άραγε οι αθάνατοι νόστοι μας;

Δεν θα το ψιθύριζα πια

Θα σ αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου μου λες,

Άρα φθάσαμε στο τέλος αγάπη μου κιόλας, γελώ,

και σκορπίζεσαι θρύψαλα

Κι έτσι θα μένω στο καμβά

Πρόσφυγας σε πορτραίτα που έμειναν ημιτελή

και τυλίγομαι ταλαγάνι σκούρο και βαρύ

Με προστατεύει λιγάκι από το ψύχος

στο απέραντο χάος της σημασίας του άνευ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2008

Μπαλκόνι με θέα στην Θάλασσα

Απ’ το μπαλκόνι μου βλέπω τα πλοία μου καλύτερα.
Απο κοντά η εικόνα τους με προδίδει.
Καθημερινές, μικρές ασυνέπειες,
αμφίδρομες ξετυλίγονται μεταξύ εμού και του ορίζοντα.
Οι “δέσποινες καινούργιων καιρών” κρατούν όρκο σιωπής στην καρίνα, διέκρινα
για τις ξύλινες αγκαλιές που ανοίγουν διάπλατα.
Ρυάκια μαλλιών κυλούν σε στήθη, σπασμένα στην μέση, επίτηδες
- μα κανείς δεν μιλά για αυτές τις απιθανότητες πια.
Κι εγώ τα πλοία μου τα βλέπω καλύτερα απο το μπαλκόνι μου.

Χθες το απόγευμα κοντοστάθηκα και κοίταξα τα πλοία μου από απόσταση.
Το μαλακό Ελληνικό φως του Αυγούστου ξέπλενε, ως πάντα, τα χρώματα.
Οι ατέλειωτες άσκοπες βόλτες σε απόχρωση κενού μπλε
είναι που αναδεικνύουν την ομορφιά του ατελέσφορου - σκέφτηκα.
Ήπια τα ακούραστα πήγαινε-έλα τους και μέθυσα
Τώρα, κάθε που σουρουπώνει, ανάβω μια φλόγα ευχής
τη συνέχεια που σιγοκαίει στο καντήλι μου, και στερεώνω Μαντόνα νεοσύλλεκτη,
κρεμασμένη σε γωνιά δωματίου με θέα στην θάλασσα.

Κι ατέλειωτα φεύγω αναχωρούν στο μπαλκόνι μου κάθε απόγευμα
Κι απρόσμενα ήρθα πλησιάζουν στον προορισμό τους επικίνδυνα
Κι εγώ στητή και ακύμαντη παρακολουθώ μέσα απο κάγκελα ασφαλείας προσωρινού χαμού.
Η συνεχής κίνηση σταματάει τη διαρροή του πόνου-έμαθα-
και κλείνω το παράθυρο που βλέπει στην ολέθρια ελευθερία τους .

Φυλαχτάρι νο.1


"H εφτάχρονη πιτσιρίκα πού πουλάει τά γλυκά στόν δρόμο της Δαμασκού καί ταυτόχρονα γράφει τά μαθήματά της (!) δέν άφηνε μέ τίποτε τόν Wasim Kheir Beik νά τήν φωτογραφήσει. Τελικά ο φωτογράφος του πρακτορείου SANA πήρε αυτό πού ήθελε μέ φακό από 30 μέτρα απόσταση (μαζί καί τό πρώτο βραβείο γιά τό 2007 από τήν Eνωση Αραβικών Πρακτορείων Ειδήσεων), χαρίζοντας καί σέ μας τή θαυμάσια αυτή εικόνα μέ τά συγκινητικά μηνύματα"

Το έλαβα με μεηλ και μου φάνηκε η φωτογραφία εξαιρετική. Είπα να το φυλάξω.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008

Atonement ή μικρές εξιλεώσεις με αειθαλή brionies

Την ταινία Εξιλέωση την είδατε, ή θα την δείτε. Η ιστορία του Μακ Γιούαν είναι γνωστή σε όλους. Ωστόσο ο τρόπος που καθένας από εμάς βλέπει την ιστορία, είναι η ιστορία του και όχι η ιστορία.

Ναι;
Όχι;

Οι Βριώνιες που δεν ξέρω αν τις γράφω σωστά, είναι λουλούδια. Brionies στην Αγγλική. Είναι αειθαλή, αναπτύσσονται σπειροειδώς, είναι μικροσκοπικά και κάνουν μούρα. Βρίσκονται σε οκτώ ποικιλίες, μια εξ αυτών στην Κρήτη.

BRYONY

Gender: Feminine

Usage: English

Pronounced: BRIE-u-nee [key]

From the name of a type of Eurasian vine, formerly used as medicine. Its name ultimately derives from Greek βρυω (bryo) "to swell".

Ωστέ η Μπραιόνι φουσκώνει, βρίθει δηλαδή;

Δεν γνωρίζω αν ο Μακ Γιούαν αναφέρεται στο όνομα της ηρωίδας του στο βιβλίο του, και στην ετοιμολογία αυτού.

Ας μιλήσουμε για την ταινία.

Η ταινία είναι αυτό που λέμε άνιση, δλδ αναμένεις να την δεις να απογειώνεται αλλά μένεις με την προσδοκία.
Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την αφορμή της ιστορίας, το "κατάπτυστο" ψέμα της μικρής Μπραιόνι που καταστρέφει αργά και σταθερά τις ζωές της αδερφής της και του αγαπημένου της και όχι μόνο. Βγήκαν πολλοί να κατηγορήσουν το μικρό κορίτσι, πως δλδ δεν είχε το δικαίωμα να μπει ανάμεσά του.Κι έτσι οι Μπραιόνες τούτου του κόσμου βρέθηκαν κατηγορούμενες για το αμάρτημα της αθωότητας τους. Είναι ή δεν είναι η Μπραιόνι ένοχη; Αξίζει την εξιλέωση; Στην ταινία την προσοχή τραβάει ο εμποδισμένος έρωτας των γοητευτικών εραστών.

Συζήτηση γίνεται στο ποστ που ανάρτησε ο Ολδ Μπόυ, όπου και παραθέτω κι εγώ την γνώμη μου.

http://old-boy.blogspot.com/2008/01/blog-post_27.html


Στο δεύτερο μέρος η ταινία πλαδαρεύει. Ο Ράιτ καταγίνεται με το κομμάτι εκείνο της ιστορίας όπου ο Ρόμπι, ο νεαρός ερωμένος βρίσκεται, εξ' αφορμής του ψέματος της Μπραιόνι στο μέτωπο, κατά την διάρκεια της ήττας των Άγγλων επί Γαλλικού εδάφους. Εκεί γίνεται ολοφάνερη η αδεξιότητα με την οποία ο Ράιτ χειρίζεται το πολεμικό σκηνικό, έχοντας πάντα ως βασικό πλάνο, το κείμενο του Γιούαν. Εκεί πια κατανοεί κανείς τη δυσκολία με την οποία ένα λογοτεχνικό κείμενο αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη. Κι αν ο κινηματογράφος είναι η συμπύκνωση των λέξεων σε εικόνες, εδώ ο Ράιτ βάζει στο μπλέντερ τις εικόνες του Γιούαν και μας τις σερβίρει, απομακρύνοντας την όποια κινηματογραφική μαγεία δημιούργησε με το πρώτο μέρος, αυτό στο οποίο οι χαρακτήρες σιγά σιγά αρχίζουν, μέσα από τα πάθη τους να οικοδομούνται. Ποιος είναι τελικά ο Ρόμπι εκτός απο αυτός που αγάπησε και πόθησε η Σεσίλια; Ποιος είναι ο Ρόμπι, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με την φρίκη του πολέμου; Στο δεύτερο μέρος το οποίο οφείλει να μας δώσει αυτές τις απαντήσεις ο δημιουργός, ούτως ώστε να προωθήσει τον μύθο, ο Ράιτ μας φρενάρει, δίνοντας μας την εντύπωση οτί με αυτό το κομμάτι του έργου ασχολείται εντελώς διεκπεραιωτικά. Κι εδώ η ταινία χάνει την όποια αίγλη προσέδωσε η ρομαντική πρώτη σεκάνς. Κι είναι πραγματικά κρίμα να αρχίζεις κάτι πάρα πολύ όμορφα, αφήνοντας μόνο υποσχέσεις για την εξέλιξη των χαρακτήρων, την μετάβαση τους απο την μια μορφή στην άλλη, δια μέσου των γεγονότων. Απο κει και ύστερα ο Ράιτ δεν μας βοηθάει να μάθουμε τίποτα για τους ήρωες του. Και δεν γνωρίζω αν φταιει ο Γιούαν για αυτό. Στο βωμό του δράματος, της έντονης συγκίνησης και του συγκλονισμού, θυσιάζονται οι δύο εραστές αφού στα χέρια του Ράιτ άγονται και φέρονται απο την μόνη απαγόρευση της μοίρας να είναι μαζί. Ποιος ευθύνεται για αυτό, επαναλαμβάνω δεν ξέρω αφού δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Το σίγουρο είναι πως θα μπορούσε ο Ράιτ να ασχοληθεί περισσότερο με την Σεσίλια και τον Ρόμπι, άλλη μισή ώρα ουσίας δεν θα έβλαπτε κανέναν, προκειμένου να πλησιάσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες μας. Αλλά ποιο είναι το ζητούμενο αυτής της ταινίας τελικά;

Δεν απαξιώνω εντελώς το έργο. Απλώς αναφέρω πως ως θεατής παραμένω ανικανοποίητη από την εξέλιξη ενός έργου που πολλά υπόσχεται και δεν τα πραγματοποιεί. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ στον ρόλη της ηλικιωμένης Μπραιόνι, καθώς και η Ρομόλα Γκαράι, που ερμηνεύει την ενηλικίωμένη Μπραιόνι που αίρει στους ώμους της τις αμαρτίες της ιστορίας αυτής, δίνουν πολύ καλές ερμηνείες. Αυτό που μένει στη μνήμη όμως είναι η μικρή Μπραιόνι, το παιδάκι με τα διάφανα μάτια που ζει ένα δικό του δράμα, το δράμα του ανείπωτου της παιδικής ψυχής, της σύγχυσης που προκαλεί η παραφορά των αισθημάτων που θα παραμείνουν για πάντα βουλιαγμένα στην λήθη των συνειδητών απαγορεύσεων.

Το αναπάντητο ερώτημα μου είναι λοιπόν: πόσα θυμόμαστε απο την παιδική μας ηλικία; Πόσα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι τα μεταφέραμε ατόφια στην ενηλικιωμένη ιδιοσυστασία μας; Κανείς δεν ξέρει να μας πει. Ίσως ο Γιούαν αυτό που μας λεει είναι πως η ενηλικίωση είναι η πάλη της εξιλέωσης μας απο εκείνα τα λάθη που αθώα και άδολα κάναμε στον παράδεισο της παιδικής μας ηλικίας, κρυφοκοιτάζοντας τον κόσμο των ενηλικων, τα οποία και μας εξοβέλισαν στην κόλαση της ενήλικης ζωής μας Το πρόβλημά με την Μπραιόνι του Γιούαν αλλά και του καθενός μας τελικά είναι η καταδιωκτική εμμονή της ενηλικίωσης και ο κατατρεγμός της ενοχής για ένα αμάρτημα που δεν ξέρω τελικά αν αξίζει να το παίρνουμε όλο στην πλάτη μας. Ψιλά γράμματα θα μου πεις. Ναι, ίσως...

Τι βρίθει λοιπόν η Μπραιόνι; Παλαιών συναισθημάτων, ανεξακρίβωτων θα έλεγα.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

Μαύρα γυαλιά πάνω σε μάρμαρο

Φορά την στενή ασπρόμαυρη φούστα της. Το βαθύ σκίσιμο φτάνει τόσο ψηλά όσο χρειάζεται για να μη φαίνονται οι μαύρες καλτσοδέτες της. Το φως στην λάμπα του ξενοδοχείου τρεμοσβήνει. Γυρνάει το βλέμμα της και κοιτάει το φως που τρεμοπαίζει. Πηγαίνει στον διακόπτη και το κλείνει. Είναι πρωί και είναι σχεδόν μόνιμα ένα δροσερό καλοκαίρι σε αυτόν τον τόπο, τον απομακρυσμένο από τον πολιτισμό. Το φως δεν χρειάζεται να είναι αναμμένο, σκέφτεται. Αυτό είναι απλώς ένα κακό συνήθειο που έχει από τα παλιά, που δεν λέει να το κόψει και δεν κάνει τίποτα για αυτό: να ανάβει τα φώτα ακόμα κι όταν είναι πολύ πρωί. Δεν ξέρει γιατί το κάνει. Της βγαίνει σαν ανάγκη. Στο ραδιόφωνο ακούγεται ένα παλιό τραγούδι με έναν αισιόδοξο ρυθμό. Από ότι θυμάται, ήταν μια εύθυμη μπαλάντα που ακουγόταν σε ένα ασπρόμαυρο αμερικάνικο φιλμ. Της φτιάχνουν την διάθεση κάτι τέτοια τραγούδια. Θυμάται τις σκηνές απο την ταινία. Κοιτιέται μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την αντανάκλαση της. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό δεν έμοιαζε να την πειράζει. Το είδωλο της απέναντι αποστρέφει ντροπαλά το βλέμμα του. Κοιτάζει το ψάθινο καπέλο της με τη μαύρη κορδέλα που είναι ράθυμα ακουμπισμένο πάνω στο κρεββάτι. Το αρπάζει και το φοράει δίχως καν να κοιταχτεί. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Καλεί το ασανσέρ. Κρατάει τα μαύρα γυαλιά της και τα φοράει πριν καν μπει. Στο ασανσέρ στέκονται ήρεμα άλλοι ένοικοι του ξενοδοχείου που κατεβαίνουν από τους προηγούμενους ορόφους. Της ρίχνουν μια κλεφτή ματιά κι ύστερα κοιτούν μπροστά, όπως οφείλουν να κάνουν απέναντι σε αυτή την γυναίκα που δείχνει πως πίσω από τα μαύρα γυαλιά της αποφεύγει να αναζητάει βλέμματα. Είναι ψηλή και στέκεται εντελώς όρθια πάνω στο σώμα της. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο από μεταξωτό ύφασμα, ανοιχτό ακριβώς μέχρι το στέρνο. Φοράει στενή μαύρη φούστα και μαύρες καλτσοδέτες, λεπτές σαν τον ιστό της αράχνης. Τα μαύρα χαμηλά παπούτσια της έχουν ένα μικροσκοπικό τακούνι που σχεδόν δεν φαίνεται. Η μόνη ένδειξη ανεμελιάς πάνω της είναι αυτό το ψάθινο καπέλο Παναμά με τη μαύρη κορδέλα. Θα σταθεί το βλέμμα τους ίσως λίγο παραπάνω σε αυτή τη μαύρη κορδέλα. Σχεδόν κανείς δεν μπορεί να δει το πρόσωπό της. Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια νέα γυναίκα που φοράει κατακόκκινο κραγιόν και ουδέτερα ρούχα με δόσεις υπερβολής τόσο στην θηλυκότητα όσο και στην σοβαρότητα. Το σίγουρο είναι οτί δεν είναι παιδί. Μα ούτε και δείχνει να χρειάζεται να κρύψει την ηλικία της.

Βαδίζει στον κεντρικό διάδρομο του πολυτελούς ξενοδοχείου, ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες που σαν και αυτήν, περπατούν ανέμελα. Λατρεύει να σέρνει αργά τα πόδια της πάνω στο γαλακτερό λευκό μάρμαρο του ξενοδοχείου που κατακλύζει με μεγαλοπρεπή πολυτέλεια του οικήματος οπού καταλύει. Λατρεύει και τις τεράστιες μαρμάρινες κολώνες που πάνω τους στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα. Η μέρα είναι απο εκείνες που κανένα σύννεφο δεν απειλεί τον ορίζοντά της Όταν φθάνει στην κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου θα βάζει το χέρι της για να κάνει σκιά και να δει καλύτερα. Τα μαύρα γυαλιά δεν περιορίζουν το δυνατό φως του μεσημεριού. Κοιτάζει καλύτερα και βλέπει τον κόσμο σχεδόν να χάνεται ανάμεσα στους αμμόλοφους της αχανούς χρυσαφένιας παραλίας. Λιγοστές ομπρέλες προσθέτουν στο τοπίο πινελιές έντονου κόκκινου. Η θάλασσα απλώνεται παντού μπροστά, απειλητικά παχύρρευστη γαλάζια ύλη που θα μπορούσε να έρχεται από άλλον κόσμο. Κοιτά μπροστά κι ύστερα γυρνά αριστερά και βαδίζει σαν να ξέρει που πηγαίνει. Περνά μέσα απο τα στρογγυλά μαρμάρινα τραπέζια του καφέ του ξενοδοχείου, κατευθυνόμενη προς τον άνδρα που κάθεται μόνος τους και διαβάζει ανυποψίαστος εφημερίδα. Το καφέ βρίσκεται προστατευμένο απο την τεράστια σκιά του ογκώδους κτηρίου. Εκεί φυσάει ακόμα ένα ανεπαίσθητο αεράκι που δεν εγκαταλείπει ποτέ τις σκιές τούτου του τόπου. Φθάνει στην μαύρη σιδερένια καρέκλα με τη ψάθινη επένδυση που βρίσκεται απέναντι απο τον άνδρα με την εφημερίδα. Κάθεται απαλά. Αυτός δεν σηκώνει το βλέμμα του από την εφημερίδα. Δείχνει απορροφημένος από τα διαβάσματά του. Αυτή δεν ενοχλείται. Κοιτάζει γύρω της, πίσω απο τα γυαλιά της και κάτω απο το γείσο του καπέλου της. Φαίνεται να έχει ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα κόκκινα χείλη της. Δείχνει ευτυχισμένη αν και δεν θα μπορούσε να το πει κανείς αυτό με σιγουριά. Ακουμπά το χέρι της πάνω στο τραπέζι και χαϊδεύει απαλά το λείο μάρμαρο του. Ο άνδρας απέναντί της κάποια στιγμή, ασυναίσθητα κατεβάζει το φύλλο της εφημερίδας και κοιτάζει το απαλό της χέρι. Ύστερα κοιτάζει πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του την ίδια. Της χαμογελάει ανεπαίσθητα. Επιθυμεί να την φιλήσει αλλά δεν θα το κάνει. Δεν θέλει να της χαλάσει το κραγιόν. Δεν θέλει να της χαλάσει ούτε την μαρμάρινη ομορφιά της. Μοιάζει η γυναίκα που κάθισε δίπλα του, να είναι η αδιάκοπη ακολουθία αυτού του μαρμάρινου τραπεζιού. . Θα μπορούσε, έτσι όπως κάθεται και κοιτάζει την θάλασσα, να είναι ένα άγαλμα που διαφημίζει την παραλία του ξενοδοχείου. Θα μπορούσε να έχει στα πόδια της γύψινα κοράλια και νερά να αναβλύζουν απο τα χέρια της. Κάποιες φορές αρνείται να την αγγίξει γιατί νομίζει πως θα την χαλάσει. Κάποιες φορές αρνείται να την κοιτάξει κιόλας. Βυθίζεται σε οτιδήποτε έκανε, προκειμένου να μην δει πάνω της κάτι που θα ρυτίδωνε την ομορφιά της που χύνεται μπροστά στα μάτια το δίχως να ρυτιδώνεται απο κάτι. Εξάλλου είναι η γυναίκα του. Και σαν γυναίκα του, έχει το δικαίωμα να την καμαρώνει έστω και με τις άκρες των ματιών του. Στην πραγματικότητα εκεί θέλει να την κρατάει: στις άκρες των ματιών του. Στην άκρη της ζωής του. Ακόμα κι όταν της κάνει έρωτα, είναι σαν να την σπρώχνει προς αυτές τις άκρες. Σαν να την περιορίζει ανάμεσα στον ελάχιστο χώρο μεταξύ του εαυτού του και του τίποτα. Τότε το στόμα της ανοίγει, σχηματίζει ένα όμικρον αλλά η φωνή της δε βγαίνει. Πολλές φορές αναρωτιέται αυτό το όμικρον τι να σημαίνει. Έκρηξη, θυμό, απόγνωση ή έκσταση; Όλα αυτά μαζί; Πολλές φορές χώνει την μύτη του στο στόμα της, αυτή την τεράστια οπή που δεν κανείς δεν ξέρει από που ξεκινάει, και σαν λαγωνικό οσμίζεται την ανάσα της. Είναι λίγο σαν να ρουφά το οξυγόνο απο τους πνεύμονες της. Αναρωτιέται τότε. Κάποτε θα ήθελε να δει μέσα στα σπλάχνα της. Να δει τι κρύβεται κάτω από το μεταξένιο δέρμα της κοιλιάς της. Βλέπει τις γαλάζιες φλέβες που διατρέχουν το λαιμό της και λιμπίζεται να τις ανοίξει, να δει το πορφυρό χυμό τους να τινάζεται σαν πίδακας. Δεν του αρκεί να την παίρνει. Αισθάνεται πως δεν είναι απόλυτα δική του. Της το είχει πει κάποτε. Αυτή είχε χαμογελάσει τότε συγκαταβατικά. Ακόμα και με το χαμόγελό της τον παγίδευε σε ένα αίνιγμα που νόμιζε πως του άνηκε. Την άκουσε να παλεύει να συμπληρώνει το κενό των ερωτημάτων που έμεναν αναπάντητα.
«Η φαντασία του συγγραφέα» του είχε πει. «Σε δικαιολογώ». Δεν του είχε αρέσει η απάντησή της. Μα πως να της το πει. Για πρώτη φορά στα σαράντα πέντε του χρόνια ζούσε με μια γυναίκα που όσο περισσότερο του δινόταν, τόσο περισσότερο την ποθούσε. Ήταν ήδη δύο χρόνια ζευγάρι και επισήμως, συνολικά πέντε. Κανονικά θα έπρεπε να είχε βαρεθεί, να έχει βυθιστεί στα βιβλία του και να γράφει, να γράφει, να γράφει ατελείωτα. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, ότι έγραφε ήταν για αυτήν. Και δεν ήθελε να συμβαίνει αυτό, δεν το άντεχε. Ήταν σαν να του είχε γίνει εμμονή η ίδια του η γυναίκα. Δεν τολμούσε να το πει σε κανέναν γιατί πίστευε πως ίσως ήταν ο μοναδικός άνδρας τόσο παράφορα ερωτευμένος με ένα πλάσμα που δεν είχε πια τίποτα που να μη του το είχε προσφέρει. Ούτε η φήμη που είχε κερδίσει όλα τα τελευταία χρόνια με τα βιβλία του, η επιτυχία και τα επακόλουθα χρήματα, τίποτα δεν τον απασχολούσε, όσο το να είναι κοντά της, μαζί της. Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται εξασφαλισμένος. Οι δυό τους ήταν ένα ζευγάρι που πολλοί θα ζήλευαν. Έμοιαζαν από αυτά τα ζευγάρια που θα μπορούσαν να διαφημίζουν την ευτυχία στα περιοδικά
life-style. Κι επειδή σαν ζευγάρι κρατούσαν χαμηλό προφίλ, εξασφάλιζαν ακόμα περισσότερο το αδιάβλητο στοιχείο της ευτυχίας τους. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτούς. Ποτέ κανένας δεν έμαθε.

Η γυναίκα έβγαλε ένα τσιγάρο απο το πακέτο του άνδρα της που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και το άναψε. Ο καπνός τύλιξε απαλά την μορφή της. Η ίδια στεκόταν σχεδόν ακίνητη όσην ώρα χάζευε τον ορίζοντα πίσω απο τα γυαλιά της. Η μουσική ερχόταν από το μπαρ δίχως να ενοχλεί όσους ήθελαν να ηρεμήσουν, προσθέτοντας μια διασκεδαστική νότα στον ήχο των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στην χρυσαφένια ακτή με τους λουόμενους. Ο σερβιτόρος διέκοψε την ηρεμία του ζευγαριού. Ζήτησε να μάθει απο την γυναίκα τι θα ήθελε να παραγγείλει. Αυτή ζήτησε ένα φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιού και αυτός ζήτησε να του ξαναγεμίσουν το φλιτζάνι με τον καφέ. Ο σερβιτόρος αποχώρησε και το ζευγάρι έμεινε πίσω να συνεχίσει τον πρωινό ρεμβασμό του. Σε λίγο ήρθε ο σερβιτόρος με τις παραγγελίες τους και τα ροφήματα τους τράβηξαν για λίγο την προσοχή τους. Ύστερα βυθίστηκαν πάλι στην ηρεμία τους.

Δεν περίμεναν να ακούσουν μια αντρική φωνή από δίπλα να φωνάζει το όνομα του άνδρα. Ο άνδρας γύρισε στα αριστερά του και αντίκρισε στο διπλανό τραπέζι έναν παλιό του φίλο. Οι δυό τους καλοκοιτάχτηκαν και σύντομα αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Σηκώθηκαν και οι δύο απο τις καρέκλες τους και αγκαλιάστηκαν, όπως αγκαλιάζονται οι παλιοί γνώριμοι. Η γυναίκα στο τραπέζι τους κοίταξε, κι ύστερα έριξε το βλέμμα της στην κοπέλα που συνόδευε τον γνώριμο του άνδρα της. Αναμφισβήτητα επρόκειτο περί μιας αληθινής νεαρής καλλονής. Τα τεράστια καταγάλανα μάτια της που λαμπύριζαν πάνω στην μαυρισμένη επιδερμίδα της κοίταξαν προς το μέρος της. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και για ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο εντόπισαν αμφότερες τις διαφορές τους. Τους χώριζαν περίπου δέκα χρόνια και το ζευγάρι των γυαλιών της συζύγου. Η νεαρή γυναίκα φορούσε ένα καρό ανάλαφρο φόρεμα που αγκάλιαζε τις ιδανικές της αναλογίες και απείχε ελάχιστα απο το να την εκθέτει. Ωστόσο δεν φαινόταν να ντρέπεται. Το σώμα της καθώς σηκωνόταν να συστηθεί στον άνδρα της, έμοιαζε ατέλειωτο και τα πόδια της προκαλούσαν τα βλέμματα με το μήκος τους. Η γυναίκα έμεινε να κοιτάει τις γραμμές των τέλειων ποδιών που αντίκριζε. Σε λίγο της απευθύνθηκε ο σύζυγός της κι οι απαραίτητες συστάσεις έγιναν. Η σύζυγος έμεινε στην θέση της όση ώρα οι καινούργιοι φίλοι του άνδρα της, την χαιρέταγαν δια χειραψίας. Χαμογέλασε ευγενικά καθώς ανταπέδιδε τους χαιρετισμούς τους. Ο καινούργιος φίλος πρότεινε να καθίσουν όλοι μαζί και ο σύζυγός της, τους ζήτησε να έλθουν στο τραπέζι τους. Έτσι το ζευγάρι πήρε τα πράγματά του και μετακόμισε μαζί τους. Η θέση δίπλα της παραχωρήθηκε στον καινούργιο ξένο. Δίπλα του κάθισε ο σύζυγος της και η νεαρή κάθισε δίπλα του, σχεδόν απέναντί της. Ο σερβιτόρος επισκέφτηκε το τραπέζι για να πάρει καινούργιες παραγγελίες.

Σύντομα η γυναίκα έμαθε πως ο καινούργιος φίλος της παρέας ήταν ένας διάσημος σκηνοθέτης που γνώριζε τον άνδρα της από το πανεπιστήμιο, όταν και οι δύο σπούδαζαν νομικά. Η κοινή τους πορεία, ενώ παρατούσαν τις σπουδές τους για να κυνηγήσουν τα ταλέντα τους, τους είχε φέρει κοντά και από καιρού εις καιρό, συνανταμωνόντουσαν και τα λέγαν. Εξάλλου ζούσαν στον ίδιο κύκλο, αδύνατον να μη πέσουν κάποια στιγμή ο ένας πάνω στον άλλο, σχολίαζαν και γέλαγαν, ο φίλος με το δυνατό γέλιο πληθωρικού ανθρώπου, ο άνδρας της με το γνωστό συγκρατημένο του στυλ. Να όμως που η τύχη τα φερε έτσι ωστέ να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον, ακόμα και στην άκρη του Θεού, σε ένα θέρετρο απο εκείνα που μόνον η μοίρα θα έπρεπε να το επιδιώξει για να βρεθούν. Η κουβέντα συνεχίστηκε μεταξύ των δύο φίλων, οπού ενημέρωσαν ο ένας τον άλλον για το κενό που είχε μεσολαβήσει από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί. Ο καινούργιος φιλοξενούμενος του τραπεζιού πληροφορήθηκε για τον γάμο του φίλου του, πράγμα το οποίο ήδη γνώριζε απο τις φυλλάδες, καθώς και για τα βιβλία του που είχαν εκδοθεί σε εκείνο το διάστημα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην ταινία που είχε γυρίσει και περηφανεύτηκε για την επιτυχία της. Ο σύζυγος της αναφέρθηκε στην ίδια για λίγο, κάνοντας έναν μικρό μονόλογο, εγκωμιάζοντας τα χαρίσματα της γυναίκας του, ενώ ο άλλος εκφράστηκε με θαυμασμό για την ίδια. Η γυναίκα χαμογέλασε και πάλι ευγενικά. Η δική της πρώτη έκθεση με γλυπτά δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει ιδιαίτερα τον φίλο του άνδρα της, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες που αυτός έκανε. Η γυναίκα αισθάνθηκε ένα ελάχιστο τσίμπημα μειονεξίας που για τα χρόνια της δεν είχε τίποτα άλλο να επιδείξει όπως ο άνδρας της. Σε μια κίνηση βαριεστιμάρας, έβγαλε νευρικά τα γυαλιά της και κοίταξε τον ξένο κατάματα. Αυτός σταμάτησε απότομα να χαμογελάει. Το βλέμμα της γυναίκας που είχε απέναντί του ήταν πολύ διαφορετικό απο ότι το φανταζόταν. Είχε τεράστια γκρίζα μάτια και η κόρη τους με το άπλετο φως της ημέρας είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Θα ορκιζόταν πως μια ανταύγεια μωβ είχε πέσει πάνω του, έτσι όπως τα μάτια της πλανήθηκαν για λίγο στο πρόσωπο του, σαν να προσπαθούσαν να βρουν κάτι. Ύστερα η γυναίκα ξαναφόρεσε τα γυαλιά της και ο ξένος αισθάνθηκε ανακουφισμένος. Η γυναίκα έστρεψε το πρόσωπό της μπροστά και έδειξε να αφαιρείται στον ορίζοντα. Η δεύτερη γυναίκα της παρέας πότε κοιτούσε τον άνδρα που μίλαγε με τον συνοδό της, πότε έριχνε ερευνητικές ματιές στην άλλη γυναίκα που δεν έκανε ιδιαίτερο κόπο να δείξει πως ελάχιστα την ενδιέφερε αυτό που έλεγαν οι δύο άνδρες.

Η ώρα πέρναγε και ο ήλιος αφού έφτασε στην κορυφή του μεσημεριάτικου ουρανού, άρχισε σιγά σιγά να πέφτει προς τα πίσω, στο αδιάπτωτο γαλάζιο μιας ημέρας ονειρεμένης. Οι δύο ξένοι αποφάσισαν πως είχε έλθει η ώρα να βουτήξουν. Έτσι αποχαιρέτισαν τους γνωστούς τους με την υπόσχεση να βρεθούν μετά, αφού παραθέριζαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Ο άνδρας της συμφώνησε, το ζευγάρι αποχώρησε κι οι δύο τους έμειναν πάλι μόνοι.

Ο σύζυγός της δεν ξανάπιασε την εφημερίδα, παρά έμεινε να κοιτάει κι αυτός τον ορίζοντα, μαζί με την γυναίκα του. Αυτή δεν μίλαγε κι έτσι αυτός την ρώτησε ευθέως αν είχε βαρεθεί. Αυτή παραδέχθηκε πως είχε αρχίσει να βαριέται λίγο. Αυτός τότε πλησίασε κοντά της, τόσο κοντά που σχεδόν μπορούσε να μυρίσει το άρωμα που ανέδιδε το σβέρκο της. Μπορούσε να την μυρίσει απο αυτή την απόσταση, να θυμηθεί την ζεστασιά του κόρφου της, μπορούσε να ραγίσει απο επιθυμία, σκεφτόταν. Έμειναν έτσι, μακριά ο ένας απο τον άλλον ώρα πολλή. Έμεινε μακριά απο το αντικείμενο της επιθυμίας του και τα λεπτά κυλούσαν αργά. Στο δικό του οπτικό πεδίο, τα κύματα της θάλασσας εναρμονίζονταν με τις αμυδρές κινήσεις της. Ευχόταν να μην χρειαζόταν να την ποθεί τόσο. Κι ήταν τόσος ο πόθος του για αυτή που τον εμπόδιζε να καταλάβει αν την αγάπαγε ή απλώς την ποθούσε. Σκεφτόταν αν ο πόθος του ήταν δυνατότερος απο την αγάπη.

«Καθυστερώ» σκεφτόταν αυτή ενώ ανέβαινε το δωμάτιο μαζί του. «Καθυστερώ» σκεφτόταν πάλι όταν τον δεχόταν αργά το μεσημέρι μέσα της. Δεν ήξερε γιατί σκεφτόταν αυτή την λέξη ξανά και ξανά σήμερα. Υπήρχαν μέρες που της κόλλαγε στο νού μια φράση και την επαναλάμβανε νοερά. Δεν είχε σημασία γιατί.

Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία ο έρωτας αυτής της ώρας. Ήταν η ώρα που έπρεπε να βρεθούν μαζί, όπως όταν έτρωγαν μαζί το φαγητό τους.

Το ίδιο βράδυ φόρεσαν τα καλά τους ρούχα και βρήκαν τους φίλους τους στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Η βραδιά ήταν απο εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια που ο ορίζοντας τυλίγει την μαγεία όλου του κόσμου. Η γυναίκα βυθίστηκε στον μαλακό καναπέ και απόλαυσε το υπόλοιπο βράδυ πίνοντας το ποτό της ήσυχα. Ώσπου να έρθει η ώρα να κοιμηθεί στο πλευρό του άνδρα της μακάρια και ήρεμη, κλεισμένη στο μπουμπούκι της ύπαρξης της, έτοιμη να ανοίξει το άλλο πρωί, ζώντας έτσι με την μισή της ύπαρξη δοσμένη στον άνδρα της και την υπόλοιπη χαμένη κάπου που και η ίδια φαινόταν να αγνοεί.

~ * ~

Προχωρά μέσα στη γαλήνη του εαυτού της. πάνω σε ένα πέτρινο δρομάκι που οδηγεί κάπου που δεν ξέρει. Τα βήματά της κάπου θα την πάνε. Αφουγκράζεται τον χτύπο των τακουνιών πάνω στο έδαφος. Της τραβάνε την προσοχή τα τακ-τακ. Δε βλέπει μπροστά της τίποτα. Προχωράει σαν υπνωτισμένη. Περνάνε άνθρωποι δίπλα της κι ούτε που τους καταλαβαίνει. Πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, μπορεί να ταξιδεύει με άνεση. Στο δικό της σκοτάδι, κάτω από έναν αδυσώπητο ήλιο μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερη. Εδώ και χρόνια κανείς δεν την εμποδίζει να είναι αυτοτελής. Θα μπορούσε να περπατάει έτσι μέχρι να φθάσει στο τέλος της ζωής της. Θα μπορούσε και να κλείσει και τα μάτια και να περπατάει έτσι. Τι θα την εμπόδιζε; Το δοκιμάζει λοιπόν. Κλείνει τα μάτια και περπατάει. Αρχίζει και της αρέσει αυτό το ιδιαίτερο παιχνίδι οπού απλώς δοκιμάζει τις υπόλοιπες αισθήσεις της και την οξύτητα τους. Πόσο θα αντέξει αναρωτιέται. Γελάει μόνη της. Αισθάνεται πως περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Αρχίζει και ζαλίζεται. Συνεχίζει να γελάει ενώ χάνει την ισορροπία της. Γελάει σα παιδί. Σφίγγει τα βλέφαρα για να μην ενδώσει στον πειρασμό να κοιτάξει. Επιχειρεί να βγάλει τα παπούτσια της. Τα παίρνει στο χέρι της. Συνεχίζει το παιχνίδι. Νιώθει στα πέλματα την στρογγυλή τραχύτητα των βότσαλων ενώ στα ρουθούνια της λικνίζονται μυρωδιές της θάλασσας. Το δέρμα της θωπεύει το χέρι από ένα ευχάριστο μελτεμάκι. Με το άλλο χέρι ανακατώνει τα μαλλιά της. Σε αυτή τη θωπεία θα υποχωρήσει. Θα βγάλει την φουρκέτα που συγκρατεί τα μαλλιά της. Η καστανόξανθη κώμη απελευθερώνεται και σχηματίζει αόρατους μικρούς κυκλώνες. Με τα πέλματά της καταλαβαίνει πως έχει φθάσει σε μέρος με άμμο, πιθανότατα στην παραλία. Σκέφτεται πως θέλει να συνεχίζει να υποδύεται την τυφλή με τον εαυτό της, αρνούμενη να ανοίξει τα μάτια της. Ακούει γύρω της γλαροπούλια και παιδιά να κρώζουν όμοια με γλαροπούλια. Φαντάζεται πως η ευτυχία είναι ακριβώς αυτό που της συμβαίνει εκείνη την στιγμή. Της έρχεται να ουρλιάξει μα σφίγγει τα χείλη της. Αντέχει τόση ευτυχία αναρωτιέται; Είναι και πάλι παιδί σκέφτεται, απο τότε ίσως να έχει να αισθανθεί τόση ευτυχία. Νιώθει το απαλό άγγιγμα της γης στα πόδια της και με την φαντασία της βλέπει τον εαυτό της ως ένας άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα της φαντασίας την ταξιδεύει γύρω της. Είναι τόσο πλήρης και τόσο ασφαλής που κοντοστέκεται. Δεν αντέχει τόση ευτυχία. Της πέφτει βαριά. Νιώθει στο στήθος της να σφίγγεται. Για μια ατέλειωτη στιγμή πονάει. Θέλει να ουρλιάξει. Ανοίγει τα μάτια.

~ * ~

Μπροστά της απλώνεται η παραλία. Τα παιδιά ολόγυρά της παίζουν ανέμελα και το ελαφρύ κυματάκι τους χαλάει τα σχέδια στην άμμο. Κάθεται ανακουφισμένη δίπλα σε μια μικρή ομάδα παιδιών που παλεύει με ένα κάστρο και μια τάφρο. Αφουγκράζεται την κουβεντούλα τους. Επιθυμεί σφόδρα να συμμετέχει, να τους βοηθήσει, να τους πει πως θα το κάνουν για να μην τους χαλάσει και πάλι. Μα κάτι την εμποδίζει. Σκέφτεται πως δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει στο παιχνίδι τους και πως με την πραγματικότητα της ενηλικίωσης της θα τους καταστρέψει το παιχνίδι της φαντασίας τους. Συνοφρυώνεται σαν παιδί και σκαλίζει με τα δάχτυλα την άμμο. Πιάνει την κοιλιά της με το άλλο το χέρι της και εύχεται να της επιτρεπόταν να παρέμβει και αυτή. Κάθεται εκεί για κάμποση ώρα χωρίς να κοιτάει τα παιδιά πια, ακούγοντας τα μονάχα. Νιώθει ένα μέτρο μακριά απο την ευτυχία τώρα. Νιώθει πως κάτι την χωρίζει απο αυτή. Πως σαν κάτι δικό της να απομακρύνεται πάλι από την ίδια. Να απλώσει το χέρι; Απλώνει το χέρι σαν να θέλει να αδράξει κάτι στο κενό που απλώνεται μπροστά της. Ένα κενό απέραντο, χρώματος βαθυγάλανου. Ταξιδεύει με το νου της και πλέει απαλά σαν ψάρι μέσα στο διάφανο γλαυκό που εκτείνεται μπροστά της. Το νερό χαϊδεύει το πρόσωπο της, τυλίγει το χέρι της που απλώνεται μπροστά. Το σώμα της είναι αβαρές πλέον. Θυμάται την πόλη που γεννήθηκε, πόλη με ιστορία. Γεμάτη απο ιστορικά μνημεία και ογκώδη απομεινάρια ιστορίας. Τα νιώθει βαριά να πέφτουν πάνω στη μνήμη της. Θέλει να φύγει απο όλα αυτά. Θέλει να μείνει άδεια, χωρίς μνήμη. Θέλει να βγάλει απο πάνω της ότι την βαραίνει. Σκέφτεται την Βιρτζίνια Γουλφ. Θυμάται πως είχε δέσει μια πέτρα γύρω της και είχε βουτήξει στα νερά του . Ίσως να ήθελε να απαλλαγεί και εκείνη από τα βάρη της. Η αυτοκτονία θεωρούσε πάντα πως ήταν μια κίνηση απρέπειας απέναντι στη ζωή. Ήταν μια προδοσία, νόμισε, απέναντι στο ίδιο τον εαυτό. Κι όμως, η θάλασσα τώρα την θέλγει . Φαντάζεται τον εαυτό της να βγάζει τα ρούχα της απαλά και να βουτάει. Βλέπει μπροστά της την μορφή της να το κάνει. Τα ρούχα να γλιστρούν απαλά και να πέφτουν χάμω, οι αστράγαλοι να σηκώνονται και να ξεφεύγουν. Βλέπει την πλάτη της γυμνή, τα μαλλιά να πέφτουν απαλά πάνω στο δέρμα που ο αέρας ψαύει τρυφερά. Ο ήλιος έχει βυθιστεί στον ορίζοντα εδώ και ώρα κι έχει αφήσει μιαν ανταύγεια λιλά πάνω στο γαλάζιο. Ο εαυτός της στέκεται εμπρός της, όρθιος, γυμνός και περήφανος. Μα αυτό είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας μόνο. Η ίδια κάθεται στην ίδια θέση που ήταν και πριν δέκα λεπτά. Ο εαυτός της προχωρά μπροστά. Τα πέλματα ακουμπούν ευγενικά σχεδόν τα πρώτα κυματάκια με το ελαφρύ άφρισμα. Η ίδια παραμένει στο φόντο. Ο ήλιος έχει πέσει και το σκοτάδι πλησιάζει σιγά σιγά. Τώρα τα παιδιά είναι μακριά και παίζουν με μια μπάλα. Φωνάζουν, τρέχουν όλα μαζί, κυνηγούν την μπάλα τους. Η παραλία είναι άδεια, οι λουόμενοι έχουν αποσυρθεί για να προετοιμαστούν για το βράδυ. Όλα φυσούν τον αέρα της ελευθερίας. Όλα μοιάζουν τοποθετημένα στη σωστή τους θέση.

Ήταν απλό. Σηκώθηκε από την θέση της ανάλαφρα. Τα χέρια της ξεκούμπωσαν το σορτσάκι της. Το σορτσάκι έπεσε στα πόδια της. Ύστερα έβγαλε την κιλότα της. Κι ύστερα το τιραντέ μπλουζάκι της με το ναυτικό σχέδιο και την άγκυρα κεντημένη στο δεξί στήθος. Έμεινε ολόγυμνη. Κανείς δεν την είχε δει. Κανείς δεν πρόσεξε πως στην άκρη της παραλίας μια κοπέλα γυμνωνόταν. Προχώρησε ήρεμα μπροστά κι έκανε ακριβώς αυτό που είχε δει τον εαυτό της να κάνει. Έφτασε μπροστά στα κύματα. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε ένα ελαφρύ αεράκι. Αν ήταν πουλί και άνοιγε τώρα τα φτερά του, θα πέταγε. Θα γινόταν ένα αλμπατρός με τεράστια φτερά απλωμένα δεξιά και αριστερά της και θα έπαιρνε τον δρόμο των κυμάτων. Όμως αυτή δεν ήταν πουλί. Το σώμα της είχε μια βαρύτητα που την κράταγε δεμένη με το έδαφος. Μια βαρύτητα όμοια με αιχμαλωσία. Έκανε ένα βήμα προς τη θάλασσα, κι ύστερα κι άλλο ένα, κι ύστερα κι άλλο ένα. Τα πόδια της βρέθηκαν μέσα στο νερό, ακουμπώντας στην μαλακιά άμμο της παραλίας. Το νερό ήταν ζεστό ακόμα. Προχώρησε κι άλλο. Το νερό έφτασε τα γόνατά της. Ένιωσε ένα γλυκό ρίγος ανάμεσα στα πόδια της καθώς προχώραγε, ενόσω το νερό ρούφαγε σιγά σιγά τα γόνατά της κι ύστερα τα μπούτια της. Κάποτε έφτασε να βραχεί και το εφηβαίο της. Αλλά η πιο γλυκιά αίσθηση ήταν όταν βράχηκε η κοιλιά της. Κι ύστερα η μέση. Το στήθος της επέπλεε ακόμα πάνω από το νερό. Πήρε λίγο νερό με τις χούφτες της και έβρεξε τα στήθη της. Τα δάχτυλα της περιπλανήθηκαν πάνω στο στέρνο της. Οι άκρες των μαλλιών της ήδη επέπλεαν μέσα στο νερό όπως τα φύκια. Είδε τον εαυτό της απο ψηλά. Αν είχε έναν καθρέφτη, υπέθεσε πως θα έβλεπε κάτι που θα της άρεσε. Ξαφνικά ένιωσε μια επιθυμία να κοιτάξει πίσω της. Γύρισε διστακτικά το πρόσωπο της και κοίταξε την άδεια παραλία. Είδε τον εαυτό της καθισμένο εκεί που ήταν πριν δέκα λεπτά να την κοιτάει ήρεμα, με το στόμα ακουμπισμένο πάνω στο πρόσωπο, σκεφτικό αλλά ήρεμο. Ύστερα κοίταξε γύρω απο τον εαυτό της. Δεν υπήρχε τίποτα. Δάκρυα ανέβηκαν ξαφνικά στα μάτια της και ένας ατέλειωτος λυγμός την έπνιξε. Άρχισε να κλαίει. Έβαλε το πρόσωπό μέσα στα χέρια της και ξέσπασε σε ένα βαθύ αναφιλητό, όπως τότε που ήταν παιδί και έσκιζε τα γόνατά της. Τα δάκρυά της ενώθηκαν με τις σταγόνες της θάλασσας. Το στόμα της γέμισε με την αλμύρα τους. Κι ύστερα γύρισε μπροστά. Έδωσε μια ώθηση και έπεσε στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει μπροστά γρήγορα με βαθιές απλωτές. Το σκοτάδι είχε πέσει προς τα εκεί που κολύμπαγε.

Όταν ο άνδρας της έφτασε ιδρωμένος στην παραλία είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες. Εκεί δεν υπήρχε κανείς. Περπάταγε αγκομαχώντας, ψάχνοντας να βρει κάποιον να ρωτήσει μήπως την είχαν δει. Τα παιδιά είχαν φύγει απο την παραλία. Όσους είχε ρωτήσει, κανείς δεν την είχε δει μέχρι τώρα. Σαν να ήταν η γυναίκα του ένα αόρατο φάντασμα που είχε περάσει ανάμεσά τους. Κι όμως του είχε πει οτί θα κατέβαινε στην παραλία για να κάνει μια μικρή βόλτα. Αλλά κανένας δεν την είχε δει. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει και σχημάτιζε σταγόνες πάνω στο μέτωπό του αλλά τα χέρια του ήταν μουδιασμένα, όπως και τα πόδια του. Περπατούσε αγκομαχώντας, ψάχνοντας ένα δείγμα απο την παρουσία της. Κάποια στιγμή στην άκρη της παραλίας ξεχώρισε κάτι που έμοιαζε με ρούχα. Έτρεξε προς τα κει κι όταν έφτασε, σήκωσε απο την άμμο τα ρούχα της: το σορτσάκι της, το μπλουζάκι της και την κιλότα της. Πιο δίπλα ήταν ακουμπισμένα τα παντοφλέ τακούνια της. Η καρδιά του βρόντηξε πάνω στο στήθος του. Κοίταξε αμέσως προς το μέρος της θάλασσας, προς τη πλευρά του ορίζοντα. Ωστόσο δεν είδε τίποτα. Μάζεψε τα πράγματά της κι άρχισε να τρέχει σαν τρελλός. Στα πνευμόνια του δεν είχε μείνει οξυγόνο. Πήρε τον δρόμο που είχε διανύσει προς τα πίσω, λες και ήταν υποχρεωτικό. Τρέχοντας μες το σκοτάδι, κάποια στιγμή είδε στο βάθος της θάλασσας ένα ψαράδικο να κατευθύνεται προς τα έξω. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του, φωνάζοντας στους ψαράδες να σταματήσουν. Οι ψαράδες τον είδαν και άλλαξαν την ρώτα τους προκειμένου να πάνε προς το μέρος αυτού του περίεργου άνδρα με τα ρούχα και τα γυναικεία παπούτσια στο χέρι, που φώναζε σαν τρελλός. Αυτός βούτηξε με τα ρούχα μέσα στη θάλασσα λες και θα κέρδιζε χρόνο. Ο άνθρωπος και η βάρκα κάποια στιγμή συναντήθηκαν. Ο άνθρωπος άρχισε να λεει κάτι κι οι ψαράδες τον ανέβασαν με γρήγορες κινήσεις πάνω στην βάρκα. Έβαλαν τη μηχανή τους στο φουλ και κίνησαν προς τα μέσα. Η βάρκα έσκισε στην μέση την μικρή φωτεινή λωρίδα της σελήνης που καθρεφτιζόταν πάνω στο νερό. Σύντομα έγινε μια μικρή μαύρη κουκίδα στο φως της νύχτας.

~ * ~

Τον βρήκε να κάθεται στο μπαλκόνι, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της έναστρης νύχτας. Ο καπνός απο το τσιγάρο του έφτιαχνε σχήματα πάνω απο το χαμηλωμένο περίγραμμα του προσώπου του. Είχε βγάλει τα γυαλιά του και είχε την πλάτη του στραμμένη στην πόρτα που άνοιξε.

Στάθηκε πίσω του ενώ σταγόνες αλμύρας έτρεχαν ακόμα απο πάνω της. Αυτός δεν γύρισε να την κοιτάξει. Έδειξε μόνο να αναγνωρίζει την είσοδό της στο δωμάτιο.Παρατήρησε την ελαφριά του κίνηση προς τον αμυδρό θόρυβο της εισόδου της. Απο πίσω έμοιαζε με πλάσμα που κειτόταν σχεδόν νεκρό. Το μόνο σημάδι πως τίποτα δεν είχε αλλάξει ήταν το ουίσκι σε ένα ποτήρι δίπλα του. Το νερό που έτρεχε απο πάνω της,σχημάτιζε μικροσκοπικές λιμνούλες γύρω απο τα ανυπόδητα πόδια της. Στάθηκε για λίγο πίσω του χωρίς να αναπνέει, σα ζώο που απο μακριά οσμίζονταν τις προθέσεις ενός άλλου. Ύστερα η κοπέλα πήγε στο μπάνιο και πήρε μια πετσέτα για να σκουπίσει λίγο τα βρεγμένα μαλλιά της. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί κι ύστερα βγήκε πάλι και πήγε και κάθισε στην άκρη του κρεββατιού, μην έχοντας τι να κάνει με τα χέρια της, αφήνοντάς τα να κρεμαστούν σαν κουπιά απο πάνω της. Ανυπεράσπιστη εντελώς, ήταν σα να παραδινόταν στη μοίρα της.

Δε μίλησαν για πολύ ώρα. Απο αμηχανία περισσότερο αυτή άναψε ένα τσιγάρο. Το κάπνισε μέχρι το τέλος ήρεμη, χωρίς να κουβεντιάσει. Αποφάσισε αυτός να πει την πρώτη κουβέντα.

- Νόμιζα πως δε θα γύριζες, της είπε με έναν πολύ απλό τόνο.

- Σου είχα πει πως θα πάω μια βόλτα κάτω στην παραλία. Ήταν πολύ όμορφα και αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο τελικά, του απάντησε απλά.

Δεν τολμούσε να την κοιτάξει. Ήξερε πως τα μάτια της έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, από πίσω του.

- Είναι καμμιά φορά τόσο επικίνδυνα εκεί έξω, μονολόγησε αυτός.

- Δεν γύρισα για αυτό, του απάντησε μετά απο λίγα δευτερόλεπτα σκέψης. Έμεινε κι αυτός να αφουγκράζεται το σκοτάδι που τους χώριζε. Ύστερα μίλησε.

- Θα ήθελα να σε αγγίξω. Γύρισε να την κοιτάξει. Ένιωσε τον δισταγμό της και έμεινε στην θέση του.

- Δεν είναι αλήθεια, αποφάσισε να του πει μερικά δευτερόλεπτα μετά.

- Δεν υπάρχει αλήθεια, της είπε. Υπάρχεις εσύ εδώ, κι εγώ. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν ακριβώς όπως τό πε. Μόνο οι δυό τους εκεί και ανάμεσα τους όλος ο κόσμος. Ήταν φριχτό. Η μοναξιά με τον άλλον απέναντι τους πάγωνε τα μέλη.

- Είμαστε ψέμα, είπε αυτή απότομα, σα για να διαλύσει μια εξουθενωτική σιωπή. Ένιωθε τα δόντια της σφιγμένα, μπορούσε να ακούσει το κροτάλισμα τους μέσα στο δωμάτιο. Την κοίταξε βαθιά αυτή τη φορά, δίχως φόβο. Τα μάτια του έσταζαν ικεσία στο πάτωμα. Γύρεψε κάτι απο μέσα του κάτι να αρπαχτεί.Δεν υπήρχε τίποτα. Άκουσε τότε ένα βαλς που ακουγόταν αμυδρά από την αίθουσα χορού του ξενοδοχείου. Φαντάστηκε τα ζευγάρια που χόρευαν κάτω και μέσα σε αυτά τα ζευγάρια είδε τον εαυτό του να χορεύει ανέμελα μαζί της. Την είδε να γελάει. Δεν του ήταν ανέγνωρο αυτό το γέλιο. Τώρα όμως αυτό το γέλιο δεν ήταν εδώ.

- Θες να χορέψουμε; τη ρώτησε πάνω στην απόγνωσή του, σκάζοντας ένα γέλιο, σαν να χλεύαζε τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή δεν απάντησε.

- Σκέψου, της είπε χαμογελώντας, ενώ έφερε τα χέρια του μπροστά στο στόμα του, σαν να επρόκειτο να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση που χρειαζόταν περίσκεψη.

- Τι; Να σκεφτώ; Τι; Έκανε αυτή σα να μην άκουσε καλά.

- Να σκεφτείς πως τώρα μπορείς να φύγεις. Ή μπορούμε να πάμε κάτω να χορέψουμε.

- Και να κάνουμε σα να μη συμβαίνει τίποτα;

- Δεν συμβαίνει τίποτα όταν θέλω να σε κρατήσω; Αυτή σφίχτηκε να μην απαντήσει. Κοίταξε προς τον ορίζοντα της νύχτας που πλέον κάλυπτε τα πάντα.

- Δεν μας ανήκει τίποτα πλέον, κατάφερε να του πει. Πήγε κοντά του και πήρε το τσιγάρο του. Βγήκε μπροστά του με την πλάτη της. Κάπνισε ήρεμα. Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή του μπαλκονιού. Όταν γύρισε να τον κοίταξει, στα μάτια της έκαιγαν φωτιές.

- Πρέπει κάπως να φύγω, είπε σκίζοντας τη νύχτα στη μέση.

- Ω Θεέ μου, είσαι πιο όμορφη όταν πονάς, της είπε αυτός αφήνοντας ένα πικρό γέλιο να πέσει ανάμεσά τους. Ποιος απο τους δύο είχε μιλήσει πρώτος;

- Το ξέρω, είπε αυτή και ξαφνικά γέλασε. Είχαν μιλήσει μαζί αυθόρμητα. Αν είχαν κι οι δύο στα χέρια τους όπλα, θα είχαν πυροβολήσει μαζί ο ένας τον άλλο, σκέφτηκε. Τι θα λεγε κανείς αν μας άκουγε τώρα; του είπε στη συνέχεια.

- Δεν ξέρω, της απάντησε. Το θέμα είναι πως δεν μας ακούει κανείς. Κανείς δεν είναι εδώ μαζί μας, της είπε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Της έτεινε το χέρι του και αυτή ανταποκρίθηκε. Αυτός την αγκάλιασε και αυτή αφέθηκε στην αγκαλιά του.

- Ξέρεις, του είπε κουλουριασμένη στο στήθος του. Είναι χρόνια που έχουμε στοιχειώσει στο μυαλό μας σαν άλλοι απο αυτούς που είμαστε.

- Το ξέρω μωρό μου. Σώπα τώρα.

- Ναι. Και δεν ξέρουμε ούτε πως να βρεθούμε, ούτε πως να φύγουμε. Αυτός την έσφιξε πιο βαθιά.

- Αργήσαμε, του φώναξε ικετευτικά μέσα στα κλάματά της.

- Ας μείνουμε εδώ μαζί, τουλάχιστον τώρα, της απάντησε.

- Με μισείς, του είπε ανησυχώντας.

- Σε μισώ πράγματι, της απάντησε.

- Το ξέρω, του είπε. Γέλασαν κι οι δύο ανάμεσά στα δάκρυα τους. Έμειναν για λίγο σφιχταγκαλιασμένοι ώσπου πάλι μίλησε αυτή.

- Πάμε κάτω; Θέλω να χορέψω.

- Ναι, απάντησε αυτός. Θα σου το έλεγα, πρόσθεσε. Την αγκάλιασε απο τους ώμους και την έσυρε έξω απο το δωμάτιο.

Βγαίνοντας απο το δωμάτιο θυμήθηκε να κλείσει το φως. Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω τους. Πιο αργά μέσα στη νύχτα θα έκλεινε πάλι πίσω τους, όταν επέστρεφαν για να μπουν πάλι μέσα στη σιγαλιά της ένωσης τους. Θα ήταν μεγαλύτερος απο ποτέ εκείνο το βράδυ, τόσο πολύ που δεν θα χώραγε μέσα της. Με τα μάτια του θα την έπαιρνε και αυτός μέσα του. Για λίγο μόνο θα ξέχναγαν ευτυχώς πάλι τα πάντα.

The hours ή τι μπορεί να συμβεί όταν ακούτε Philip Glass

Σαν χθες πριν από 71 έτη γεννήθηκε ο αγαπημένος μου συνθέτης, Philip Glass. Η παρακάτω ιστοριούλα γράφτηκε πριν πολλά χρόνια, ενόσω άκουγα την μουσική επένδυση της ταινίας Hours, της οποία είναι ο δημιουργός.

Οφείλουμε να αποδίδουμε ευχαριστίες στις εμπράγματες μούσες μας, νομίζω. Χωρίς αυτές, ό,τι δημιουργείται είναι απλώς ανέφικτο. Πρέπει να πω λοιπόν πως χρωστώ την όποια έμπνευσή μου σε αυτόν που έγραψε την μουσική αλλά και σε αυτόν που μου την έμαθε. Ευχαριστίες κυρίως γιατί η όποια έμπνευση χρειάζεται ένα πρόσχημα.





Something she has to do…

Ετοιμάζω ταξίδι. Άνοιξα μια μέρα μια παλιά βαλίτσα θέλοντας να βγάλω από εκεί την μεγάλη απόφαση. Και μύρισα τον κλειδωμένο αέρα της φυγής μου. Θα φύγω για πάντα απο εδώ, σκέφτηκα, χαϊδεύοντας το εσωτερικό κενό της. Όλα αυτά μοιάζουν ακαθόριστα με θολή ανάμνηση ενός παιδικού ονείρου που τώρα γίνεται πραγματικότητα, ένα deja-vu που σαν σημαδάκι απο το μέλλον, έρχεται να με βρει. Εγκαταλείπω τα πάντα, σκέφτομαι και κλείνω ηδονικά τα μάτια. Έχω σχεδόν φτάσει στην πραγματοποίηση του σχεδίου μου. Στην αρχή νόμισα πως δεν θα ήταν εύκολο αλλά τελικά αποδείχθηκε παιχνιδάκι. Με την ψυχρότητα ενός έμπειρου εκτελεστή, βάλθηκα να πυροβολώ το παρελθόν μου και σε δέκα μέρες περίπου κατάφερα να εξαφανίσω ότι έχτισα τα τελευταία δέκα χρόνια με κόπους και θυσίες: παραιτήθηκα απο την δουλειά, πούλησα το σπίτι μου, τακτοποίησα τις τελευταίες μου οικονομικές υποχρεώσεις και βάλθηκα να πασχίζω να γεμίσω τούτη δω την παλιά βαλίτσα με τη χάρτινη εσωτερική επένδυση. Κατεύθυνση άγνωστη. Μπαγκάζι μόνον ένα, αυτός είναι και ο όρος. Δεν είμαι πρωτάρα της φυγής. Το έχει ξανακάνει μα ήμουν πολύ νεαρή τότε, ανήλικη σχεδόν και πάνω στην τρέλα μου φοβήθηκα τόση ελευθερία. Γρήγορα γύρισα και έβγαλα ρίζες. Χώθηκα όπου μπορούσε. Δουλειές, σχέσεις, υποχρεώσεις, παρέες. Όμως τώρα ετοιμάζω ταξίδι. Αφήνω πίσω τα έτοιμα κι ακούω απο τώρα τα βήματα μου να φεύγουν κλείνοντας την πόρτα.

Έχοντας χαρίσει όλα μου τα υπάρχοντα γύρω γύρω, τα σιντι στους φίλους μου και τα βιβλία μου στην τοπική βιβλιοθήκη, τα ρούχα μου στην μικρή μου αδερφή και τα φυτά μου στην μεγάλη, αισθάνομαι πως τίποτα δεν πήγε χαμένο. Όλα δόθηκαν εκεί που θα εκτιμηθούν και θα φροντιστούν. Ακόμα κι η γάτα μου βρήκε σπίτι, αυτό της σπιτονοικοκυράς μου, η οποία με χαρά δέχθηκε να την υιοθετήσει. Έτσι λοιπόν αισθάνομαι ανάλαφρη. Έχουν μείνει τελευταία τα έπιπλα, τα οποία όμως κι αυτά σύντομα θα παραδοθούν στον παλιατζή. Ξέρω πως η μεγαλύτερη μου αμαρτία είναι αυτά τα πολύτιμα, παλιά έπιπλα που με τόση επιπολαιότητα, ασυνήθιστη για την ιδιοσυγκρασία μου, σχεδόν χαρίζω στο παλαιοπωλείο του. Όμως αλλιώς δεν γίνεται. Πρέπει να αφήσω πίσω ακόμα και τα πιο βαρύτιμα αντικείμενα που με κρατούν δέσμια στο εδώ και στο τώρα.

An unwelcome friend…

Πριν απο λίγες μέρες έκανα το ξεκαθάρισμα του γραφείου μου. Τα περισσότερα χαρτιά ήταν για πέταμα. Επρόκειτο για κάτι παλιούς λογαριασμούς που τους κρατούσα σε περίπτωση που μου ζητηθούν, τους οποίους παρέδωσα στον δικηγόρο μου που αναλαμβάνει να κλείσει ότι εκκρεμότητες προκύψουν, όταν πλέον εγώ θα είμαι μακριά και τα οποία θα διευθετηθούν μέσα απο τις τελευταίες μας τηλεφωνικές επικοινωνίες. Πέταξα επίσης όλες τις συνταγές μαγειρικής που είχα φυλαγμένες, καθώς και όλο το άλλο χαρτομάνι, αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, κάρτες που κρατούσα από μέρη που είχα επισκεφθεί, άρθρα και περιοδικά που με ενδιέφεραν για να ανατρέχω, όλα αυτά τα μικρά σουβενίρ που μου θύμιζαν πως όλο το παρελθόν μου τελικά ήταν όλο καταγεγραμμένο κομμάτι κομμάτι, μέσα στο μεγάλο σκαλιστό μου γραφείο.

Ανασκαλεύοντας το συρφετό που αποκαλούσα αρχείο μου, έπεσα πάνω στην φωτογραφία σου. Νόμιζα πως την είχα χάσει αλλά αυτή εμφανίστηκε αίφνης μπροστά μου, κρυμμένη σε ένα μικρό ντοσιέ με επιλεγμένα λογοτεχνικά κείμενα. Εκεί λοιπόν που είχα πάρει φόρα και ξεσκάρταρα, για να καταλήξω να κρατήσω αυτά που θεωρούσα απολύτως σημαντικά για το ταξίδι μου, έπεσα πάνω της. Πήρα την φωτογραφία στα χέρια μου και την κράτησα καλά, θέλοντας να σιγουρευτώ πως δεν επρόκειτο για κάποια παραπλανητική αντανάκλαση της μνήμης μου που πάλευε να κλείσει τις τελευταίες της ρωγμές.

Θαρρώ με τις φωτογραφίες παίρνει σχήμα το συναίσθημα και στέκεται απέναντί μας ολοκληρωμένο, ώριμο να μας αντιμετωπίσει. Ώστε κάποτε υπήρξες λοιπόν, ήταν η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που μου ήρθε. Κάποτε ενώθηκαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, τα μέλη του κορμιού σου και έγιναν φωτογραφία. Κι είναι παράλογο να αισθάνομαι σάμπως όλα τα σημεία που απαρτίζουν ένα ανθρώπινο ον, σαν ένα γκροτέσκο παζλ αποτελούμενο απο εικόνες ανθρώπινων μελών, να μαζεύτηκαν από μια διαβολική σύμπτωση, επίτηδες σε μια στιγμή, για να ενωθεί το περίγραμμα τους πάνω σε αυτό το γυαλιστερό χαρτί που κρατώ τώρα σφιχτά στα χέρια μου. Όλη η ύπαρξη του ανθρώπου για ένα φωτογραφικό ενσταντανέ? Γελώ με τον εαυτό μου όταν η λογική μου με αποδοκιμάζει. Τα αισθήματα του ανθρώπου είναι εγωιστικά τις περισσότερες φορές κι είναι κι η φαντασία ευεπίφορη σε μια κάποια ματαιοδοξία. Μα την αλήθεια μου όμως, τώρα δα αισθάνομαι πως όλα υπήρξαν για μια φωτογραφία.

Vanessa and the changelings…

Η φωτογραφία αυτή μου είχε σταλεί τότε που είχε πρωτοξεκινήσεις να ταξιδεύεις. Την είχα λάβει στο ταχυδρομείο μου μαζί με το ολιγόλογο γράμμα σου που με ενημέρωνε πως όλα τελικά πήγαιναν καλά, διαβεβαιώνοντας με πως είχα δίκιο όταν σε παρότρυνα να μην ανησυχείς και να είσαι αισιόδοξος. Είχε φθάσει σε ένα ταλαιπωρημένο κίτρινο φάκελο, ο οποίος σχεδόν φωσφόριζε πάνω στο γραφείο μου στην δουλειά, οπού είχε προσεκτικά τοποθετηθεί η αλληλογραφία μου. Εκείνο το πρωί έβρεχε καταρρακτωδώς και έσταζα μπαίνοντας στο γραφείο. Είδα τον φάκελο απο την πρώτη στιγμή που μπήκα στην μεγάλη αίθουσα με τους υπολογιστές και τα καλώδια, και κατάλαβα αμέσως, σαν από διαίσθηση, ποιος ήταν ο μακρινός του αποστολέας. Πήρα τον φάκελο στα χέρια μου και ασυναίσθητα χάιδεψα μέσα στην παλάμη μου την αλμύρα που είχε ρουφήξει το χαρτί που τύλιγε το περιεχόμενο με το μήνυμα σου, περνώντας ωκεανούς και ωκεανούς για να μου παραδοθεί. Ακούμπησα τα πράγματά μου στην άκρη και κάθισα στην καρέκλα μου απότομα. Έμεινα για κάμποση ώρα μετέωρη, μη μπορώντας να διαλέξω το συναίσθημα που προς στιγμήν με τρόμαζε. Αμέσως μετά όμως αποφάσισα να μην χασομερώ άλλο και να αδράξω επιτέλους τα νέα σου που τα αισθανόμουν κιόλας χαρμόσυνα. Άνοιξα το φάκελο με επαγγελματική προσοχή και ανέσυρα την φωτογραφία που μου είχες στείλει, την οποία τώρα δα κρατώ στα χέρια μου. Ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σαν αυτές που συνήθιζες να βγάζεις με την επαγγελματική σου κάμερα. Μόνο που αυτή τη φορά το μοντέλο ήσουν εσύ. Εξεπλάγην. Πρώτη φορά σε έβλεπα σε φωτογραφία. Θυμόμουν πως συνήθως αρνιόσουν να σε βγάζουν φωτογραφίες. Ήθελες πάντα εσύ να είσαι η ματιά και οι άλλοι να παίζουν με το βλέμμα σου. Ήθελες πάντα εσύ να αποφασίζεις για το κάδρο, για το φόντο, για τα χρώματα. Θυμόμουν πολύ καλά τις θυσίες που έκανες προκειμένου να βγάλεις την σωστή φωτογραφία, το σωστό τοπίο, την σωστή ώρα. Θυμόμουν επίσης πολύ καλά τα αντικείμενα που συνήθιζες να τραβάς και που αποτελούσαν τα αγαπημένα σου θέματα. Συνήθως όλα είχαν αυτή την μοναξιά που είχες τώρα δα εσύ ο ίδιος σε αυτή την φωτογραφία. Μόνο που τότε δεν καταλάβαινα πως πίσω από το ατέλειωτο κυνηγητό που έστηνες για την βέλτιστο αποτέλεσμα της εικόνας, κρυβόταν ένας ατέρμονος πόθος να απαθανατίσεις αυτή την μοναχικότητα που τώρα δα αντίκριζα εγώ σε εσένα, τόσο μακριά στον χώρο και στον χρόνο. Και να λοιπόν που ο χρόνος επιβάλλεται και στους καλύτερους ανταγωνιστές του. Κάποτε εσύ με την κάμερα όριζες χρόνο και τόπο: μια μοναχική παραλία από βότσαλα, τραβηγμένη ευρυγωνικά, για να αποτυπώνεται η ελαφριά καμπύλη των συννέφων, ώρα περασμένη. Και ζούσες την ζωή σου σαν να ξεδιάλεγες μέσα απο το συρφετό τις εικόνες της, κομμάτι κομμάτι. Κι ήταν ο βίος σου η συρραφή των φωτογραφιών σου και τίποτα πέρα απο αυτό δεν σε άγγιζε, ημί μόνο αυτό που γίνονταν αντικείμενο του φωτογραφικού σου βλέμματος. Κι έμαθα κι εγώ σιγά σιγά να βλέπω την ζωή μέσα απο τα δικά σου μάτια, να κοιτώ γύρω μου και να αναρωτιέμαι τελικά τι θα μπορούσε να αποκτήσει το ενδιαφέρον σου. Έγινες άθελά ο κρυφός σκηνοθέτης της ζωής μου.


Είναι περίεργο αλλά τοποθετώ την φωτογραφία σου στην κορυφή του σεκρετέρ μου, μαζί με την μικρή συλλογή από μινιατούρες. Πρόκειται για αντικείμενα τα οποίο εφευρέθηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Ένα αεροπλάνο, μια ατμομηχανή, μια ζυγαριά, μια λάμπα λαδιού και η camera οbscura δίπλα στην φωτογραφία σου, αποτελούν τον μικρό μου θησαυρό.

Why does someone has to die….

Θυμάμαι συνειρμικά την πρώτη φορά που σε συνάντησα. Ψάχνοντας αφορμή για να με γνωρίσεις, μου πες εύθυμα, πως στις προηγούμενες ζωές μας μάλλον είχαμε συναντηθεί και πάλι, γιατί κάτι σου θύμιζα. Να φταίει αυτή η τάση μου για αναπόληση, αυτό το δισάκι νοσταλγίας που κουβαλώ στις διαδρομές μου που με κάποιον εξαιρετικό τρόπο διέκρινε η διαίσθησή σου? Σε τούτη την ζωή όμως είχαμε συναντηθεί σε εκείνο το παλαιοπωλείο, ενώ εσύ αγόραζες μια παλιά ρώσικη κάμερα που εποφθαλμιούσες καιρό όπως μου είπε αργότερα, κι εγώ αγόραζα παλιές φωτογραφίες για την συλλογή μου. Μου είχες προτείνει να πιούμε καφέ στο κοντινό καφενείο και είχα δεχθεί με χαρά να βγω μαζί σου. Είχες έναν ενθουσιασμό εντελώς μεταδοτικό και ήσουν τόσο αυθόρμητος μαζί μου που άρχισα να σκέφτομαι μήπως δεν ήταν και τόσο αστείο αυτό που είπες για τις προηγούμενες ζωές μας. Ήταν μια ανόητη συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας από εκείνες που καταλήγουν πολύ γρήγορα στο στρώμα του σπιτιού ενός απο τους δύο. Καθίσαμε στο τραπέζι του καφενείου γελώντας, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εκείνη η ευλογημένη ώρα δεν θα αργούσε να έρθει. Όταν τελειώσαμε τον καφέ μας, με τον αδιάπτωτο ενθουσιασμό της πρώτης γνωριμίας, πήραμε την μηχανή σου για να με γυρίσεις στο σπίτι. Κι αν είχαμε πιει μπύρες, όπως σκεφθήκαμε κάποια στιγμή πριν αποφασίσουμε για το τι θα παραγγείλουμε, θα είχαμε σκοτωθεί απο τα πολλά τα γέλια που κάναμε. Στον γυρισμό όμως μας έτυχε κάτι πιο αναπάντεχο. Έτσι όπως τρέχαμε στην παραλιακή, μπροστά μας ένα αμάξι χτύπησε έναν γέρο άνθρωπο και τον πέταξε στο δρόμο. Το δίχως άλλο σταματήσαμε για να κατεβούμε και να δούμε τι μπορούσαμε να κάνουμε. Ο ενθουσιασμός μας κόπηκε σύρριζα απο το κοφτερό μαχαίρι της μοίρας . Εντελώς αναπάντεχα κι οι δυό μας βρεθήκαμε σκυμμένοι πάνω απο έναν άνθρωπο που αποχαιρετούσε την ζωή. Εκείνος ο άμοιρος γέρος μας κοίταξε και τους δυό στα μάτια σαν να ήμασταν δυό άγγελοι, όχι ψυχοπομποί, αλλά άγγελοι ζωής, εκείνοι που κρατούσαν το λεπτό νήμα της ζωής που ετοιμαζόταν να κοπεί. Το για πάντα έγινε σχεδόν απτό και ο γεράκος ξεψύχησε στα γεμάτα αίματα χέρια σου που μάταια προσπαθούσαν να τον κρατήσουν κοντά μας. Όταν σιγουρεύτηκες πως αυτός ξεψύχησε, σηκώθηκες κι ενώ το ασθενοφόρο έφθανε, έβγαλες την καινούργια παλιά σου κάμερα και τράβηξες τον νεκρό μια φωτογραφία. Ύστερα πήγαμε στο στούντιο σου οπού και την εμφάνισες. Την κρέμασες για να στεγνώσει και με κοίταξες. Περίμενα το βλέμμα σου κι ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες απο την τελευταία φορά που με κοίταξες. Το άδραξα ντροπαλά και φαντάστηκα πως νοερά φωτογράφισες την αγωνία μου με τον τρόπο που κατέγραφες ότι θεωρούσες σημαντικό. Ξέραμε κι οι δύο πια πως μόλις είχε αλλάξει ό,τι στην μοίρα μας, μας είχε φανεί κοινό. Κάτι σαν κοινή αίσθηση ευθύνης κατέβαλλε και τους δυό μας, σαν να είχαμε μείνει κι οι δυό αρφανεμένοι απο κάτι που ήταν μοναδικά δικό μας, κι έπρεπε μαζί να αγωνιστούμε για να το σώσουμε. Έτσι, τελείως απρόσμενα, τα παιδιά που συναντήθηκαν μέσα απο εμάς, για να εξαγοράσουμε λίγες στιγμές ανεμελιάς που τόσο είχαμε ανάγκη, μεγάλωσαν απότομα και αποκαλυφτήκαν οι ενήλικες που επιμελώς είχαμε κρύψει μέχρι εκείνη τη ώρα. Ακριβώς σε αυτό το σημείο νομίζω πως συναντηθήκαμε. Για μένα έγινες άλλος. Είχες μόλις φθάσει.

Στην φωτογραφία που κρατώ φοράς και αυτό το ταλαίπωρο, δερμάτινο μπουφάν που φορούσες όταν σε γνώρισα, εκείνο που σου έλεγα πως μου θυμίζει αεροπόρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι η φωτογραφία, έτσι τσαλακωμένη καθώς είναι, μοιάζει σαν να πέρασε από τα χαρακώματα κάποιας παγκόσμιας σύρραξης ,για να με φθάσει. Έχω αυτή την τάση να βλέπω τα αγαπημένα μου περιγράμματα να αναδύονται μέσα απο την ρομαντική άχλη μιας άλλης εποχής, τότε που και τα πιο απλά επικαλούνταν ανθρώπινο μόχθο, κι οι άνθρωποι αποχωριζόντουσαν ο ένας τον άλλον, όχι από δική τους πρωτοβουλία για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά γιατί οι περιστάσεις τους επιβάλλονταν. Οι περιστάσεις και η μοίρα. Συγχώρα με μα είναι αδύνατη να μην αναμιγνύεται μια δόση εξιδανίκευσης με την αντίληψη μου για τα πράγματα, ειδικά αν μεσολαβεί και τόσος χρόνος απο την τελευταία φορά που μου έστειλες νέα σου.

Dead Things…

Είχα επιμείνει να μην μου στέλνεις νέα σου παρά μόνον ιδιοχείρως. Είχα αρνηθεί οποιαδήποτε πληροφορία μου δινόταν απο πηγή που δεν ήταν απ’ευθείας απο εσένα και μάλιστα τέτοια που να είναι απτή. Είχα εντέχνως αποφύγει τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να μου μεταφέρουν τα νέα σου και είχα ζητήσει γραπτές, όσο το δυνατόν πιο ζωντανές αποδείξεις πως δεν είσαι πλάσμα της φαντασίας μου. Είχες σεβαστεί την επιθυμία μου χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς να ζητήσεις επεξηγήσεις. Θυμάμαι ακόμα και το πως είχες σταθεί προσοχή καθώς σου ανακοίνωνα με ατσαλάκωτη φωνή την επιθυμία μου. Είχες σκύψει αμυδρά το κεφάλι, όχι απο υποταγή αλλά απο υπερηφάνεια. Είχες ρίξει το βλέμμα σου στο πάτωμα κι εγώ άθελα μου κατέγραφα τις κινήσεις σου με την άκρη του ματιού μου. Μιλούσαμε σαν συνωμότες που στέκονται τόσο κοντά μα και τόσο μακριά ωστε να μην γίνει αντιληπτή η κρυφή τους συνεννόηση. Το περίεργο είναι πως κανείς άλλος δεν ήταν εκεί μαζί μας, παρά μόνο εσύ κι εγώ. Εγώ με όλες μου τις δυνάμεις να προσπαθώ να συρρικνώσω αυτό το Εγώ που δεν έλεγε να συμμαζευτεί ποτέ άλλοτε παρά μόνον τότε, καθώς αιφνίδια συνειδητοποιούσε τους περιορισμούς του. Τι απίστευτο. Με τόση απόσταση απο το τότε, με τόσα χιλιόμετρα ζωής ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, κι απο τότε μου έμεινε η συνήθεια να συρρικνώνομαι.

Αλήθεια καλέ μου, σε αυτή τη φωτογραφία που έχω, στέκεσαι με τα χέρια σταυρωμένα γύρω απο το στήθος σου και τα χείλη σου έχουν αυτή την μόνιμη έκφραση ανικανοποίητης λαγνείας που ξεχώριζα από όλους τους ανθρώπους μόνο σε σένα. Φέρνω στη σκέψη μου αυτή την αίσθηση απραγματοποίητου που κρατούσες ανάμεσα στα δόντια σου, τον τρόπο που το δάγκωνες για να μην σου ξεφύγει. Μου ξεφεύγει ένα ανόητο γελάκι σκεπτόμενη τον εαυτό μου να απολαμβάνει τον μόχθο σου να κρατάς μυστικό το πάθος της ζωής που έμοιαζε να πυρακτώνεται στα χείλη σου και να μην περιορίζεται παρά μόνον με τεράστιο αγώνα πειθαρχίας και αυτοπεριορισμού. Γελάω στην θύμηση του ότι με θεωρούσες απειθάρχητη και ατίθαση. Θύμωνες που δεν έκανα ιδιαίτερο κόπο για τίποτα και που δεν έδειχνα να βασανίζομαι απο την τυραννική μανία του πάθους την οποία εσύ μαχόσουν. Σε άφηνα να πιστεύεις ότι ήθελες γιατί κολακευόμουν απο το μπέρδεμά σου μαζί μου, όλες αυτές τις σκέψεις που έκανες με αφορμή εμένα κι έλεγα πως θα επιτρέψω σε αυτό το μυστήριο να υπάρχει για να παρατείνω το μικρό μαρτύριο σου. Ήταν μια ευτελής απόδειξη υπεροχής, ένα στιγμιαίο ρίξιμο ζαριάς στο οποίο φαινομενικά υπερτερούσα. Μα με άφηνες να κλέβω από ευγένεια και από εκτίμηση, ίσως γιατί τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων μπορούν να κρύβουν σαν μέσα από το θαυμαστό ημίψηλο του Μάγου της ζωής, χίλια θαύματα αγάπης και κάθε φορά που αποκαλύπτεις το ένα να έρχεται στην επιφάνεια ένα άλλο και μετά κι άλλο κι άλλο. Μετά απο τόσον καιρό κι ακόμα συνεχίζω να σηκώνω έκπληκτη τα πέπλα σιωπής που κάλυπταν την δική μας ανομολόγητη συνωμοσία, αυτή την αρμονική αφαίρεση εξηγήσεων που μας άφηνε πάντα την αίσθηση πως παίζουμε κι είμαστε ακόμη παιδιά. Οι κανόνες στο παιχνίδι μας ήταν άγραφοι και δεδομένοι και τους γνωρίζαμε πολύ καλά και οι δυό μας. Φαίνεται πως δεν ισχύει για τους πολλούς αυτό και πως μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι εξηγήσεων που ενώ μοιάζει διασκεδαστικό, καταλήγει να τους αφήνει μια γεύση διάψευσης. Διάψευσης τέτοιας που δεν τους αφήνει ποτέ να γίνουν απόλυτα διάφανοι. Το δικό μας παιχνίδι όμως δεν με κούρασε ποτέ. Ήταν λες και είμαστε πάντα μόλις στην αφετηρία..

The poet acts…

Κοιτώ την ασπρόμαυρη φωτογραφία σου, αυτή που με το ζόρι σε τράβηξε κάποιος, προκειμένου να υποκύψεις για μια ακόμη φορά στο κατά την άποψη σου, παιδικό μου καπρίτσιο να θέλω να σε βλέπω σε φωτογραφίες όταν θα είσαι μακριά. Υπέκυψες και άλλη μια φορά, όταν μου έστειλες μια φωτογραφία σου όπου έχεις σκαρφαλώσει περήφανος μια βουνοκορφή, προφανώς για να τραβήξεις μιαν απίστευτη φωτογραφία κάποιου μοναχικού, λιανού δένδρου στην μέση του πουθενά. Αυτές οι φωτογραφίες με τα κλαδιά που υψώνονταν σαν χέρια στον ουρανό, ήταν οι αγαπημένες μου.
Είχα τολμήσει κάποια στιγμή να υπαινιχθώ για το πόσο είχα ερωτευθεί τις φωτογραφίες σου. Είχες τρομάξει προς στιγμήν κι έτσι είχα αποσύρει γρήγορα την ετυμηγορία μου για τα περί έρωτος της τέχνης, συναινώντας στην δική σου ανάγκη να κρατάς καλά τα γκέμια της ζωής σου. Στο είχα πει κάποτε, πίστευα πως μπορείς να γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης. Αλλά με το που αποκάλυψα τον θαυμασμό μου το μετάνιωσα κιόλας. Ήξερα οτί κατά βάθος βασανιζόσουν με την ομορφιά που χανόταν χωρίς να γίνεται αντικείμενο του κάδρου σου. Και το δράμα αυτό συνεχιζόταν παντού στην ζωή σου, έβλεπες τη μαγεία της συνεχώς να χάνεται. Και έμενα να κοιτώ κι εγώ εσένα, να κλέβω στην πραγματικότητα αυτή την ομορφιά της ζωής που μόνο στα δικά σου μάτια γλιστρούσε και ανέκκλητα χανόταν.

Όλη κι όλη μια φωτογραφία σου στολίζει το παρόν μου, πάνω στο ράφι με τις μινιατούρες αντίκες. Έγινες κι εσύ μια μινιατούρα αντίκα, έμβλημα της ζωής που δεν μπόρεσα να υποτάξω, της διαφυγής εκείνης που από την οποία δεν μπόρεσα να ξεφύγω, αθέατος μάρτυρας κι εγώ, όπως κι εσύ, μιας τυραννικής τάσης να εννοώ να μην περιορίζομαι, παιδικό κατάλοιπο μιας καταπιεσμένης προσωπικότητας ενός ασύδοτου παιδιού που εμμόνως κυνηγούσε την δική του θέαση. Και να τώρα τι μου έμεινε: μια φωτογραφία για να θυμάμαι και να ονειρεύομαι την αληθινή ζωή. Κάτι καρτερείς, καθισμένος ήρεμα, σε μια καφετέρια κάπου στον κόσμο, σημασία δεν έχει που. Το που δεν είχε ποτέ σημασία. Ποτέ δεν έδινα σημασία στα ονόματα κι έχω κιόλας ξεχάσει το τοπωνύμιο που είχες αναφέρει στο γράμμα σου, μιλώντας για την φωτογραφία. Νομίζω πως περιφέρομαι στον κόσμο πάσχοντας από έλλειψη αντίληψης του τόπου στον οποίο βρίσκομαι. Άχρηστα καθίστανται τα ταξίδια μου καθότι ποτέ δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Το βλέμμα μου περνά πάνω από τα τοπία χωρίς ποτέ να εστιάζει σε κάτι το συγκεκριμένο. Έτσι μπορεί και να έχω βρεθεί στο μέρος της φωτογραφίας και να μην το θυμάμαι. Σημασία δεν έχει καμμία όμως. Τώρα σκέπτομαι πως θα μπορούσα να είχα βρεθεί δίπλα σου και να μην σε είχα δει προς στιγμήν. Ίσως και να μην με έβλεπες και εσύ. Έχω αλλάξει τόσο πολύ που ίσως να τρόμαζες να με γνωρίσεις. Ίσως και να το φέρνε η μοίρα να βρεθούμε σε κοινή παρέα και να μας σύστηναν. Κι έχω μπροστά μου ξεκάθαρες τις φωτογραφίες της συνάντησής μας, τραβηγμένες απο κάποιον άγνωστο ντετέκτιβ του μυαλού μου, σταλμένες με το ταχυδρομείο χωρίς αποστολέα: Τα καλά κρυμμένα πίσω απο μαύρα γυαλιά, ευγενικά μεταξύ αγνώστων βλέμματα μας, για κάμποση ώρα δεμένα σε μια ασυνήθιστα παρατεταμένη συνάντηση, που μόνον ένα υποψιασμένο μάτι θα μπορούσε να εντοπίσει. Αυστηρά καθισμένοι στις καρέκλες μας, θα παίζαμε αμήχανα με τα κουτιά των τσιγάρων μας, πιστοί στην συνωμοσία που αθέλητα οργανώσαμε. Ακόμα κι αν η τύχη το θελε αλλιώς, εμείς κόντρα να πάμε, παίζοντας με άκρατο εγωισμό τον μοναδικό ρόλο που υπήρξαμε ο ένας για τον άλλον: δύο απόλυτα άγνωστοι. Αγαπημένε μου άγνωστε, εγώ που τόλμησα να ονειρευτώ λίγη εγγύτητα, κλέβω λίγο ακόμα χρόνο για κοιτάξω τις φωτογραφίες της φανταστικής συνάντησής μας, γρήγορα την μια πίσω απο την άλλη, ακούγοντας τα συνεχόμενα κλικ της μηχανής που οπτικοποεί ακατάπαυστα το μαρτύριο μας, δίχως ποτέ να συλλαμβάνει το όλον. Τα χείλη σου να ρουφούν ηδονικά τον καπνό, τα δικά μου χείλη ρυτιδιασμένα απο το σφίξιμο. Στο είχα πει. Ακόμα και αν καταφέρεις να ελέγξεις το βλέμμα σου, θα σου ξεφύγουν τα χείλη. Αυτά δεν συμμορφώνονται σε καμμία επιταγή του ανώτερου νου.

The hours…

Κοιτώ τα γυαλιά που φοράς στην τελευταία φωτογραφία που μου στειλες, εστιάζω στο βλέμμα που κρύβεις. Έχεις ένα αμυδρό τσάκισμα στο μέτωπο, έναν δισταγμό που δεν είχα εντοπίσει ποτέ πριν. Είμαι σίγουρη πως αυτός ο δισταγμός έχει κιόλας βαθύνει, είμαι σίγουρη πως το χάσμα του χρόνου που μεσολάβησε από τα δικά μας ανέμελα χρόνια της αθωότητας έχει κιόλας χωρίσει το μέτωπό σου στα δύο. Είμαι σίγουρη πως τα γυαλιά που τότε φόραγες έχουν χαρακωθεί στην τριβή της καθημερινότητας και πως το γυαλιστερό δερμάτινο μπουφάν σου έχει κιόλας φθαρεί, ανοίγοντας σε διάφορα σημεία. Ίσως κιόλας να το έχεις παραδώσει σε καναν άστεγο, πάνω σε μια στιγμαία τρέλα αποκήρυξης του παρελθόντος και να μην είναι πια δικό σου. Τι κάνεις με τα χέρια σου άραγε πια, αναρωτιέμαι. Τι κάνεις με τις φωτογραφίες σου, τολμώ να απορώ. Τι κάνεις και δεν είσαι πια ο ίδιος, αυτός ο άνθρωπος που κάποτε συνάντησε εμένα, ή ότι τέλος πάντων συνήθιζα να αποκαλώ εμένα? Γιατί τίποτα δεν μοιάζει πια με μένα παρά μόνον αυτή η φθαρμένη φωτογραφία που είσαι εσύ που δεν υπάρχεις πια? Τι να ψάξω εγώ τώρα να βρω?

Τι να κάνω με την φωτογραφία σου;

Escape…


Λίγο μετά την γνωριμία μας, μου ανακοίνωσες πως καιρό σκεφτόσουν να φύγεις απο την χώρα και να πας σε έναν φίλο σου στην Αργεντινή. Θα δούλευες εκεί μαζί του και ύστερα θα έβλεπες τι έκανες. Θα τράβαγες κι εκείνες τις εκπληκτικές φωτογραφίες που ονειρευόσουν. Δεν είχα παρά να σε παροτρύνω, όπως είχα μάθει να κάνω μαζί σου. Φαίνεται πως όταν απο την αρχή θέτεις θεμέλια αξιοπρέπειας στην σχέση σου με τον άλλον, δύσκολα τα παραβαίνεις. Πήγες στην Αργεντινή, έμεινες περίπου ένα εξάμηνο και ύστερα έφυγες. Περιπλανήθηκες για λίγο, πήγες στο Περού ύστερα και φωτογράφισες κι εκείνη την αρχαία πόλη των Ίνκας με το ατέλειωτο όνομα που δεν θυμάμαι, κι ύστερα μπάρκαρες. Ήθελες να ταξιδέψεις παντού μου είπες. Έτσι λάμβανα γράμματά σου από όλα τα πιθανά λιμάνια του κόσμου. Γράμματα και φωτογραφίες. Ατέλειωτα λιμάνια σε φωτογραφίες, μα μόνο δύο δικές σου. Τα γράμματα σου όσο πέρναγε ο καιρός αραίωναν. Δεν σταματούσες ποτέ να μου στέλνεις νέα σου. Μόνο που όσο πέρναγε ο καιρός τα γράμματα σου γίνονταν όλο και περισσότερο ολιγόλογα κι έτσι η επαφή μας χανόταν. Ήταν αδύνατο να κρατήσω την επαφή αυτή εγώ μόνη μου, αδύνατο να μην αισθανθώ το παράπονο πως η δίνη της ζωής σε παρέσυρε μακριά μου. Έτσι λοιπόν στο τελευταίο μου γράμμα, σου έγραψα πως παντρεύτηκα και πως θα ήθελα να σταματήσεις να μου γράφεις απο φόβο να μην δει ο άνδρας μου τα γράμματα. Μάλλον το έλαβες και μάλλον το πίστεψες. Ακόμα κι αν δεν το πίστεψες, δεν κατάλαβες. Κι ούτε που ρώτησες.

Μόνον ένα βράδυ αργά χτύπησε το τηλέφωνο. Κοίταξα στο display και είδα την ένδειξη «out of area». Δεν είχαν κανένα άλλο εκτός της πατρίδας εξόν απο εσένα. Το άφησα να χτυπάει. Χτύπησε ώρα πολύ. Μου φάνηκε πως γρύλλιζε σαν άρρωστο ζώο που αργοπέθαινε. Κι ύστερα σιώπησε.

For your own benefit…

Το πρωί παρέδωσα τα κλειδιά μου στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Μόλις κλείσω την πόρτα δεν θα μπορέσω να την ξανανοίξω, σκέφτηκα. Έχουν μείνει στο σπίτι τα τελευταία έπιπλα, δύο-τρία κομμάτια τα οποία θα πάρει ο παλιατζής με ένα φθηνό αντίτιμο. Μεταξύ αυτών και το γραφείο μου. Πάνω σε αυτό υπάρχει ακόμα η φωτογραφία σου. Κι εγώ κάθομαι στο πάτωμα απέναντι της και σε κοιτώ.

Το κουδούνι της πόρτας χτυπά κι εγώ σηκώνομαι και ανοίγω στα παιδιά του παλαιοπώλη που ήρθαν να παραλάβουν τα έπιπλα. Μπαίνει κι ο παλαιοπώλης και μου δίνει το ποσό που έχουμε συμφωνήσει. Το παίρνω και γυρνώ προς το γραφείο μου. Τα παιδιά είναι ήδη εκεί και λογαριάζουν πως θα το κουβαλήσουν. Ξαφνικά ένας απο τους δύο παίρνει μάτι την φωτογραφία σου. Με κοιτάει με βλέμμα απορημένο και ξέρω πως θα με ρωτήσει. Μόλις ανοίγει το στόμα του, σπεύδω να αποφύγω εξηγήσεις και αρπάζω την φωτογραφία σου. Το γραφείο ελευθερώνεται και τα παιδιά το κουβαλούν. Το σπίτι σιγά σιγά αδειάζει ολότελα. Όταν μεταφέρουν και τις βιβλιοθήκες, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και τους χαιρετώ. Την κλείνω πίσω τους και κοιτάζω πάλι την φωτογραφία σου που έχω ακουμπήσει σε μιαν ακρούλα, στο πάτωμα. Τώρα στο σπίτι είμαι εγώ και η φωτογραφία σου.

Κοιτώ την τηλεφωνική συσκευή που κείτεται στο πάτωμα. Είναι η ώρα να φύγω, σκέπτομαι. Η βαλίτσα μου είναι ήδη στο αυτοκίνητό μου κι όλα είναι στην θέση τους. Εκτός απο σένα. Ξάφνου μέσα μου γεννιέται σφοδρή μια προσευχή. Παρακαλώ να πάρεις τηλέφωνο τώρα. Ξέρω, είναι ανόητο να εύχομαι για κάτι αναπάντεχο. Τώρα είναι αργά για θαύματα. Αν όμως έπαιρνες τώρα τηλέφωνο και αν μου έλεγες που βρίσκεσαι θα ερχόμουν να σε βρω. Φαίνεται ανόητο αλλά από την τελευταία φορά που σε είδα μοιάζει να μην έχει περάσει καθόλου καιρός. Σαν να ήταν μόλις χθες. Μα τι μπέρδεμα, κι αυτό όλο σε μια στιγμή. Τι μεσολάβησε απο την τελευταία φορά που σε είδα, αλήθεια; Όλο τον κόσμο σεργιάνισες, ναι. Και πέρασαν χρόνια. Φορτώθηκες το δισάκι σου με λήθη και έφυγες. Πες μου όμως τι συνέβη από τότε. Πες μου αν αυτή την λήθη την βρήκες εκεί που έπινες γελώντας με τους καινούργιους φίλους σου. Πες μου σε παρακαλώ, γιατί αυτήν θα αναζητήσω κι εγώ.

Πλησιάζω την φωτογραφία σου. Τα βήματα μου πια είναι σχεδόν συγκεκριμένα, σαν να ακολουθώ μια συγκεκριμένη χορογραφία ενός παλιού ταγκό. Τα χαμηλοτάκουνα παπούτσια μου στέκονται δίπλα στην φωτογραφία σου. Σε κοιτώ απο ψηλά. Ωστόσο λυγίζω τα γόνατα και σε παίρνω πάλι στα χέρια μου. Σκέφτομαι πως έχω δύο επιλογές. Ή να κυνηγήσω το τίποτα, όπως είχα αρχικά σχεδιάσει, ξεκινώντας ένα ατέλειωτο ταξίδι χωρίς γυρισμό στην Ευρώπη και αργότερα στην Βόρεια Αφρική μέχρι να δω τι θα κάνω. Ή να κυνηγήσω εσένα. Ξέρω πως μπορώ να σε βρω. Μα φοβάμαι πως δεν θα είσαι πια ο ίδιος, πως θα έχεις αλλάξει και πως δεν θα θέλεις να με ξαναδείς ίσως. Πως δεν θα με αναγνωρίσεις καν.

Τι ανόητο, σκέφτομαι. Είσαι απλώς μια φωτογραφία κι εγώ απλώς σε ονειρεύομαι. Μην ανησυχείς, δεν πήρα στα σοβαρά τούτη μου την σκέψη. Δεν παίρνω στα σοβαρά τίποτα που με κάνει να αισθάνομαι ασήμαντη. Ξέρω τον δρόμο μου. Κι αυτόν θα ακολουθήσω. Τον δρόμο τον δικό μου. Μα φαίνεται μονόδρομος αυτός ο δρόμος. Κι όλα δείχνουν δυνατά εκτός απο σένα. Κι όλα αυτά τα αδύνατα που θα γίνουν δυνατά εξ’ αιτίας σου, πρέπει να βρω αρκεί να μην πέσω απάνω σου. Οπουδήποτε στον κόσμο θα πάω αρκεί να μην έρθω σε εσένα.

Tearing herself away…

Πετώ την φωτογραφία σου στο πάτωμα. Γυρνώ την πλάτη μου και βαδίζω. Ανοίγω την πόρτα και την κλείνω πίσω μου. Η πόρτα είναι πίσω μου πια κλεισμένη, εγώ δεν έχω πια το κλειδί της, κι ήδη κατεβαίνω τις σκάλες ζωηρά, σαν χορεύτρια που βγαίνει στη σκηνή για το νούμερό της. Βγαίνω απο το σπίτι και κατευθύνομαι προς το αμάξι. Κι η φωτογραφία σου μένει πεταμένη στο πάτωμα. Ένα κομμάτι χαρτί γυαλιστερό με λίγο ασπρόμαυρο μελάνι πάνω του, που το μόνο που του μέλλεται είναι να πεταχτεί στα σκουπίδια από τον επόμενο ένοικο του σπιτιού. Μπαίνω στο αμάξι μου. Στο μυαλό μου ακούω πάλι αυτόν τον παράξενο θόρυβο της φωτογραφικής σου μηχανής. Έχω πάλι την αίσθηση πως με φωτογραφίζουν. Βάζω αμέσως μπρος την μηχανή, ασθμαίνοντας.

Έχω πολύ δρόμο να κάνω.