Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

Ατέρμονη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δύο μοναξιές

"Αυτή η αδιαφάνεια δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε πέρα από κάθε αμφιβολία τι σκέφτεται οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Όπως σημείωσα, δεν έχουμε κανέναν σίγουρο τρόπο για να συλλάβουμε τη σκέψου του άλλου. Και πάλι, δίνουμε ελάχιστη προσοχή σε κάτι τόσο τερατώδες. Θα 'πρεπε να μας τρομοκρατεί. Καμιά οικειότητα, καμιά αναλυτική δεινότητα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ή να επαληθεύσει το «διάβασμα της σκέψης. Ούτε η ύπνωση, ούτε οι ψυχιατρικές τεχνικές, ούτε οι «οροί της αλήθειας μπορούν να αποσπάσουν με επαληθεύσιμο τρόπο τις σκέψεις του άλλου. Οι πιο φλογερές εξομολογήσεις του, οι προφορικές και οι γραπτές ένορκες καταθέσεις του, οι απερίφραστες ομολογίες του δεν μπορούν να εκμαιεύσουν το παραμικρό θεμελιώδες, εξασφαλισμένο περιεχόμενο. Μπορεί να εκφράζουν ή να μην εκφράζουν την πιο άδολη πρόθεση, την πιο σκόπιμη αποκάλυψη. Μπορεί να φανερώνουν μισές αλήθειες, δηλαδή κομμάτια απέραντης ειλικρίνειας και αυτοέκθεσης. Μπορεί να κρύβουν ή να μην κρύβουν βιωμένο νόημα είτε in toto είτε εν μέρει. Οι κινήσεις απόκρυψης μπορεί να εκτείνονται από το σκόπιμα ομολογημένο απροκάλυπτο ψέμα ως ολόκληρο το φάσμα αποχρώσεων της αναλήθειας και της αυταπάτης. Οι αποχρώσεις του ψεύδους είναι ανεξάντλητες. Κανένα λέιζερ ανακριτικής προσοχής, κανένα αφτί με οσοδήποτε οξεία ακοή, καμία εξέταση κατ' αντιπαράσταση δεν μπορεί να αποσπάσει τη βεβαιότητα. Και μόνο η ερώτηση: «Τι σκέφτεσαι, τι έχεις στο μυαλό σου;» επιδιώκει απαντήσεις που είναι από μόνες τους πολυεπίπεδες, που έχουν περάσει μέσα από σύνθετα φίλτρα, όσο κι αν δεν το πρόσεξε κανείς.

Εξού και η αστάθεια στις σχέσεις έρωτα και σκέψης. Εξού και η πιθανότητα να είναι μια κάπως θαυματουργή χάρη ο έρωτας ανάμεσα σε σκεπτόμενα όντα. Κάθε άντρας και κάθε γυναίκα, κάθε ενήλικος και κάθε παιδί χρησιμοποιεί μια κατά τους γλωσσολόγους “ιδιόλεκτο», δηλαδή μια προσωπική επιλογή από τη διαθέσιμη γλώσσα με ιδιωτικά, ιδιόρρυθμα, ίσως και αμετάφραστα σημεία, συνυποδηλώσεις και αναφορές, που δεν μπορεί να τις ερμηνεύσει εξολοκλήρου ή με βεβαιότητα ο εταίρος ενός διαλόγου. Προσπαθούμε να μεταφράσουμε ο ένας τον άλλο. Συχνότατα, καταλήγουμε ελαφρώς ή εντελώς λάθος. Ακόμα κι αυτή όμως η επιμέρους ή ελαττωματική κατανόηση κάθε επικοινωνίας μένει στην επιφάνεια. Οι ιδιόλεκτοι της σκέψης, οι ιδιωματισμοί του άρρητου είναι πολύ βαθύτερης και πολύ πιο δύσχρηστης τάξης.

Ακόμα και σε στιγμές και σε πράξεις απολύτως προσωπικές -ίσως πολύ οξύτερα σε τέτοιες στιγμές- οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να αγκαλιάσουν ο ένας τις σκέψεις του άλλου. «Τι σκέφτεσαι, τι σκέφτομαι όταν κάνουμε έρωτα;» Αυτός ο αποκλεισμός καθιστά ασήμαντο, θα μπορούσαμε να πούμε, το πολυθρύλητο σμίξιμο του οργασμού και την περί ταυτοφωνίας ρητορική του. Όπως υπογράμμιζε ο Γκαίτε, αμέτρητοι άντρες και γυναίκες σφίγγουν στην αγκαλιά της σκέψης εραστές τους οποίους θυμούνται, ποθούν ή φαντασιώνονται διαφορετικούς από τους ομόκλινούς τους. Αυτή η γνωστική παρεμβολή, αυτή η νοερή επιφύλαξη, ακούσια ή σκόπιμη, θολή ή έντονη, μπορεί να ηχήσει σαν χλευαστικός αντίλαλος κάτω από τις κραυγές και τους ψιθύρους της έκστασης. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποια βαθύτερη απροσεξία, απουσία, απώθηση ή υποκατάστατη εικόνα αποδομεί το προφανές κείμενο του ερωτικού. Οι πιο κοντινοί, οι πιο ειλικρινείς άνθρωποι παραμένουν ξένοι, λιγότερο ή περισσότερο μεροληπτικοί, λιγότερο ή περισσότερο άδηλοι ο ένας για τον άλλο. Η πράξη του έρωτα είναι και πράξη ηθοποιού. Η αμφισημία είναι σύμφυτη με τη λέξη.

Η σκέψη είναι περισσότερο ευανάγνωστη, λιγότερο συγκαλυμμένη, προπάντων στις εκρήξεις αχαλίνωτης, συμπυκνωμένης ενέργειας. Όπως στον φόβο και στο μίσος. Αυτές οι δυναμικές, ιδιαίτερα τη στιγμή που εκδηλώνονται, δύσκολα νοθεύονται, αν και οι βιρτουόζοι της διπροσωπίας και του αυτοελέγχου μπορεί να πετύχουν μια σχετικά μεγάλη συγκάλυψη.

Τα ζώα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή μας δείχνουν πως οι φόβοι μας αναδίδουν μια ευδιάκριτη οσμή. Ίσως και το μίσος να έχει μυρωδιά. Επιστρατεύοντας όλα τα επίπεδα εγκεφαλικής και ενστικτώδους πίεσης, το μίσος μπορεί να είναι το πιο ζωηρό, το πιο φορτισμένο με νοητικές χειρονομίες. Είναι πιο δυνατό, με μεγαλύτερη συνοχή από την αγάπη (όπως διαισθανόταν ο Μπλέικ). Συχνότατα, βρίσκεται πλησιέστερα στην αλήθεια από οποιαδήποτε άλλη ανακάλυψη του εαυτού. Η άλλη τάξη εμπειρίας της σκέψης όπου σχίζεται ο πέπλος είναι το αυθόρμητο γέλιο. Τη στιγμή που "πιάνουμε" το αστείο ή τυχαίνει να πέσουμε πάνω στο κωμικό θέαμα, η νοοτροπία μας εκτίθεται ολόγυμνη. Προς στιγμήν, δεν υπάρχουν «ωριμότερες σκέψεις». Αυτό όμως το άνοιγμα στον κόσμο και στους άλλους διαρκεί ελάχιστα και έχει τη δυναμική του αθέλητου. Απ' αυτή την άποψη, τα χαμόγελα είναι σχεδόν το αντίθετο του γέλιου. Τον Σαίξπηρ τον ανησυχούσε πάρα πολύ το χαμόγελο των καθαρμάτων.

Εν ολίγοις, το σκάνδαλο παραμένει. Κανένας τελικός φωτισμός, καμία ενσυναίσθηση του έρωτα δεν αποκαλύπτει τον λαβύρινθο της εσωτερικότητας του άλλου. (Άραγε αποτελούν όντως εξαίρεση οι αληθινοί δίδυμοι, με την ιδιωτική τους γλώσσα; ) Εντέλει, η σκέψη μπορεί να μας κάνει ξένους μεταξύ μας. Ακόμα και η πιο έντονη αγάπη, ίσως πιο αδύνατη από το μίσος, είναι ατέρμονη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δυο μοναξιές."

George Steiner, Δέκα (πιαθανοί) λόγοι για την μελαγχολία της σκέψης