Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Εγώ και ο Τσαγκ


Συνέβη πριν 23.000 χρόνια.

Συνάντησα τον Τσαγκ μέσα σε μια αίθουσα κατάμεστη από πλάσματα ζωντανά και περίεργα. Κατέβαινα μια τεράστια σκάλα, πλέοντας μέσα στο σατέν μου φόρεμα που η χλομάδα του έλαμπε, όταν με πρωτοείδε. Από την τεράστια απόσταση που μας χώριζε, πάνω από τα αμέτρητα κεφάλια των παρευρισκομένων που θορυβούσαν, το θρόισμα από το φουστάνι μου ταξίδεψε και έφθασε σε αυτόν. Έτσι με αντιλήφθηκε αρχικά, ως θρόισμα. Θα μπορούσε όμως να είχε προσπεράσει αυτό τον φαρφουριστό ήχο του φουστανιού μου. Διάφοροι παράξενοι θόρυβοι έφταναν στα αυτιά του, νιαουρίσματα, κλαυθμυρισμοί, γέλια που έσπαζαν καθρέφτες, κουβέντες θηλαστικών. Εκείνη την ώρα έπινε ράθυμα ένα ποτό με πορφυρή γεύση, με μια φέτα περγαμόντο ριγμένη άτσαλα στην επιφάνεια του, την οποία και περιεργαζόταν όταν αποφάσισε να σηκώσει το μάτι του, το ένα εκ των δύο, γιατί το άλλο ήταν καλυμμένο με το μαύρο προστατευτικό περίδεμα του πειρατή. Άφησε το ελλιπές βλέμμα του να περιπλανηθεί αδιάφορα στην αίθουσα ώσπου αυτό άρχιζε να αλλάζει χρώματα. Εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα, αλλά έπεσα μέσα στο πεδίο της άσκοπης παρατήρησης ενός ματιού που άλλαζε χρώματα, ένα αστείο που αργότερα έμελλε να πάρω στα σοβαρά. Οφείλω να ομολογήσω οτί το ένστικτο μου, που ξύπναγε σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, εκείνη τη στιγμή δεν λειτούργησε αφού έτρεχα να προλάβω το τραγούδι που έπαιζε. Έπρεπε σύντομα να ξεκινήσω τον χορό αλλιώς θα έχανα την ευκαιρία να πετάξω μαζί με τους άλλους. Όπως συνήθως, βρέθηκα ξεδιάντροπα στη μέση της αίθουσας και ξεκίνησα το ρυθμικό μου λίκνισμα με το κυκλικό κούνημα των φτερών στον αέρα. Σύντομα θα απογειωνόμασταν, όλοι μας στην σειρά σαν σμήνος εράσμιων κύκνων, έτοιμων για το προσωπικό τους πέταγμα. Ήμουν πολύ περήφανη και για τα φτερά μου. Ήταν λεπτά και μακριά, γεμάτα πάλευκα πούπουλα που συνήθως υψώνονταν υπερήφανα γύρω μου και με περιέκλειαν σα σε κορνίζα αγίου, φιλοτεχνημένη από λεπταίσθητο καλλιτέχνη. Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για το δυνατό και σταθερό άρπαγμα που ένιωσα στο χέρι μου. Ήμουν έτοιμη να απογειωθώ κι ίσως μάλιστα να βρισκόμουν ήδη λίγο πάνω από το έδαφος όταν από την γλυκιά μέθη της αυτοσυγκέντρωσης με ξύπνησε η δυνατή λαβή ενός χεριού, όχι πολύ μεγαλύτερου απο το δικό μου αλλά σίγουρα ισχυρότερου.

Γρήγορα βρεθήκαμε μόνοι σε ένα κλειστό, κυκλικό σαλόνι, ένα από τα αμέτρητα, ερμητικά κλειστά στο φως, δωμάτια του σπιτιού. Καθίσαμε στο πάτωμα ακουμπώντας τις πλάτες μας στον τοίχο και σιωπήσαμε. Ο Τσάγκ έσπασε πρώτος την σιωπή όταν έβγαλε από την τσέπη του ένα ματσάκι χόρτο το οποίο τύλιξε επιδέξια μέσα σε τσιγαρόχαρτο, το οποίο σάλιωσε μετά φτιάχνοντας ένα μεγάλο τσιγάρο που μου πρόσφερε. Το ένα τσιγάρο ακολούθησε το άλλο, ήρθαν και άλλοι φίλοι εν τω μεταξύ και σε λίγο γίναμε όλοι μια μικρή, γελαστή βαβούρα. Καθόμουν στο πάτωμα με τα πόδια διπλωμένα στο στήθος μου και χασκογελούσα φλυαρώντας με τους άλλους, κάνοντας ασήμαντα αστεία. Ο Τσαγκ άκουγε προσεκτικά τις αράθυμες κουβέντες και όταν πήρε το λόγο κάποτε, τα γέλια ξαφνικά σταμάτησαν και έπεσε πάλι σιωπή. Δεν θυμάμαι καθόλου για τι πράγμα μιλήσαμε εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι μόνο πως μεταξύ των δυό μας δημιουργήθηκε μια μεγάλη και σκοτεινή γέφυρα οικειότητας έκτοτε. Μια γέφυρα που άρχιζε απο μένα και τέλειωνε σε αυτόν ή που άρχιζε απο αυτόν και τέλειωνε σε μένα και που όλοι οι άλλοι στέκονταν απο κάτω. Κανείς άλλος δεν πρόλαβε να δει πως τα βλέμματα μας, λειψά και σκοτεινά, συναντήθηκαν αρκετές φορές. Θυμάμαι πως ότι πρόλαβαν να παρατηρήσουν οι άλλοι στον Τσαγκ ήταν πως μιλούσε με τα μάτια κλειστά, μουρμουρίζοντας σχεδόν, ψαλμούς καμωμένους απο σκέψεις, σκόρπιες περιγραφές αναμνήσεων, διηγήσεις ονείρων ανάμεικτες με ψιθυρίσματα αγαπημένων τραγουδιών. Θυμάμαι επίσης πως κάποια στιγμή ξάπλωσα εκεί που ήμουν, εξακολουθώντας να κρατώ σφιχταγκαλιασμένα τα πόδια μου. Στο τέλος έγειρα στο πλάι, σε εμβρυϊκή στάση, αλλά και σαν εγκυμονούσα που βαστούσε τα σπλάχνα της. Το ακατάσχετο παραμιλητό του γέμισε την αγκαλιά μου με μωβ σαρκώδη λουλούδια που έβγαιναν μέσα απο την κοιλιά μου. Θα του τα πρόσφερα αλλά θέλησα να τα κρατήσω μυστικά. Και δικά μου. Τα έκρυψα λοιπόν στην αγκαλιά μου για να τα στολίσω στον κήπο μου. Ήταν η πρώτη φορά που κρατούσα κάτι, δικό μου. Συνήθως μοιραζόμουν τα λουλούδια που γεννιόντουσαν απο την κοιλιά μου. Αυτή τη φορά όμως η συνάντηση μου με ένα άλλο πλάσμα με έκανε να ενδοστρέφομαι. Όλα αυτά έλαβαν χώρα όταν ο Τσαγκ συνειδητοποίησε πως δεν έπρεπε να απλώνει το χόρτο του σε μικρή απο μένα απόσταση γιατί, τυφλή καθώς ήμουν απο μέθη αλλά και απο ελαττωματική όραση, όπως και αυτός άλλωστε αλλά για διαφορετικούς λόγους, δεν έβλεπα και συνήθως έριχνα το χόρτο του στα πόδια μου ή στη μούρη των άλλων ζητώντας ανόητα συγνώμη από τον ίδιο που ξεφυσούσε μανιασμένα.

Την άλλη μέρα ο Τσαγκ εμφανίστηκε στις πέτρινες σκάλες του κήπου μου, σκαρφαλωμένος στην κορυφή της κουπαστής. Είχα μόλις γυρίσει απο την πρωινή βόλτα στους ιδιωτικούς μου λαβυρίνθους με τα τριαντάφυλλα και τα άλλα κινούμενα θαύματα. Σάστισα όταν τον είδα στην κορυφή της σκάλας. Παρατήρησα την ξανθιά μπούκλα που κρεμόταν ανάμεσα στα μάτια του και που είχε ήδη στοιχειώσει τις νοσταλγικές μου διαθέσεις. Ξαφνικά άρχισε να πέφτει χιόνι και σύντομα έγιναν όλα λευκά γύρω μας, ακόμα και τα τριαντάφυλλα. Ο Τσαγκ αυτόχρημα μετακόμισε σε ένα απο τα δωμάτια στον πρώτο όροφο του σπιτιού μου. Δεν έμαθα ποτέ σε ποιο απο όλα. Ήξερα μόνον πως στο ταβάνι της κάμαρης μου υπήρχε μια τρύπα κάπου, από όπου ο Τσαγκ σε καθημερινή βάση με κατασκόπευε, ακόμα και όταν έπαιρνα το πρωινό μου. Δεν είχα αποδείξεις για αυτό. Απλώς τον αισθανόμουν. Αργότερα τον έβλεπα από το παράθυρό μου να ασχολείται με την κηπουρική. Προφανώς του άρεσε να καλλωπίζει τον κήπο ή μπορεί και να του άρεσε να τσαπίζει στο χώμα ενόσω εγώ ανακαθρεφτιζόμουν στα άδεια μαύρα μάρμαρα των δωματίων του σπιτιού μου. Όλα τα δωμάτια ήταν τεράστια και για να τα δεις όλα θα έπρεπε να σπαταλήσεις όλη σου την ημέρα σου. Ορισμένες γωνιές ήταν υπερφορτωμένες αλλά απο την μία γωνία των δωματίων μέχρι την άλλη είχα φροντίσει να μεσολαβούν αρκετά μέτρα κενού χώρου για να μπορεί κανείς να βολτάρει ή να χορεύει οποτεδήποτε το θελήσει. Σε καμμια περίπτωση πάντως δεν έπληττα μέσα στο σπίτι μου. Οι μετακινήσεις μου έμοιαζαν με ατέλειωτα κινηματογραφικά μονοπλάνα, ταξίδια ανάμεσα σε ορόφους, σκάλες που ανέβαιναν και τυλίγονταν σε σπείρες και που δεν έφταναν πουθενά, κλειστές πόρτες που άνοιγαν η μια πίσω απο την άλλη συνέχεια, διάφανοι τοίχοι και δωμάτια με πολλαπλούς καθρέφτες. Έτσι έμενα απασχολημένη το περισσότερο του χρόνου μου: Ή θα βολτάριζα στα ατέλειωτα δώματα ή θα χόρευα, ή θα επισκεπτόμουν τους ζωντανούς μου κήπους. Όλα αυτά φυσικά αφού έπαιρνα το πρωινό μου. Με τον Τσαγκ να με παρακολουθεί, είτε μέσα απο την τρύπα είτε απο τον κήπο μου, αισθανόμουν μια διαφορετική αίσθηση ασφάλειας. Όπως με το ρούχο που ρίχνει κανείς πάνω του, ένα φθινοπωρινό απόγευμα.

Στην καινούργια μου αυτή κατάσταση συμβίωσης με τον Τσαγκ έπρεπε να συμβιβαστώ και με άλλες του συνήθειες όπως π.χ. το χόμπι που ήταν η τέχνη της φωτογραφίας. Στην αρχή ενθουσιάστηκε με την συλλογή των λουλουδιών που είχα στα θερμοκήπια μου, από μέρη μακρινά. Ξεκίνησε να τα φωτογραφίζει απο διαφορετικές γωνίες και σύντομα γέμισε το σπίτι με τεράστιες φωτογραφίες τους που θα μπορούσαν να καλύπτουν τους μισούς τοίχους. Ύστερα έφτιαξε ένα δικό του τεράστιο κολάζ απο φωτογραφίες λουλουδιών το οποίο το πέρασε απο ένα ειδικό διάφανο υλικό και το οποίο εν τέλει έστρωσε στο πάτωμα ενός εκ των δωματίων μου όπου και έπειτα με κάλεσε να χορέψουμε πάνω σε αυτά. Κι ήταν τέτοιο το υλικό που ζωντάνευε τα λουλούδια με έναν απίστευτο τρόπο: ήταν λες και επρόκειτο τα λουλούδια μου να ζήσουν μέσα σε ένα στρώμα νερού, κάτω απο το πάτωμα του σπιτιού μου. Βρήκα αυτή την παρέμβαση του στον χώρο μου εξαιρετικά ευφάνταστη αν και ανομολόγητα ενοχλήθηκα που ξαφνικά ένα από τα δωμάτια μου έγινε εκτυφλωτικά φωτεινό και πολύχρωμο.

Μια μέρα ο Τσάγκ ανακάλυψε μέσα στην φωτογραφική του μηχανή εμένα. Τότε ζωντάνεψε ένας γοητευτικός εφιάλτης : ήμουν ήδη αντικείμενο της παρατήρησης του Τσαγκ, εν κρυπτώ και παραβύστω, τώρα έγινα και η επίσημη ασχολία του. Ο Τσαγκ έγινε η δεύτερη σκιά μου και με έβγαζε τόσες φωτογραφίες όσες και οι ανάσες που έπαιρνα για να ζήσω. Στην αρχή πίστεψα πως επρόκειτο περί ενός περαστικού καπρίτσιου του αλλά έκανα λάθος. Οι ώρες μου με τον Τσαγκ γέμισαν απο τον θόρυβο του φωτογραφικού ματιού της παλιάς ρώσικης μηχανής του που ανοιγόκλεινε. Αργότερα ανακάλυψα οτί την μηχανή την είχε ανασύρει απο το πλήθος των αντικών μου. Κάποια στιγμή συνήθισα να πίνω το τσάι μου και να φωτογραφίζομαι. Εκείνο που αργά συνειδητοποίησα ήταν οτί ο Τσαγκ όποτε αποφάσιζε να φωτογραφήσει εμένα, αφαιρούσε το μαύρο περίδεμα του αριστερού του ματιού που μέχρι τότε παρέμενε μόνιμα στο σκοτάδι. Η κάμερα αυτή τη φορά εστίαζε πάνω μου μέσα απο το γυμνό μάτι του. Δεν κατάφερα ποτέ να τον πείσω να με αφήσει να το δω. Όποτε έβγαζε την κάμερα απο πάνω, φρόντιζε να το καλύπτει και πάλι. Το άλλο μάτι του, εκείνο στο οποίο είχα πρόσβαση, ήταν βαθύ μπλε, άλλοτε ανοιχτό γαλάζιο, πάντοτε όμως γεμάτο απο ακτίνες μαύρες, καφέ και πράσινες. Κάποτε το μάτι του γέμιζε με αυτές τις παράξενες ακτίνες και γινόταν σκούρο, σχεδόν μαύρο. Τότε ήταν που τον απέφευγα. Μια μέρα με έπιασε πάλι απο το χέρι σταματώντας με ενώ προσπαθούσα να μην τον κοιτώ. "Άκου" μου ψιθύρισε στο αυτί, κρατώντας με δυνατά, λίγο πριν με πονέσει. "Έχεις δει τα δικά σου μάτια πως γίνονται; Κάποτε γίνονται τόσο διάφανα που δεν σε βλέπω". Νομίζω πως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία μας διαφωνία με τον Τσαγκ. Έκτοτε μάλλον συμβιβαστήκαμε με τις διαφορές μας, κι όχι απλώς συναινετικά. Νομίζω οτί τότε ακριβώς επισφραγίσαμε την μυστική συνενοχή μας στο τίποτα που υπήρξαμε στο παρελθόν και στο εμείς που δημιουργήσαμε μόλις εκείνη τη στιγμή. Τότε ακριβώς όμως απομακρυνθήκαμε κιόλας. Σε μια στιγμή ήρθαμε κοντά και την άλλη αναπηδήσαμε μακριά.

Ένα πρωί καθώς έπινα το τσάι μου στο κρεββάτι μου, συνειδητοποίησα οτί ο Τσαγκ είχε φύγει. Η σκέψη με τάραξε κι έχυσα λιγο τσάι πάνω στο ντεκολτέ μου. Μαζεύτηκα γρήγορα, σκούπισα τα χέρια μου με μια πετσέτα αλλά άφησα μια σταγόνα τρέξει πάνω στο δέρμα μου. Έμεινα ψύχραιμη μέχρι που τελείωσα το πρωινό μου κι ύστερα βγήκα στον κήπο. Ήταν άνοιξη και τα λουλούδια μου οργίαζαν μεταξύ τους. Οι παραδεισένιες αναθυμιάσεις απο τα όργια που έκαναν, με ζάλιζαν και το φως του ήλιου με τύφλωνε. Γύρισα στο σπίτι και αφού διέσχισα όλα τα δωμάτια, πράγμα που μου πήρε όλη την ημέρα, συνειδητοποίησα οτί το βήμα μου το άκουγα μόνον εγώ. Ο Τσαγκ δεν ήταν εκεί να με ακούσει. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και κοιμήθηκα μέχρι το άλλο πρωί όπου και επανέλαβα την ιεροτελεστία της προηγούμενης. Φτάνοντας ξανά το επόμενο βράδυ στο κρεββάτι για άλλον ένα ατέλειωτο ύπνο, συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να κοιμηθώ. ΄Εκτοτε δεν μπορώ να κοιμηθώ εύκολα. Αντ'αυτού τα βράδια ζωγραφίζω μεγάλες ακουαρέλες. Είναι μια καινούργια ασχολία που με απορροφά ολοκληρωτικά. Κάποια στιγμή μάλιστα αποφάσισα να πάρω τις ακουαρέλες μου και να βγω στον κήπο για να ζωγραφίζω εκεί. Έτσι ο φωτογραφικός φακός του Τσαγκ αντικαταστάθηκε από την δική μου ζωγραφική μανία. Αργότερα πήρα τα πινέλα και τα χρώματά μου και βγήκα στο δρόμο. Το αγαπημένο μου σημείο έγινε το λιμάνι, οπού έμαθα να ζωγραφίζω βάρκες και πλοία. Μου φαίνονταν ωραιότερα απο τα λουλούδια μου. Είχαν το χρώμα της φυγής και την σκουριά της απραξίας αφού κανένας δεν τα χρησιμοποιούσε πια. Σύντομα έγινα ένα με το τοπίο του λιμανιού και ξέχασα.

Μαθαίνω για τον Τσαγκ απο διάφορα πρόσωπα που τον συνάντησαν. Ευτυχώς ακόμα κάπου υπάρχει, ακούω και σκέφτομαι, και συνήθως εμφανίζεται στην κορυφές μιας σκάλας. Ακούω πως είναι καλά και μαθαίνω πως δεν ρωτάει ποτέ για μένα. ΄Εμαθα επίσης πως συναναστρέφεται καινούργιες παρέες με μακρυμαλούσες ξωθιές με φλογερά κόκκινα μαλλιά, με θλιβερά εξαίσιες διαμόνισσες, από αυτές που με τρομάζουν με τις μακριές τους γλώσσες, με φαύνους και χρυσοδάκτυλους, με καλλικαντζαρούδια, γελωτοποιούς και ανέμελους τσιρκολάνους. Έμαθα επίσης απο έναν αριβίστα αστρομάντη πως παραλίγο να βρεθούμε αλλά αυτή η συνάντηση απετράπη την τελευταία στιγμή. Για ποιούς λόγους δεν έμαθα γιατί η γυάλα του αστρομάντη μου, λεει, γέμισε με σκοτάδι και δεν του αποκάλυψε τίποτα. Μάταια περίμενα μέχρι τώρα να τον δω. Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, φοράω το καλύτερο μου φόρεμα όταν κατεβαίνω σκάλες, περιμένοντας να αισθανθώ την σθεναρή αρπάγη του χεριού του και την ανάλαφρη περιφορά του γύρω μου. Έτσι σκέφτομαι εμάς, πως δηλαδή εγώ και ο Τσαγκ, είμαστε πλάσματα χωρίς συμπεράσματα
.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

Lady Chatterley et l'homme des bois


Η ταινία "Lady Chatterley et l'homme des bois" της σκηνοθέτιδος Pascale Ferran είναι μια ταινία που δεν μπορεί κανείς να πει αριστουργηματική. Eίναι μια καθαρά ερωτική ταινία, της οποίας η πλοκή ακολουθεί πιστά την δεύτερη εκδοχή του ομώνυμου μυθιστορήματος του D.H. Lawrence στην οποία ο συγγραφέας μας δίνει ένα τέλος δίχως μελοδραματικές εντάσεις. Η δράση κινείται καθ΄όλη την διάρκεια της ταινίας σε πολύ χαμηλούς τόνους και τα κάδρα του φωτογράφου μοιάζουν να παγώνουν εικόνες απο ιμπρεσιoνιστικούς πίνακες της Μπελ Επόκ.

Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς μια αυστηρά ερωτική ταινία δίχως να κάνει τους απαιτητικούς θεατές να χασμουρηθούν ή να μην κριτικάρουν την ευκολία ενός αβανταδόρικου θέματος. Ωστόσο θεωρώ οτί οι αμιγώς ερωτικές ταινίες, όταν οι σκηνοθέτες τους δεν επιθυμούν να μείνουν στην μνήμη του κόσμου μόνον για τις ερωτικές σκηνές τους, έχουν έναν πολύ δύσκολο ρόλο. Αυτόν τον ρόλο ανέλαβε η Pascale Ferran, δημιουργώντας μια ταινία αξιώσεων, ενόσω ο φακός της δεν εστιάζει παρά μόνον στην σεξουαλική αφύπνιση της ηρωίδας της με φόντο την γαλλική επαρχία. Βέβαια η Φεράν δεν ξεχνά να αναδείξει πως την ψυχολογική εξέλιξη της ηρωίδας της βάζει σε κίνηση το ξύπνημα της σάρκας, διαδικασία που συμπαρασύρει κάποιες φορές και αυτόν τον ίδιο το νου. Έτσι η Λαίδη Τσάτερλυ της Φεράν, εκτός απο το να μάθει να εκτιμάει τα σωματικά προσόντα του επιστάτη της τα οποία διεγείρουν τις αδρανής αισθήσεις της, μαθαίνει και να σκέπτεται.

Η Λαίδη ζει με τον πλούσιο σύζυγο της, καθηλωμένο σε αναπηρική καρέκλα, ο οποίος δεν της προσφέρει τίποτα εξόν απο μια άνετη διαβίωση. Η ανακάλυψη των συγκινήσεων του σώματος ενός άλλου άνδρα, απλού στην ψυχολογία αλλά κοινωνικώς "άξεστου" όπως αναφέρεται σε αυτόν ο σύζυγός της, την εισάγει σε μια εμπειρία σχεδόν κοινωνικοποίησης, αφού η απλότητα του, καθώς και ο τρόπος ζωής του θα την κάνει να αμφισβητήσει τα ήθη της εποχής αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές νόρμες. Η επανάσταση της αν και ήσσονος σημασίας είναι μεγάλης αξίας αφού θα μπορέσει να βρει την δύναμη να αντιταχθεί στην απόλυτη κυριαρχία του άνδρα της και να διεκδικήσει ακόμα και ένα παιδί για την ίδια. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλήγμα στην καρδιά του μπουρζουά συζύγου που νομίζει πως με την τσέπη του μπορεί να έχει τον έλεγχο στην ζωή όλων των υποτελών του, όπως της συζύγου του.
Η αξία της ταινίας δεν έγκειται όμως τόσο στο κοινωνικό ή φεμινιστικό της μήνυμα. Αυτό που η Φερράν καταφέρνει, είναι να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του θεατή σε μια ερωτική ιστορία μιας μοιχαλίδας που κανονικά θα έπρεπε να μας απασχολεί με το ηθικό της ζήτημα. Παρόλα αυτά αφηγείται μια σχέση αρμονίας, μια σχέση που ουσιαστικά γίνεται η χαρά της ζωής και δεν αφήνει τις κοινωνικές συμβάσεις να μπουν εμπόδιο, επιβεβαιώνοντας πως τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων μπορούν κάλλιστα να επιβληθούν πάνω στις συνθήκες
.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

Άσκοπες σκέψεις περί γραφής

Τι ακριβώς κάνει κάποιος με ένα προσωπικό ημερολόγιο αφού δεν έχει νόημα να συνοψίζεις τους ανθρώπους;

Τι ακριβώς κάνω εγώ εδώ τώρα; Προσπαθώ να συναρμόσω την ανομοιογένεια μου ίσως. Ωστόσο δεν αντέχω την κατήφεια που επιβάλλεται στα περισσότερα αντιφατικά, προσωπικά δεδομένα που ενόσω γράφονται προσπαθούν να επιβληθούν. Γεύομαι κάθε φορά αυτή την αντινομία, βουτάω το δάχτυλο στη γλύκα του μη νοήματος και το γλύφω περιπαίζοντας τον ίδιο μου τον εαυτό. Κάθε τι που γράφεται, την ίδια στιγμή έλκεται ταυτόχρονα από όλα αυτά που έμειναν ανείπωτα. Κι όμως εξακολουθεί και έλκει αυτή η διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα στον κόσμο των ιδεών, του οποίου οι συνθήκες είναι από την φύση τους περιοριστικές, αφού από τα γραφόμενα απουσιάζει η γλώσσα της αίσθησης, που είναι η μητρική γλώσσα της ανθρώπινης συνθήκης. Μοιάζει καμμιά φορά ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης να αντιστρατεύεται την ροπή προς το γράψιμο. Κάποτε έγραψα ένα μυθιστόρημα το οποίο έφτασε τις επτακόσιες σελίδες ζωντανού γραπτού. Τρόμαξα τόσο πολύ με τον όγκο του και με το δάχτυλο μου που απο την πίεση που δεχόταν απο το μολύβι εως και σήμερα εξακολουθεί να είναι παραμορφωμένο. Ταυτόχρονα τρόμαξα με την μεθυστική ελευθερία των άπειρων δυνατοτήτων που γευόμουν στον χώρο του φαντασιακού, που φυσικά ρουφούσε ανελέητα τον χρόνο και την ενέργειά μου απο κάθε πραγματική ζωή.

Μήπως γράφουμε για να πλάσουμε μυθικά τον εαυτό μας, να τον μυθοποιήσουμε στα μάτια μας; Αναρωτιέμαι επίσης αν το στοίχημα είναι να τον απελευθερώσουμε ή αν τελικά αυτοπεριοριζόμαστε μέσα στους προσωπικούς μας μύθους. Σκέφτομαι πως η γραφή καμμία φορά είναι ένα επινοημένο παιχνίδι του νου, ένα σταυρόλεξο που μας βάζει ο απών εαυτός, αυτός που ζει στη σκιά του σώματος και όλων των πεπραγμένων μας, για να ανακαλύπτουμε μόνοι μας κάθε φορά τις λέξεις που κάθε στιγμή διασταυρώνονται για να κάνουν τις στιγμές να πάψουν να μοιάζουν με ομοιότυπους βώλους που περνούν αδιάφορα από το αριθμολόγιο του χρόνου. Ωστόσο, όσο περισσότερο κανείς εισέρχεται στο σκοτεινό τούνελ των εσώτερων του, τόσο περισσότερο ανακαλύπτει το κενό. Η γραφή κάποτε συνιστά το ψηλάφισμα των τυφλών σημείων του. Αλλά και πάλι αυτό είναι μια μια αίσθηση-φυγάς, που αγωνίζεται να δραπετεύσει απο το ανώφελο. Φαίνεται μοιραίο, πως κάθε φορά που κάποιος γράφει κάτι δικό του, στήνει μια πλεκτάνη στον εαυτό του για να βρεθεί πάλι και πάλι και πάλι, πάνω από έναν γκρεμό που βαθαίνει αβυσσαλέα στο πλάι του.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Χριστουγέννων εγκώμιο

Χθες το απόγευμα άκουσα το extended version του Let them know its Xmas time την ώρα που έστηνα το Χριστουγεννιάτικο δένδρο ακριβώς στην περίοπτη θέση στη μέση του σαλονιού. Κουράστηκα να το συναρμολογήσω, τρύπησα και τα δάχτυλα μου μέχρι να ανοίξω τα κλαδιά του για να φαίνεται ζωντανό και εύρωστο. Eίναι μεγάλη αγγαρεία να στήνεις ένα τέτοιο δένδρο. Όταν τελείωσα, κάθισα αποκαμωμένη απέναντί απ' το δένδρο μου, ακούγοντας τις ευχές των καλλιτεχνών που μου έγνεφαν από 1984. Έμεινα πολύ ώρα να κοιτώ το δένδρο μου, λες και δεν το είχα ξαναδεί. Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω του χωρίς να παρατηρώ κάτι το συγκεκριμένο. Νομίζω πως ασυναίσθητα επεξεργαζόμουν τις ατέλειές του. Τότε είδα έξαφνα απο το πουθενά, να ξεφυτρώνει ανάμεσα στα χαλιά ένα μικρό απείκασμα ψευτοελπίδας που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου. Το δένδρο μου εξακολουθεί να έχει τα περσινά στολίδια, τοποθετημένα φέτος σε διαφορετική θέση. Θαρρώ πως χρειάζεται επειγόντως ανανέωση, να αντικατασταθεί η φθορά των περασμένων με καινούργιες πλαστικές χαρές. Ως εκ τούτου θα επισκεφτώ πάραυτα τα Τζάμπο μπεμπέ και με μεγάλο ενθουσιασμό μάλιστα. Σκοπεύω να αγοράσω καινούργια λαμπάκια-ψείρες οπού είναι η δόξα της στερεοτυπίας και να αναταράξω με λαχτάρα τον Αη Βασίλη στην κρυστάλλινη σφαίρα που και αυτός με τη σειρά του θα αναταράξει χιονοθύελλες και επιθυμίες. Σε αναμονή ούσα, των Χριστουγέννων κιόλας απο το Σεπτέμβρη, εποχή που κάθε χρόνο καταυγάζει πανηγυρικά τον θρήνο των ανέκκλητα χαμένων περιστάσεων, αρνούμαι πεισματικά να αποκηρύξω τις ευτελής μικρές χαρμονές που αμφισβητούν τα ομοιότυπα δεδομένα του χρόνου: σήμερα είμαι 12, χθες ήμουν 21, αύριο θα είμαι 36. Εμένα αυτό το τράνταγμα στην μνήμη, αυτό το ταρακούνημα που με φέρνει απότομα απέναντι σε όλα αυτά που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση καλώντας με να τα επανεξετάσω, μου είναι αναγκαίο όσο και οδυνηρό. Αν δεν σου περνούν τα Χριστούγεννα αδιάφορα, τότε τα βιώνεις σαδομαζοχιστικά, σαδιστικά έναντι της τσέπης σου που ως δια μαγείας σε βαραίνει αυτή την εποχή, μαζοχιστικά γιατί θα ξανακούσεις υποχρεωτικά με λαχτάρα τα ίδια τραγούδια που άκουγες πέρσι και πρόπερσι και θα σκεφτείς οτί τα τραγούδια είναι μεν τα ίδια αλλά σε χωρίζουν απο την εποχή τους Χ χρόνια συν ένα, απο πέρσι. Είναι φυσιολογικά αδύνατον να προσπεράσεις τα Χριστούγεννα αδιάφορα, αν είσαι φυσιολογικός άνθρωπος. Ακόμα και αν νομίζεις οτί τίποτα δεν αναδεύεται μέσα σου, κάτι αλλάζει εντός σου, και είναι κυρίως αυτές οι επιθυμίες που έθαψες κάτω απο τόνους παγερής ενηλικίωσης, που μέσα απο πλαστικά, πολύχρωμα φωτάκια βρίσκουν το δρόμο της επιστροφής. Τα Χριστούγεννα είναι η αποθέωση του ψεύτικου μέσα από το οποίο βρίσκει το δρόμο του το αληθινό. Θέλω επι τέλους να αγοράσω εκείνο το άλμπουμ με τη τζαζ του Γούντι Άλλεν, γιατί χρόνια τώρα κάθε φορά διαψεύδω τον εαυτό μου λέγοντας του πως κάποια στιγμή θα το αγοράσω. Όχι λοιπόν, τώρα θέλω να το αγοράσω. Τώρα θέλω να το ακούσω. Αυτό το τώρα θέλω να το κατακτήσω, το "τώρα" που μας έμαθαν να το προσπερνάμε και έκτοτε μάθαμε τόσο καλά το μάθημά μας που το «τώρα» αντικαταστάθηκε πλήρως απο το «κάποτε» και κλειδώθηκε η πραγμάτωσή του και το κλειδί πετάχτηκε. Είναι δυνατόν να έχω αυτό το άλμπουμ τώρα; Ναι,είναι. Φέτος μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να αναβάλει την ματαίωση για αργότερα. Μπορεί να μην είναι δυνατόν να έχω άλλα πράγματα αλλά, αν υπάρχει Θεός των Χριστουγέννων, είμαι διατεθειμένη για τον συγκεκριμένο, να πετάξω στον κάλαθο των αχρήστων ότι φιλοσοφικές ενστάσεις έχω. Το λεω και ελπίζω κιόλας να το εννοώ.