Με μόνο στο έδαφος έρπον ανάβλεμμα
Έτσι κινούνται οι ωραίοι ετερόχθονες
Έφθασαν ως εδώ
Ανθρώπινα όντα που δεν μνημονεύουν γενέτειρα
Μάτια που σκάβουν και μπουκώνονται
σάρκας κομμάτια απ’ το χώμα
για να διατηρήσουν βαρύτητα
Τραβούν το κουβάρι σπιθαμή προς στιγμή
από όπου σθεναρά τους κρατάει αντίσταση
Ερωτήματα που δεν τελειώνουν ποτέ
Ούτε καν σε επιτήδειους λαβυρίνθους
δεν αδειάζουν τα νερά των άσκοπων κύκλων τους
Κάποτε παύουν να ρωτούν τους άλλους
Σε τι όνομα ακούν;
Κι όταν ξεχνιούνται και οι ίδιοι
βουβαίνονται ακόμα και τα σώματα
Δεν αρκούν τα τρυφερά κεφάλια της προαίρεσης
Να κοιτούν σε αγρούς ηλιότροπης θεουργίας
Αναπροσδιορισμοί σε άσπαστους κώδικες
και πίνακες-γρίφους
Εδώ απουσιάζουν μόνες οι σκιές μας
Γλυκιά σκουριά ξερνάνε μόνο οι κορνίζες στις γωνίες
Σαλεύουν άραγε οι αθάνατοι νόστοι μας;
Δεν θα το ψιθύριζα πια
Θα σ αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου μου λες,
Άρα φθάσαμε στο τέλος αγάπη μου κιόλας, γελώ,
και σκορπίζεσαι θρύψαλα
Κι έτσι θα μένω στο καμβά
Πρόσφυγας σε πορτραίτα που έμειναν ημιτελή
και τυλίγομαι ταλαγάνι σκούρο και βαρύ
Με προστατεύει λιγάκι από το ψύχος
στο απέραντο χάος της σημασίας του άνευ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου