Παρασκευή, Νοεμβρίου 28, 2008

Καλέεεεεεεεεε μου Θεούλη...


..γνωρίζω οτί πέφτω σε χίλιες και μια παγίδες που σου μιλάω, αλλά να, σε παρακαλώ, εν όψει εορτών, υποσχέσου μου λιγότερες υπερβάσεις την ημέρα, για το ερχόμενο έτος. Είμαι κατά βάθος καλό παιδί, το ξέρεις, αλλά συνηθίζει κανείς στις συντέλειες, κι αν είναι να με στείλεις στον Παράδεισο, θα μου ρθει απότομο, καθότι συνήθισα στην Κόλαση, οπόταν σε παρακαλώ στέλνε μου με μέτρο τις υπερβάσεις. 'Νταξ;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας;


..Πριν απο μία εβδομάδα ακριβώς, ώρα πρωινή έδωσα στην γάτα μου τις τελευταίες σταγόνες νεράκι να πιεί. Ένιωθα ήδη καιρό να με κατακλύζουν οι ενοχές που την κρατούσα στη ζωή. "Eπί ματαίω ταλαιπωρείς την ψυχούλα της" μου έλεγαν όλοι. "Γιατί δεν της κάνεις ευθανασία;". Αδυνατούσα να σηκώσω το χέρι μου και να πάρω ό,τι είχε απομείνει απο το κορμάκι της, που τώρα έμοιαζε πιότερο με απουσία, και να το οδηγήσω σε ό,τι δεν γνώριζα. Θα άνοιγα ποτέ την πόρτα στην γάτα μου για να της πω, "πήγαινε μόνη σου να δεις τι έχει εκεί πέρα"; Κι όμως, πολλές φορές στο παρελθόν μας, την είχα αφήσει να εξερευνήσει τον κόσμο ελεύθερη, όπως όφειλα. Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Δεν ήξερα τι σημαίνει ευ-θανασία. Αλλά τις τελευταίες μέρες το σκεφτόμουν όλο και περισσότερο, πως έπρεπε να την ανακουφίσω απο μια ανώφελη, παρατεταμένη αναμονή. Κι ωστόσο, την έβλεπα όπως καθόταν ξαπλωμένη στην πολυθρόνα της, που στα τελευταία της είχε γίνει το καταφύγιό της, και έλεγα, "άραγε μας ακούει που της μιλάμε, ακούει τις μουσικές που της βάζω;" Ας μην περιγράψω τις τελευταίες μας αγκαλιές, το μάτσο απο τα εύθραυστα κόκαλα που έπαιρνα προσεκτικά σαν ανθοδέσμη με λουλούδια στα χέρια μου. Μέχρι τέλος αποζητούσε την αγκαλιά μου, τα χάδια μας, την ρουτίνα των δυό μας όπου ερχόταν και ξάπλωνε στο στήθος μου γουργουρίζοντας και της κρατούσα τις απαλές πατούσες, τρίβοντας τα στρογγυλά ροζ εξογκώματα, τα όμοια με κουνελήσια.

Δεν ξέρω τι θέλω να γράψω για το ζωντανό μου που έφυγε, δεν ξέρω. Αν είναι υστερισμός που πονάω, αν είναι αισθηματολογία να μιλάω χωρίς να ξέρω τι θα πω, αν είναι η λύπη μου ανείπωτη, άρρητη, υπόρρητη ή άλεκτη, δεν το γνωρίζω. Το μόνο που γνωρίζω είναι πως ένα ζωντανό πλάσμα που άνηκε στο είδος της Felix Catus, και το οποίο ζύγιζε σχεδόν τρία με τέσσερα κιλά στις μέρες της ευημερίας της, με δίδαξε για την έννοια της αγάπης όσα δεν με δίδαξαν τόνοι ανθρώπων μαζί. Δεν θέλω να ανασκαλέψω τα συναισθήματά μου για την οριστική και αμετάκλητη απουσία της. Ξέρω πάρα πολύ καλά όμως πως όταν την αντίκρισα παρούσα-απούσα, ένιωσα μέσα μου την ορφάνεια να ριζώνει μόνιμα. Έβγαλα μια κραυγή που δεν δικαιολογούσε η ηλικία μου και η υποτιθέμενη ακριβοπληρωμένη ωριμότητα μου. Ένιωσα ξανά μικρή, απροστάτευτη, μπροστά στο βλοσυρό βλέμμα ενός ανάλγητου θεού. Μα πως είναι δυνατόν να αισθάνομαι ορφανεμένη, αφού εγώ ήμουν η "μαμά" της, εγώ την ετάιζα κι εγώ την φρόντιζα; Κι όμως.... Μια αμετακίνητη απουσία έχει στοιχειώσει το σπίτι μου. Εξακολουθώ και μπαίνω στο σπίτι και το βλέμμα μου ψάχνει να την βρει. Εξακολουθώ να περπατάω με προσοχή μη και την πατήσω. Εξακολουθώ τις νύχτες και αφουγκράζομαι προσεκτικά, μην τύχει και ακούσω το νιαούρισμά της. Εξακολουθώ και έχω αφημένο το μπολάκι για να ξεδιψάσει όταν... όταν... Εξακολουθώ και πνίγω δάκρυα και κοπετούς σα να με παρακολουθεί, μην τύχει και την προσβάλλω.Ανόητα ερωτήματα προκύπτουν όπως "ποιος θα την προσέχει εκεί πέρα;" Ό,τι και να πω, είναι λίγο, είναι ανεπαρκές, είναι ημιτελές, είναι κουτσουρεμένο, είναι σαν να μην είναι. Γιατί δεν είναι πια. Δεν είναι.

Μαζί με την γάτα μου έφυγε και μια εποχή ανεπιστρεπτί. Τέλειωσε μέσα μου οριστικά μια εποχή ανεμελιάς, τρυφηλότητας και αγάπης. Δεν βιάζομαι να την αντικαταστήσω γιατί όποιος φεύγει, δεν αντικαθίσταται με κανέναν και τίποτα. Δεν βιάζομαι να την θρηνήσω γιατί τώρα ξέρω ό,τι αυτή η πληγή που άνοιξε με την απουσία της θα παραμείνει αιμάσσουσα μέχρι που θα πάω να την συναντήσω. Τώρα δεν φοβάμαι τόσο τον θάνατο. Κάποια πολύ αγαπημένη ύπαρξη θα με υποδεχτεί στην πόρτα της ανυπαρξίας, τρίβοντας το κορμάκι της στα πόδια μου.

Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2008

Ελληνικόν Ειδύλλιον

(Αυτό είναι το πρώτο ολοκληρωμένο ποίημα που έγραψα πριν πολλά χρόνια. Πολλά πράγματα αλλαξαν απο τότε και πολλά παρέμειναν τα ίδια...)

Ελληνικόν Ειδύλλιον


Αφορμή το καλοκαίρι.
Αφορμή μια μαγική κάρτα που μου έστειλες κάποτε,
με δυό παιδιά και δυό μπαλόνια-ήλιους από την χώρα του ευκταίου.
Αφορμή οι γαρδένιες που αναπάντεχα συνωστίζονται κάτω από το μπαλκόνι μου,
διαδηλώνοντας για το συντελεσμένο μέλλοντα σου.
Αφορμή κι η γαλάζια κορδέλα του γιαλού που κεντήθηκε
στην κοφτή μου κουρτίνα,
περίσσευμα αφελούς συνέχειας από διαδρομές
στα πάνω-κάτω του μυαλού μου.

Ελληνικόν ειδύλλιον.
Ελληνικός καφές.
Ελληνικό πηχτό, πικρό και μοσχομυρωδάτο θα σε πίνω
στους ολάνθιστους λαβυρίνθους του τώρα έλα, τώρα φύγε σου.
Ελληνικόν ειδύλλιον βαφτίστηκε το μέλλον.
Αυτό που θα με ανατέμνει στην θερινή ασφυκτική σου περιφέρεια.
Σταυρωτά θα τυλίγω τα πόδια μου καθώς θα ρουφώ προσεκτικά
δηλητήριο απέλπιδος αναμονής
σε κουπάκι λευκό με χρυσό ραγισμένο φτεράκι
-μην τύχει και το σπάσω.
Ίδιον της μοναξιάς, η απέριττη απόλαυση της θύμησης,
της ανάμικτης με καλοκαιρινά Ελληνικά φρούτα που σε κάνουν να μην λησμονείς
Θλιβερούς θρυπτούς χειμώνες
Και αγέλαστα απολιθώματα αγγέλων
Που κείτονται πια μόνο σε φύλλα σέπιας της φωτογραφικής σου μνήμης

Και να που το Ελληνικόν Ειδύλλιον εκδίδεται σε δύο τεύχη τελικά,
Μια για τον Χειμώνα και μια για το Kαλοκαίρι.
Μια για τους χειμερινούς κουρασμένους περιπατητές της γνώσης του ίσως κάποτε
Και μια για τους ανατρεπτικούς νεανίζοντες παραθεριστές του έλα λίγο
Και να που εγώ πληρώνω συνδρομή και για τους δυό μας
Μια να το εκδίδω
και μια να τρέχω να προλάβω
τον φτερωτό ταχυδρόμο των δημοσίων υπηρεσιών του πεπρωμένου
μην τύχει κι αμελήσει
και δεν χτυπήσει το κουδούνι μου.