Πέμπτη, Ιουνίου 18, 2009

Άνθρωποι και Ζώα: Voice-oFF


Την έλεγαν Ζουζού. Ήταν μια μεγαλοκυρία με ιστορία στους γκόμενους, είχε αφήσει εποχή επί την σύνοδο των οδών Χαροκόπου και Λυκούργου.

Ήταν αληθινή κούκλα του σαλονιού, με μια χιονάτη γούνα να τυλίγει αριστοτεχνικά τον ψηλό, αριστοκρατικό λαιμό της. Θα μπορούσε να φοράει διαμάντια αλλά έχει δύο καταπράσινα σμαράγδια στην θέση των ματιών της. Τις τεράστιες μαύρες βλεφαρίδες θα τις ζήλευε οποιαδήποτε γυναίκα. Η καταγωγή της ήταν ταπεινή. Ήταν κεραμιδόγατα που σημαίνει οτί αφενός δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις εύκολα, αφετέρου κάτω απο την κατάλευκη Σιβηριανή γούνα-στολίδι στο λαιμό, φορούσε ένα ξανθό σαντρέ εφαρμοστό γουνάκι με ομοιόμορφα παραταγμένες ραβδώσεις, ιδανικές για κάλυψη-απόκρυψη μέσα στην άγρια ζούγκλα, όπου και θα συμπεριφερόταν όπως και στο σαλόνι μου. Ωστόσο έχει τέτοια μια έμφυτη χάρη όπου θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν η αφορμή για την συγγραφή του σεναρίου «Οι αριστόγατες». Ήταν δε τέτοιοι οι τρόποι της που θα μπορούσε να δώσει μαθήματα ακόμα και στον Ζαμπούνη. Μπορεί όταν ήταν νέα να πηδούσε απο τη μια βιβλιοθήκη στην άλλη και απο το ψυγείο στο ντουλάπι της κουζίνας, αλλά όταν θα καθόταν στον καναπέ, θα το κάνε με την χάρη μαιτρέσσας που ετοιμάζεται να πιει τον καφέ σε κάποιο σκοτεινό μπιστρό σε κάποια μποέμ συνοικία του Παρισιού: πρώτα θα λύγιζε το ένα της πόδι, απαλά και ράθυμα, χαριτωμένα και αυτάρεσκα, κι ύστερα θα το καλύπτε με το άλλο απο πάνω, αργά, χωρίς βιάση, με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.


Την βρήκα όταν είχα μόλις κλείσει τα είκοσι, άρα η Ζουζού ήταν μια γυναίκα με παρελθόν. Ήταν Γενάρης και θα πρέπει να είχε ζωή δύο μηνών, άρα θα πρέπει να είχε γεννηθεί Νοέμβρη, και άρα θα πρέπει να είχε γενέθλια τώρα κοντά. Καθόταν με τα μπροστινά ποδαράκια της όρθια, σε μια γωνία του δρόμου, ενώ εγώ τότε έτρεχα με την συνήθη ορμητικότητα και βιασύνη που δεν με έχει εγκαταλείψει χρόνια μετά και που ακόμα δεν με αφήνει να παρατηρώ σχεδόν ποτέ οτιδήποτε δεν είναι άξιο παρατήρησης. Στάθηκα κάπως απότομα, και πάνω μου σκουντούφλησε ο δεκάχρονος τότε ξάδερφός μου που τον έσερνα μαζί μου σε διάφορες βόλτες και που τον είχα υπό την προστασία μου τότε. Έκτοτε του έμεινε και αυτό το κουσούρι, η αγάπη για τις γάτες, όπως και όλα τα άλλα κουσούρια που είχα την χαρά να του μεταλαμπαδεύσω. Αλλά ας έρθουμε και πάλι στη Ζουζού. Αναγνώρισα στο περίγραμμά της την ευγένεια των προγόνων μου που μεταγενέστεροι απότοκοι τους αποφάσισαν πως δεν αρμόζει στην μίζερη καθημερινότητα του εικοστού πρώτου αιώνα. Σε αυτά τα πράγματα δεν λειτουργείς λογικά. Απλώνεις το χέρι και παίρνεις αυτά που σου προσφέρεται απλόχερα. Έτσι λοιπόν, χωρίς περιστροφές, χωρίς ούτε καν πρώτη σκέψη, αποφάσισα -χωρίς κι εγώ να το καταλάβω- πως αυτό το γατί πρέπει να ζήσει με εμένα, πως μου ανήκει, πως του ανήκω και πως είμαστε φτιαγμένες η μια για την άλλη. Οφείλω να ομολογήσω δε πως μέχρι τώρα δεν έχω αισθανθεί έτσι, ούτε για αρσενικό, ούτε για γάτο, ούτε για άνθρωπο. Μέχρι τότε βέβαια είχα αγαπητικές σχέσεις με την σκύλα των παιδικών μου χρόνων, την Σάρα-Ρόννι, οπού μαζί καταστρέφαμε το στρώμα των γονιών, και που ο πατέρας μου αμόλησε ελεύθερη, δηλαδή εγκατέλειψε, τον καιρό που χώρισαν. Ύστερα ήταν το κόκερ που αγόρασε για να του κάνει παρέα και να του τρώει τα έπιπλα. Κι ύστερα ήταν η Αναίς, η σκύλα που έφτιαχνε από το τίποτα, ποταμούς κάτουρου στα αστραφτερά, ξύλινα πατώματα της μητέρας που από τότε με είχε υπο διωγμό εξ’αιτίας της αγάπης μου για όλα τα ζωντανά που κουβάλαγα στο σπίτι: το παπάκι του Πάσχα για οποίο έζησα στο μεδούλι μου το δράμα του θανάτου χωρίς ανάσταση («σήκω παπάκι μου, σήκω» και να μη σηκώνεται), το ζευγάρι των παπαγάλων Χίθκλιφ και Κατερίνα που εγκατέλειψαν το κλουβί μας για ένα καλύτερο μέλλον, στην κοιλιά καμμιάς ντόπιας γάτας υποθέτω, το χρυσόψαρο που πέθανε πρόωρα αφήνοντας την τελευταία πνοή του πάνω στο μουσκεμένο, παχύ χαλί του σαλονιού της μάνας μου και διάφορα άλλα ζωντανά με πιο εντυπωσιακό, την μικροσκοπική χελώνα που έσκασε απο το φαγί αφού εξερεύνησε όλες τις γωνίες του σπιτιού. Αργότερα βέβαια παρηγορήθηκα με τα κατορθώματα του χάμστερ του ξαδέρφου μου, το οποίο φρόντισε να επισκεφτεί όλες τις γωνίες της πολυκατοικίας με τα σαράντα διαμερίσματα, λόγος για τον οποίο ο διαχειριστής ανάρτησε στον πίνακα ανακοινώσεων: «Ο ιδιοκτήτης μικρού τρωκτικού, τύπου Χάμστερ, παρακαλείται όπως να μην επιτρέπει την περιφορά του στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας μας» Μετά τέτοια περιστατικά, θεώρησα οτί η γάτα θα είναι «ελαφρύ περιστατικό». Φυσικά αντιμετώπισα εξ’αρχής την αντίσταση και της μάνας μου και της Ζουζούς, η οποία στην αρχή δεν κατάλαβε γιατί την πήρα στην αγκαλιά μου. Προφανέστατα κανείς μέχρι τότε δεν την είχε χαϊδέψει όπως εγώ. Αργότερα διαπίστωσα πως δεν ήταν το μοναδικό είδος εμπειρίας που δεν διέθετε η νεόκοπη φιλενάδα μου. Δεν είχε επίσης ξαναπιεί αντιβίωση όταν αρρώσταινε. Επομένως εγώ ως επίσημος κηδεμόνας της ήμουν υποχρεωμένη να την κάνω να πιει με τη σύριγγα αυτό το ροζουλί γλυκόπικρο υγρό που μύριζε φράουλα. Δυστυχώς οι φράουλες δεν ήταν της αρεσκείας της και έτσι η Ζουζού έφτυσε στα μούτρα μου ολόκληρα τα τρία μιλιγκραμ που προσπάθησα να την πείσω να πιει και εγώ αισθάνθηκα ως αποτυχημένη μητέρα που δεν μπορούσε να προστατέψει το παιδί της. Κατά τα άλλα η συμβίωση μας υπήρξε πλήρως αρμονική, αρκεί να συμβιβαζόμουν με ορισμένες ιδιαιτερότητες της όπως π.χ. το γεγονός οτί της άρεσε να την αράζει πάνω στο στήθος μου, πρόσωπο με πρόσωπο όταν έβλεπα τηλεόραση, ή να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο αγαπημένο μου βιβλίο. Ως συμβία είχε και άλλες περίεργες συνήθειες που τις ανακάλυψα στην πορεία. Η Ζουζού δεν κοιμόταν ένα πλήρες οκτάωρο όπως εγώ. Συνήθιζε να ξυπνά μέσα στο σκοτάδι και να νυχτοπερπατεί πηδώντας απο διάφορα ύψη, φροντίζοντας πάντα να κάνει αισθητές τις αϋπνίες της. Επίσης μέσα στις βαθιές ώρες της νύχτας της άρεσε να κελαηδάει με ευχαρίστηση, ωσάν ιδιόρρυθμη αοιδός που,αψηφώντας τις συμβάσεις, αρεσκόταν να φλυαρεί ψάλλοντας με μικρούς φανταστικούς νυχτόβιους δαίμονες. Οι λαρυγγισμοί της ήταν μοναδικοί: ήταν φανερό πως η εκκεντρική υψίφωνος προσπαθούσε αφενός να επικοινωνήσει με κάποιον αόρατο συνομιλητή, αφετέρου οι μύες του λάρυγγα που διέθετε ήταν μικροί, αλλά αρκούντως δυνατοί. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Οι κραυγές της είχαν μια δική τους μουσικότητα, ένα δικό τους τέμπο. Έχοντας άγνοια επί των θεωρητικών της μουσικής δεν μπορούσα ποτέ να διακρίνω το χαρακτήρα τους αλλά ο οποιοσδήποτε μπορούσε να εκτιμήσει την καλλιτεχνική ροπή της νυχτερινής φλυαρίας της γάτας μου. Αλλιώς δεν εξηγείται που κανένας γείτονας ποτέ δεν μου χτύπησε την πόρτα για να διαμαρτυρηθεί. Τώρα βέβαια σκέφτομαι πως ίσως να μην μπορούσαν οι περίοικοι να προσδιορίσουν απόλυτα και την αφετηρία της μεταμεσονύκτιας αυτής μουσικής έκφρασης. Οπότε έμεινα όλα μου τα χρόνια ανενόχλητη από τέτοιου είδους περισπασμούς αλλά και άυπνη.

Δεκαέξι χρόνια συμβίωσης και σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα και μέχρι τις τελευταίες μέρες η Ζουζού έβρισκε παρηγοριά στο να με "ζυμώνει" όταν είχε τις καλές της. Το ζύμωμα αυτό ελαμβανε χώρα συνήθως με αυτήν απο πάνω από τις κουβέρτες και εμένα απο κάτω. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια ένδειξη παλινδρόμησης της Ζουζούς σε μια ηλικία που ακόμα βύζαινε την μάνα της. Γιατί κάπως έτσι βυζαίνουν τα μωρά γατάκια: Ανεβαίνουν πάνω στο σώμα της μητέρας τους, διαλέγουν μια απο τις οκτώ ρώγες της, συνήθως όποια προλάβουν, και ξεκινούν το ζύμωμα γύρω απο την θηλή ούτως ώστε να πιέσουν το γάλα να βγει προς τη ρώγα. Γάλα δεν διαθέτω, μαμά της δεν ήμουν, αλλά η συνήθεια της αυτή δηλωνε ξεκάθαρα την αγάπη της προς το πρόσωπό μου. Εξάλλου εξακολουθούσα να είμαι η τροφός της. Κάθε πρωί το τελετουργικό της προετοιμασίας μου για την ημέρα περιλάμβάνε μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια του να της βάλω φαγητό και να της βάλω φρέσκο νερό. Οι συνήθειες μου τις ήταν γνωστές, χαρακτηριστικό των πλασμάτων που διατελούν σε αρμονική συμβίωση. Η Ζουζού κάθε πρωί, ξύπνια ούσα ήδη αρκετή ώρα πριν, θα προπορευόταν της πρωινής μου πορείας προς την τουαλέτα, θα μπερδευόταν στα πόδια μου για να εισπράξει τα πρωινά χάδια που μου επέβαλε πως της ανήκουν, θα νιαούριζε γλυκά για να μου διαμηνύσει να μη ξεχάσω να της βάλω φαγητό και θα περιμένε υπομονετικά, καθήμενη στα δυό της πίσω πόδια, πάντα κοιτώντας με σταθερά μέσα στα μάτια, να τελειώσω με τις πρώτες μου υποχρεώσεις που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Αν και οι υποχρεώσεις μου μέσα στην ημέρα είναι πολλές για τις 24 ώρες της ημέρας, δεν ξεχνούσα να κάνω τα δυό τρια πράγματα που της ήταν απαραίτητα για να είναι μια ευτυχισμένη γάτα: να φροντίσω για την διατροφή της, να της δείξω την αγάπη των δύο λεπτών του πρωινού που της είναι απαραίτητη για να μείνει μόνη τις επόμενες δέκα και καμμιά φορά δώδεκα ώρες και να επαναλάβω το ίδιο σκηνικό το βράδυ, επιστρέφοντας, βρίσκοντας την πάντα να με περιμένει ακριβώς πίσω απο την πόρτα. Μια αναμονή που την φανταζόμουν ήσυχη, μακρόσυρτη, σιωπηλή και εν τέλει μοναχική. Η Ζουζού, με το που θα άκουγε το κλειδί στην πόρτα, θα σηκωνόταν απο το χαλάκι της, θα τεντωνόταν νωχελικά τουρλώνοντας τον ποπό της προς τα πίσω και θα ερχόταν να με προϋπαντήσει καλωσορίζοντας με στην γατίσια της διάλεκτο. Και είμαι σίγουρη πως με καλώσορίζε γιατί η φωνούλα της ακουγόταν πάντοτε γλυκιά και κρατούσε πάντοτε τον συγκεκριμένο χρόνο που χρειάζεται για να πάρει ένα τρυφερό ύψος και ύστερα να καταλαγιάσει. Φαντάζομαι αν είχε φωνή θα με ρώταγε γιατί άργησα αλλά το φτωχικό της λεξιλόγιο σε συνδυασμό με την καρτερικότητά της δεν της επέτρεπαν περαιτέρω σχόλια.

Η ιστορία σταματάει εδώ.

Αυτό το κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Η Ζουζού δεν πρόλαβε να ζήσει την χαρά να της διαβάζω ένα κείμενο αφιερωμένο σε αυτήν. Όχι, δεν το έγραψα εν είδει επικήδειου. Όταν γραφόταν, απλώς περίμενα πως κάποτε, όταν θα τελείωνα τις άλλες μου υποχρεώσεις, θα το ολοκλήρωνα. Εξάλλου η Ζουζού ήταν κάτι σαν δεδομένο. Μέχρι που ο Χρόνος τα αναποδογυρίζει όλα.

Τώρα στη θέση της είναι η Φρου Φρου. Η Φρου Φρου ήρθε αφού κατανίκησα τη βασική μου εσωτερική αντίσταση στο να αντικαταστήσω ένα πρόσωπο ουσιαστικά αναντικατάστατο. Με συγκίνησε όμως η ιστορία της: είχε χάσει και αυτή τη "μαμά" της, μια γηραιά κυρία που την εγκατέλειψε για να ταξιδέψει στο επέκεινα, όπως και εγώ είχα εγκαταλειφθεί βίαια αφού βίαιος είναι ο κάθε χωρισμός, όσο κι αν τον προετοιμάζεις. Η Φρου Φρου βρέθηκε στο κλουβί ενός πετ σοπ, να φοράει πάμπερς για να μη χρειάζεται να λερώνει ολούθε. Όταν έμαθα την ιστορία της κάτι μέσα μου είπε πως η αγάπη δεν πρέπει να τελειώνει πουθενά. Και ύστερα η Φρου Φρου μετακόμισε στο σπίτι μου το οποίο την υποδέχτηκα με χαρές αφού ήξερα πως ουσιαστικά θα συνοικούσαμε πλέον. Η Φρου Φρου είναι Πέρσα. Για πολύ καιρό δεν ήθελε να μου μιλήσει. Ακόμα και τώρα αποφεύγει τις διαχυτικότητες. Είναι ίσως πιο όμορφη απο τη Ζουζού μου, αλλά μετά απο έξι μήνες συμβίωσης εξακολουθεί να κρατάει τις αποστάσεις. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό αισθάνεται πιο άνετα αφού αποφάσισε να δοκιμάσει τις ίδιες κορόνες με αυτές της Ζουζούς. Αυτή τη φορά ξέρω πως δεν μου επιτρέπεται να την αρπάξω και να τη ζουλήξω. Αυτή η αγάπη είναι διαφορετική. Θα πρέπει να αποδεχτώ τη προσωπικότητα της και τις ιδιοτροπίες της. Δυστυχώς για μια ακόμη φορά δεν έχω τον χρόνο που θέλω για να της αφιερώσω. Όλο λεω αύριο και αύριο και αύριο. Προχθές κατάφερα να την κουρέψω λιγάκι. Τα ολόλευκα μαλλάκια της είχαν μπερδευτεί. Και εξάλλου κατακαλόκαιρο έχει, μπορεί να ζεσταίνεται. Πήρα ένα ψαλίδι και έκοβα όπου έβρισκα. Το στυλ βγήκε μάλλον πανκιό και η κόρη μου, όταν την είδε, μου είπε έκπληκτη: "Μαμά, η Φρου Φρου κάτι έπαθε".

Η σχέση μου με το τετράποδό μου είναι απο τις λίγες πολυτέλειες που μου έχουν μείνει. Δυστυχώς θεωρώ πολυτέλεια την πρωινή μας σύντομη επαφή με τα μάτια και με το δέρμα. Πρέπει να φροντίσω και όλα εκείνα τα άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν. Αλλά αυτά τα λίγα λεπτά που μοιραζόμαστε καθίστανται ευεργετικά τόσο για μένα όσο και για εκείνη. Η σχέση μου μαζί της είναι ξεχωριστή. Στην ποιότητά της δεν μοιάζει με καμμία άλλη. Κυρίως σε ότι αφορά ένα πράγμα: στο ό,τι είναι αστείρευτη παρόλο που μοιάζει να επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς τελετουργικό την κάθε ημέρα που περνάει. Αλλά πάνω απο όλα μου θυμίζει απο που προέρχομαι και κάθε φορά που πρέπει να επιστρέφω.

Τρίτη, Ιουνίου 02, 2009

Μαύρο Φως


Καρτερώντας γυρισμό, το μαύρο
μαγνάδι της φωτεινής του θύμησης ύφαινε.
Μα ό,τι έφτιαχνε η μέρα, το ξήλωνε
της νύχτας το άδειο μαξιλάρι.
Είναι η αναμονή, αβάσταχτη
σα δέκα χρόνια πείσμονος σιωπής,
δοντιών κροτάλισμα σε βουβές ικεσίες.
Ενθάδε, σε μια ορθοπλαγιά, βαριανασαίνει
η μακροθυμία μιας Πηνελόπης
και η μανία μιας Μήδειας δέεται την ελαφράδα
των ανέμων.