Shame is the shadow of love, P.J. HARVEY
Aρνιόμουν
απο καιρό να δω την ταινία Shame,
του Steve Mc Queen, προφασιζόμενη ότι θα ήταν άλλη μια
ταινία για τα κενά του αυτιστικού μας αστισμού που δεν μας φτάνει που τα ζούμε,
πρέπει να τα βλέπουμε κιόλας. Αποφάσισα
όμως να τη νοικιάσω, μετά από τα αντικρουόμενα σχόλια φίλων. Νομίζω όπου
υπάρχει αντίλογος, υπάρχει θέμα. Κι
έτσι, αφού έχει καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της τρέχουσας κινηματογραφικής
ειδησεολογίας για το θέμα, με άλλα λόγια αφού είναι αργά πλέον για να
πρωτοτυπήσω, εφόσον ούτως ή άλλως δεν διαθέτω τα όπλα, μπορώ να πω τη γνώμη
μου.
Ο Μπράντον είναι
ένα «καυτό» αγόρι που ζει στη Νέα Υόρκη, μόνος. Έχει μια καλή δουλειά που του δίνει αυτά που
χρειάζεται για να ζήσει ένας άνθρωπος που δεν θέλει να έχει καμμία σχέση με το
παρελθόν του: Αυτάρκεια, ανεξαρτησία, ευκολία, μοναξιά. Η τύχη του παράλληλα
«τον έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή. Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν» όπως θα
λεγε και ο Καβάφης. Με κορμί, χυτό σαν
άγαλμα και με πρόσωπο σύγχρονου Κούρου,
ο Μπράντον, αφήνεται να εννοηθεί,
εντάσσεται εύκολα στο πρεστίσσιμο της πιο ηδονοθηρικής μεγαλόπολης του
κόσμου. Άλλωστε αυτό είναι και το σκοπούμενο για τους
Μπράντον. Η ηδονή του σώματος ως ύστατος
τρόπος του ζην και του ενεργείν άνευ
ταλάντωσεων. Ο Μπράντον είναι ένας σεξ άντικτ, ένας φαλλός σε μόνιμη στύση.
Είναι ο τρόπος του να αντιμετωπίζει το άγχος. Ποιο άγχος; Δεν το ξέρουμε.
Βλέπουμε όμως στα μάτια σε απόχρωση γαλάζιο του πάγου, κάτι που έχει ειδωθεί
και στερεοποιήθηκε και στα σφαλιστά του χείλη κάτι που πρέπει με κάθε θυσία να
μην ειπωθεί. Το βλέπουμε και στην αδυναμία του να δημιουργήσει επαφή με
οποιαδήποτε γυναίκα, πέραν του
περιστασιακού σεξ, που όσο πιο πρόχειρου και ορμέμφυτου είναι, τόσο πιο
εφησυχαστικού. Γιατί η εμμονή του Μπράντον με το σεξ δεν έχει να κάνει με την
ποιότητα, τουναντίον μάλιστα. Έχει να κάνει καθαρά με την εκφόρτιση ως έλεγχος
αυτοματοποιημένος, και άρα το αντίθετο
του έρωτα. Αλλά η ζωή γράφει την δική της ιστορία και στον κινηματογράφο, ως
άλλη παράλληλη πραγματικότητα. Και το
παρελθόν θα μπουκάρει από την πόρτα, ακάλεστο, με τη μορφή της Little Sis. Πόσο εύκολο είναι για ένα μεγάλο
αδερφό που φύσει και θέσει κρατάει το στόμα του κλειστό, να πετάξει έξω τη
μικρή του αδερφή όταν του ζητάει προσωρινό κατάλυμα; Καθόλου εύκολο. Η
«Σίσσυ» μπάζει με το ζόρι στο σπίτι του μεγάλου της αδερφού, το κοινό τους
οικογενειακό παρελθόν μαζί με άρωμα γυναίκας, που πέφτει βαρύ στον πρωταγωνιστή.
Ο Μπράντον, προκειμένου να λειτουργήσει πολιτικά ορθώς, θα φιλοξενήσει την αδερφή του, φτάνοντας μέχρι
το σημείο να την επισκεφτεί στο μαγαζί που τραγουδά, μαζί με το αφεντικό του
που φλερτάρει ό,τι κινείται. Κι εκεί πέφτει στην πρώτη παγίδα. Η ευθραυστότητα της
ερμηνείας της Σίσσυ στο “My
little town blues, They are melting away I gonna make a brand new start of it
In
old New York” τον συγκινεί, γιατί τον αφορά. Επιτέλους
τα δύο αδέρφια αρχίζουν να αλληλοσυνδέονται.
Την ώρα εκείνη, ο Μπράντον βλέπει στην αδερφή του έναν δικό του άνθρωπο που αξίζει να εκτιμηθεί,
μια αίσθηση που αμέσως μετά θα αντιστραφεί, όταν η αδερφή του θα πέσει εύκολα στην αγκαλιά
του παντρεμένου αφεντικού του. Κι έτσι οι ταυτίσεις ανάμεσα στα αδέρφια θα
αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Η Σίσσυ, με το σώμα και το μυαλό γυναίκας, τόσο
όμοια όσο και ο αδερφός της, αλλά και τόσο διαφορετική, μόνο και μόνο επειδή
είναι γυναίκα, καταρρίπτει την ισότητα μεταξύ αδερφών και ξαναγράφει το
οικογενειακό μυθιστόρημα μόνη της. Θα παρέμβει στη ζωή του αδερφού της και
χωρίς καμμία διάθεση επιβολής, θα
σκουντήξει βάναυσα τις «κανονικότητές» του. Το «δράμα» μόλις ξεκινά για να
διαγράψει την πορεία του και τέλος να φτάσει στην πολυπόθητη κορύφωση που θα βαφτίσει και την ταινία. Τα δύο αδέρφια
θα αλληλοφαγωθούν στο σημείο λίγο πριν το μη περαιτέρω, αφού η
ελευθεριότητα αποτελεί καθημερινό
στοίχημα και για τους δύο. Λίγο από Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, διασκευασμένο στη
σύγχρονη πεζή πραγματικότητα, στην ταινία η έκβαση θα έρθει σχεδόν ομαλά, χωρίς τρελλές
ακρότητες αλλά και όχι δίχως πόνο. Γιατί
και ως ήρωες οι σύγχρονοι άνθρωποι, δεν πρωτοτυπούν. Εξάλλου ο σκηνοθέτης Μακ
Κουήν έχει αποδείξει πως για αυτές τις λεπτές σύγχρονες ισορροπίες ξέρει να κάνει ταινίες.
Ντροπή σημαίνει ταπείνωση, σημαίνει καταισχύνη. Ο ήρωάς
μας όμως δεν είναι υπόλογος σε κανέναν, δεν πρόδωσε κανένα, ειμή μόνον τον εαυτό
του. Επομένως μιλάμε για το οδυνηρό
αίσθημα της ενοχής. Όπου η ενοχή είναι η συνειδητοποίηση της βασικής μας υπαιτιότητας. Και άρα ευθύνη του
εαυτού. Εκτός από την άξαφνη
συνειδητοποίηση που σε γονατίζει, στην
περίπτωση των ηρώων που δεν χρειάζεται να απολογηθούν, η ενοχή δεν μπορεί να
λειτουργήσει από μόνη της λυτρωτικά. Κανείς δεν μπόρεσε να ζήσει γιατρεμένος, με
μόνο όχημα, τις ενοχές του. Χρειάζεται
και το απαλό χάδι του άλλου, δηλαδή στην περίπτωση που μιλάμε της αδερφής του,
όπου σαν άλλος έκπτωτος , αλλά πάντα άγγελος, θα δώσει άφεση, αλλά μαζί και
συμπαράσταση και αγάπη.
Τι δεν έχει ήδη ειπωθεί; Ο Φασμπέντερ καταφέρνει να μας
πείσει ως άνθρωπος αθώας υπαιτιότητας. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, παίρνει
το βάρος της στους σιωπηλούς του ώμους. Έτσι κι αλλιώς, κι όχι απάλευτα,
διαθέτει την ευκολία ενός Μπράντον, όπως δεν διέθετε την ευκολία ενός Καρλ
Γιουνγκ, όπως φάνηκε στην Επικίνδυνη Μέθοδο. Από την άλλη νομίζω πως ορισμένοι
ρόλοι ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία ορισμένων ηθοποιών. «Από τα μάτια πιάνεται»
ο ήρωας στον κινηματογράφο. Βλέμμα που
καταλαμβάνει μια ολόκληρη οθόνη. Σώμα που εκτός απο σεξ, μυρίζει ανθρωπίλα. Κι
ύστερα ο Μακ Κουήν κάνει όλη τη δουλειά. Πάρε έναν καλό ηθοποιό με πόδια που να
πατάν σταθερά στο έδαφος και έναν σκηνοθέτη που να στέκεται στη λεπτομέρεια υπό
γωνία, και σου χαρίζω όλες τις τρισδιάστατες
ταινίες του κόσμου και την
ψευδαίσθηση του βάθους. Μπορείς να με
πείσεις για λίγο, από την καρέκλα μου πως θα μπορούσα να 'μουν άλλιώς; Μπορείς
να με πείσεις –κινητογραφικώ τρόπω- πως οι τρεις διαστάσεις υποβόσκουν, δίχως τον καταναγκασμό της οπτικοποίησης; Εννόησέ
το και ασε την υπόλοιπη δουλειά σε μένα. Αυτό, φρονώ, είναι το κερδισμένο
στοίχημα του κινηματογράφου.