Οι καταραμένοι είναι μια μικρή, κι ωστόσο κραταιά μειοψηφία.
Τώρα δα θυμήθηκα κείνο που έλεγε ο Καβάφης, πως σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πουν. Κωνσταντίνε, αν με ακούς απο κάπου, θέλω να σου πω πως αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ γιατί πολύ απλά ήταν ήδη προαποφασισμένο για κάποιους από εμάς το Ναι ή το Όχι. Και ξέρεις Κωνσταντίνε, η μέρα που έρχεται, δεν είναι της δήλωσης του μεγάλου Ναι ή του μεγάλου Όχι. Είναι η μέρα που αυτό που συμβαίνει είναι που συνειδητοποιείς πως αμέτρητες φορές, δίχως ακριβώς να το καταλάβεις, δίχως να το θελήσεις, έχεις ήδη δώσει την απάντηση. Η μέρα που έρχεται, είναι για να καταλάβεις τελικά πως το έχεις ήδη πει το μεγάλο Ναι σου, απο παλαιά. Κι αν ψάξεις τελικά, αν καταμετρήσεις τις περιπτώσεις, αν τις φυλλομετρήσεις τις απαντήσεις που έδωσες στο προσωπικό σου αρχείο, θα δεις οτί η μια οδήγησε στην άλλη και πως στην πραγματικότητα δεν αποφάσισες ποτέ, ήσουν ήδη με τους μεν ή με τους δε. Ήθελα να στο πω χθες. Ευτυχώς στο λέω σήμερα.
Κωνσταντίνε, πες Του επίσης πως δεν Τον πιστεύω πια. Τουρίστα με έφερε, τουρίστας θα φύγω απο εδώ. Ποτέ πραγματικά δικός.
"Δεν υπάρχει το σύνολο αλλά η μονάδα, αυτή η χαίνουσα οπή που μέσα της ριζώνει, ριζώνει ατέρμονα ο φοβερός κοχλίας. Σε μια εγκοπή του μυστική να φυτευτεί ο τελευταίος σου στίχος και να μείνει"
Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2008
Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2008
Την ημέρα είμαι μηδαμινός και τη νύχτα είμαι εγώ
"Την ημέρα είμαι μηδαμινός και τη νύχτα είμαι εγώ" έγραφε ο Πεσσόα, αγαπημένος των ανήσυχων φτηνών ημερολογίων.
Με άλλα λόγια την ημέρα κατάπινε χούφτες τις σιωπές του, προσωρινά παυσίπονα φτηνής ανακούφισης, υποταγές σε μιάν άθλια, καταδιωκτική απορία, μια πλησμονή ερωτημάτων, που τις νύχτες γινόταν πρόστυχη κι ωστόσο αχόρταγη.
Τι γυρεύει λοιπόν κανείς στις νύχτες με ένα πρωινό ανάθεμα για λύχνο; Τόσο λίγο το φως της σιωπής. Λιγοστεύει απο νωρίς κι ας μη σε παίρνει ο ύπνος. Τι γυρεύει κανείς στο σκοτάδι με τα μάτια ορθάνοιχτα; Τι κι αν ο φόρος της διάνοιας πληρώνεται με αγρύπνια; Μόνη λαμπρότητα του σκοταδιού, η φυσική καταστροφή του θεατή του.
Με άλλα λόγια την ημέρα κατάπινε χούφτες τις σιωπές του, προσωρινά παυσίπονα φτηνής ανακούφισης, υποταγές σε μιάν άθλια, καταδιωκτική απορία, μια πλησμονή ερωτημάτων, που τις νύχτες γινόταν πρόστυχη κι ωστόσο αχόρταγη.
Τι γυρεύει λοιπόν κανείς στις νύχτες με ένα πρωινό ανάθεμα για λύχνο; Τόσο λίγο το φως της σιωπής. Λιγοστεύει απο νωρίς κι ας μη σε παίρνει ο ύπνος. Τι γυρεύει κανείς στο σκοτάδι με τα μάτια ορθάνοιχτα; Τι κι αν ο φόρος της διάνοιας πληρώνεται με αγρύπνια; Μόνη λαμπρότητα του σκοταδιού, η φυσική καταστροφή του θεατή του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)