Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

The hours ή τι μπορεί να συμβεί όταν ακούτε Philip Glass

Σαν χθες πριν από 71 έτη γεννήθηκε ο αγαπημένος μου συνθέτης, Philip Glass. Η παρακάτω ιστοριούλα γράφτηκε πριν πολλά χρόνια, ενόσω άκουγα την μουσική επένδυση της ταινίας Hours, της οποία είναι ο δημιουργός.

Οφείλουμε να αποδίδουμε ευχαριστίες στις εμπράγματες μούσες μας, νομίζω. Χωρίς αυτές, ό,τι δημιουργείται είναι απλώς ανέφικτο. Πρέπει να πω λοιπόν πως χρωστώ την όποια έμπνευσή μου σε αυτόν που έγραψε την μουσική αλλά και σε αυτόν που μου την έμαθε. Ευχαριστίες κυρίως γιατί η όποια έμπνευση χρειάζεται ένα πρόσχημα.





Something she has to do…

Ετοιμάζω ταξίδι. Άνοιξα μια μέρα μια παλιά βαλίτσα θέλοντας να βγάλω από εκεί την μεγάλη απόφαση. Και μύρισα τον κλειδωμένο αέρα της φυγής μου. Θα φύγω για πάντα απο εδώ, σκέφτηκα, χαϊδεύοντας το εσωτερικό κενό της. Όλα αυτά μοιάζουν ακαθόριστα με θολή ανάμνηση ενός παιδικού ονείρου που τώρα γίνεται πραγματικότητα, ένα deja-vu που σαν σημαδάκι απο το μέλλον, έρχεται να με βρει. Εγκαταλείπω τα πάντα, σκέφτομαι και κλείνω ηδονικά τα μάτια. Έχω σχεδόν φτάσει στην πραγματοποίηση του σχεδίου μου. Στην αρχή νόμισα πως δεν θα ήταν εύκολο αλλά τελικά αποδείχθηκε παιχνιδάκι. Με την ψυχρότητα ενός έμπειρου εκτελεστή, βάλθηκα να πυροβολώ το παρελθόν μου και σε δέκα μέρες περίπου κατάφερα να εξαφανίσω ότι έχτισα τα τελευταία δέκα χρόνια με κόπους και θυσίες: παραιτήθηκα απο την δουλειά, πούλησα το σπίτι μου, τακτοποίησα τις τελευταίες μου οικονομικές υποχρεώσεις και βάλθηκα να πασχίζω να γεμίσω τούτη δω την παλιά βαλίτσα με τη χάρτινη εσωτερική επένδυση. Κατεύθυνση άγνωστη. Μπαγκάζι μόνον ένα, αυτός είναι και ο όρος. Δεν είμαι πρωτάρα της φυγής. Το έχει ξανακάνει μα ήμουν πολύ νεαρή τότε, ανήλικη σχεδόν και πάνω στην τρέλα μου φοβήθηκα τόση ελευθερία. Γρήγορα γύρισα και έβγαλα ρίζες. Χώθηκα όπου μπορούσε. Δουλειές, σχέσεις, υποχρεώσεις, παρέες. Όμως τώρα ετοιμάζω ταξίδι. Αφήνω πίσω τα έτοιμα κι ακούω απο τώρα τα βήματα μου να φεύγουν κλείνοντας την πόρτα.

Έχοντας χαρίσει όλα μου τα υπάρχοντα γύρω γύρω, τα σιντι στους φίλους μου και τα βιβλία μου στην τοπική βιβλιοθήκη, τα ρούχα μου στην μικρή μου αδερφή και τα φυτά μου στην μεγάλη, αισθάνομαι πως τίποτα δεν πήγε χαμένο. Όλα δόθηκαν εκεί που θα εκτιμηθούν και θα φροντιστούν. Ακόμα κι η γάτα μου βρήκε σπίτι, αυτό της σπιτονοικοκυράς μου, η οποία με χαρά δέχθηκε να την υιοθετήσει. Έτσι λοιπόν αισθάνομαι ανάλαφρη. Έχουν μείνει τελευταία τα έπιπλα, τα οποία όμως κι αυτά σύντομα θα παραδοθούν στον παλιατζή. Ξέρω πως η μεγαλύτερη μου αμαρτία είναι αυτά τα πολύτιμα, παλιά έπιπλα που με τόση επιπολαιότητα, ασυνήθιστη για την ιδιοσυγκρασία μου, σχεδόν χαρίζω στο παλαιοπωλείο του. Όμως αλλιώς δεν γίνεται. Πρέπει να αφήσω πίσω ακόμα και τα πιο βαρύτιμα αντικείμενα που με κρατούν δέσμια στο εδώ και στο τώρα.

An unwelcome friend…

Πριν απο λίγες μέρες έκανα το ξεκαθάρισμα του γραφείου μου. Τα περισσότερα χαρτιά ήταν για πέταμα. Επρόκειτο για κάτι παλιούς λογαριασμούς που τους κρατούσα σε περίπτωση που μου ζητηθούν, τους οποίους παρέδωσα στον δικηγόρο μου που αναλαμβάνει να κλείσει ότι εκκρεμότητες προκύψουν, όταν πλέον εγώ θα είμαι μακριά και τα οποία θα διευθετηθούν μέσα απο τις τελευταίες μας τηλεφωνικές επικοινωνίες. Πέταξα επίσης όλες τις συνταγές μαγειρικής που είχα φυλαγμένες, καθώς και όλο το άλλο χαρτομάνι, αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, κάρτες που κρατούσα από μέρη που είχα επισκεφθεί, άρθρα και περιοδικά που με ενδιέφεραν για να ανατρέχω, όλα αυτά τα μικρά σουβενίρ που μου θύμιζαν πως όλο το παρελθόν μου τελικά ήταν όλο καταγεγραμμένο κομμάτι κομμάτι, μέσα στο μεγάλο σκαλιστό μου γραφείο.

Ανασκαλεύοντας το συρφετό που αποκαλούσα αρχείο μου, έπεσα πάνω στην φωτογραφία σου. Νόμιζα πως την είχα χάσει αλλά αυτή εμφανίστηκε αίφνης μπροστά μου, κρυμμένη σε ένα μικρό ντοσιέ με επιλεγμένα λογοτεχνικά κείμενα. Εκεί λοιπόν που είχα πάρει φόρα και ξεσκάρταρα, για να καταλήξω να κρατήσω αυτά που θεωρούσα απολύτως σημαντικά για το ταξίδι μου, έπεσα πάνω της. Πήρα την φωτογραφία στα χέρια μου και την κράτησα καλά, θέλοντας να σιγουρευτώ πως δεν επρόκειτο για κάποια παραπλανητική αντανάκλαση της μνήμης μου που πάλευε να κλείσει τις τελευταίες της ρωγμές.

Θαρρώ με τις φωτογραφίες παίρνει σχήμα το συναίσθημα και στέκεται απέναντί μας ολοκληρωμένο, ώριμο να μας αντιμετωπίσει. Ώστε κάποτε υπήρξες λοιπόν, ήταν η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που μου ήρθε. Κάποτε ενώθηκαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, τα μέλη του κορμιού σου και έγιναν φωτογραφία. Κι είναι παράλογο να αισθάνομαι σάμπως όλα τα σημεία που απαρτίζουν ένα ανθρώπινο ον, σαν ένα γκροτέσκο παζλ αποτελούμενο απο εικόνες ανθρώπινων μελών, να μαζεύτηκαν από μια διαβολική σύμπτωση, επίτηδες σε μια στιγμή, για να ενωθεί το περίγραμμα τους πάνω σε αυτό το γυαλιστερό χαρτί που κρατώ τώρα σφιχτά στα χέρια μου. Όλη η ύπαρξη του ανθρώπου για ένα φωτογραφικό ενσταντανέ? Γελώ με τον εαυτό μου όταν η λογική μου με αποδοκιμάζει. Τα αισθήματα του ανθρώπου είναι εγωιστικά τις περισσότερες φορές κι είναι κι η φαντασία ευεπίφορη σε μια κάποια ματαιοδοξία. Μα την αλήθεια μου όμως, τώρα δα αισθάνομαι πως όλα υπήρξαν για μια φωτογραφία.

Vanessa and the changelings…

Η φωτογραφία αυτή μου είχε σταλεί τότε που είχε πρωτοξεκινήσεις να ταξιδεύεις. Την είχα λάβει στο ταχυδρομείο μου μαζί με το ολιγόλογο γράμμα σου που με ενημέρωνε πως όλα τελικά πήγαιναν καλά, διαβεβαιώνοντας με πως είχα δίκιο όταν σε παρότρυνα να μην ανησυχείς και να είσαι αισιόδοξος. Είχε φθάσει σε ένα ταλαιπωρημένο κίτρινο φάκελο, ο οποίος σχεδόν φωσφόριζε πάνω στο γραφείο μου στην δουλειά, οπού είχε προσεκτικά τοποθετηθεί η αλληλογραφία μου. Εκείνο το πρωί έβρεχε καταρρακτωδώς και έσταζα μπαίνοντας στο γραφείο. Είδα τον φάκελο απο την πρώτη στιγμή που μπήκα στην μεγάλη αίθουσα με τους υπολογιστές και τα καλώδια, και κατάλαβα αμέσως, σαν από διαίσθηση, ποιος ήταν ο μακρινός του αποστολέας. Πήρα τον φάκελο στα χέρια μου και ασυναίσθητα χάιδεψα μέσα στην παλάμη μου την αλμύρα που είχε ρουφήξει το χαρτί που τύλιγε το περιεχόμενο με το μήνυμα σου, περνώντας ωκεανούς και ωκεανούς για να μου παραδοθεί. Ακούμπησα τα πράγματά μου στην άκρη και κάθισα στην καρέκλα μου απότομα. Έμεινα για κάμποση ώρα μετέωρη, μη μπορώντας να διαλέξω το συναίσθημα που προς στιγμήν με τρόμαζε. Αμέσως μετά όμως αποφάσισα να μην χασομερώ άλλο και να αδράξω επιτέλους τα νέα σου που τα αισθανόμουν κιόλας χαρμόσυνα. Άνοιξα το φάκελο με επαγγελματική προσοχή και ανέσυρα την φωτογραφία που μου είχες στείλει, την οποία τώρα δα κρατώ στα χέρια μου. Ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σαν αυτές που συνήθιζες να βγάζεις με την επαγγελματική σου κάμερα. Μόνο που αυτή τη φορά το μοντέλο ήσουν εσύ. Εξεπλάγην. Πρώτη φορά σε έβλεπα σε φωτογραφία. Θυμόμουν πως συνήθως αρνιόσουν να σε βγάζουν φωτογραφίες. Ήθελες πάντα εσύ να είσαι η ματιά και οι άλλοι να παίζουν με το βλέμμα σου. Ήθελες πάντα εσύ να αποφασίζεις για το κάδρο, για το φόντο, για τα χρώματα. Θυμόμουν πολύ καλά τις θυσίες που έκανες προκειμένου να βγάλεις την σωστή φωτογραφία, το σωστό τοπίο, την σωστή ώρα. Θυμόμουν επίσης πολύ καλά τα αντικείμενα που συνήθιζες να τραβάς και που αποτελούσαν τα αγαπημένα σου θέματα. Συνήθως όλα είχαν αυτή την μοναξιά που είχες τώρα δα εσύ ο ίδιος σε αυτή την φωτογραφία. Μόνο που τότε δεν καταλάβαινα πως πίσω από το ατέλειωτο κυνηγητό που έστηνες για την βέλτιστο αποτέλεσμα της εικόνας, κρυβόταν ένας ατέρμονος πόθος να απαθανατίσεις αυτή την μοναχικότητα που τώρα δα αντίκριζα εγώ σε εσένα, τόσο μακριά στον χώρο και στον χρόνο. Και να λοιπόν που ο χρόνος επιβάλλεται και στους καλύτερους ανταγωνιστές του. Κάποτε εσύ με την κάμερα όριζες χρόνο και τόπο: μια μοναχική παραλία από βότσαλα, τραβηγμένη ευρυγωνικά, για να αποτυπώνεται η ελαφριά καμπύλη των συννέφων, ώρα περασμένη. Και ζούσες την ζωή σου σαν να ξεδιάλεγες μέσα απο το συρφετό τις εικόνες της, κομμάτι κομμάτι. Κι ήταν ο βίος σου η συρραφή των φωτογραφιών σου και τίποτα πέρα απο αυτό δεν σε άγγιζε, ημί μόνο αυτό που γίνονταν αντικείμενο του φωτογραφικού σου βλέμματος. Κι έμαθα κι εγώ σιγά σιγά να βλέπω την ζωή μέσα απο τα δικά σου μάτια, να κοιτώ γύρω μου και να αναρωτιέμαι τελικά τι θα μπορούσε να αποκτήσει το ενδιαφέρον σου. Έγινες άθελά ο κρυφός σκηνοθέτης της ζωής μου.


Είναι περίεργο αλλά τοποθετώ την φωτογραφία σου στην κορυφή του σεκρετέρ μου, μαζί με την μικρή συλλογή από μινιατούρες. Πρόκειται για αντικείμενα τα οποίο εφευρέθηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Ένα αεροπλάνο, μια ατμομηχανή, μια ζυγαριά, μια λάμπα λαδιού και η camera οbscura δίπλα στην φωτογραφία σου, αποτελούν τον μικρό μου θησαυρό.

Why does someone has to die….

Θυμάμαι συνειρμικά την πρώτη φορά που σε συνάντησα. Ψάχνοντας αφορμή για να με γνωρίσεις, μου πες εύθυμα, πως στις προηγούμενες ζωές μας μάλλον είχαμε συναντηθεί και πάλι, γιατί κάτι σου θύμιζα. Να φταίει αυτή η τάση μου για αναπόληση, αυτό το δισάκι νοσταλγίας που κουβαλώ στις διαδρομές μου που με κάποιον εξαιρετικό τρόπο διέκρινε η διαίσθησή σου? Σε τούτη την ζωή όμως είχαμε συναντηθεί σε εκείνο το παλαιοπωλείο, ενώ εσύ αγόραζες μια παλιά ρώσικη κάμερα που εποφθαλμιούσες καιρό όπως μου είπε αργότερα, κι εγώ αγόραζα παλιές φωτογραφίες για την συλλογή μου. Μου είχες προτείνει να πιούμε καφέ στο κοντινό καφενείο και είχα δεχθεί με χαρά να βγω μαζί σου. Είχες έναν ενθουσιασμό εντελώς μεταδοτικό και ήσουν τόσο αυθόρμητος μαζί μου που άρχισα να σκέφτομαι μήπως δεν ήταν και τόσο αστείο αυτό που είπες για τις προηγούμενες ζωές μας. Ήταν μια ανόητη συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας από εκείνες που καταλήγουν πολύ γρήγορα στο στρώμα του σπιτιού ενός απο τους δύο. Καθίσαμε στο τραπέζι του καφενείου γελώντας, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εκείνη η ευλογημένη ώρα δεν θα αργούσε να έρθει. Όταν τελειώσαμε τον καφέ μας, με τον αδιάπτωτο ενθουσιασμό της πρώτης γνωριμίας, πήραμε την μηχανή σου για να με γυρίσεις στο σπίτι. Κι αν είχαμε πιει μπύρες, όπως σκεφθήκαμε κάποια στιγμή πριν αποφασίσουμε για το τι θα παραγγείλουμε, θα είχαμε σκοτωθεί απο τα πολλά τα γέλια που κάναμε. Στον γυρισμό όμως μας έτυχε κάτι πιο αναπάντεχο. Έτσι όπως τρέχαμε στην παραλιακή, μπροστά μας ένα αμάξι χτύπησε έναν γέρο άνθρωπο και τον πέταξε στο δρόμο. Το δίχως άλλο σταματήσαμε για να κατεβούμε και να δούμε τι μπορούσαμε να κάνουμε. Ο ενθουσιασμός μας κόπηκε σύρριζα απο το κοφτερό μαχαίρι της μοίρας . Εντελώς αναπάντεχα κι οι δυό μας βρεθήκαμε σκυμμένοι πάνω απο έναν άνθρωπο που αποχαιρετούσε την ζωή. Εκείνος ο άμοιρος γέρος μας κοίταξε και τους δυό στα μάτια σαν να ήμασταν δυό άγγελοι, όχι ψυχοπομποί, αλλά άγγελοι ζωής, εκείνοι που κρατούσαν το λεπτό νήμα της ζωής που ετοιμαζόταν να κοπεί. Το για πάντα έγινε σχεδόν απτό και ο γεράκος ξεψύχησε στα γεμάτα αίματα χέρια σου που μάταια προσπαθούσαν να τον κρατήσουν κοντά μας. Όταν σιγουρεύτηκες πως αυτός ξεψύχησε, σηκώθηκες κι ενώ το ασθενοφόρο έφθανε, έβγαλες την καινούργια παλιά σου κάμερα και τράβηξες τον νεκρό μια φωτογραφία. Ύστερα πήγαμε στο στούντιο σου οπού και την εμφάνισες. Την κρέμασες για να στεγνώσει και με κοίταξες. Περίμενα το βλέμμα σου κι ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες απο την τελευταία φορά που με κοίταξες. Το άδραξα ντροπαλά και φαντάστηκα πως νοερά φωτογράφισες την αγωνία μου με τον τρόπο που κατέγραφες ότι θεωρούσες σημαντικό. Ξέραμε κι οι δύο πια πως μόλις είχε αλλάξει ό,τι στην μοίρα μας, μας είχε φανεί κοινό. Κάτι σαν κοινή αίσθηση ευθύνης κατέβαλλε και τους δυό μας, σαν να είχαμε μείνει κι οι δυό αρφανεμένοι απο κάτι που ήταν μοναδικά δικό μας, κι έπρεπε μαζί να αγωνιστούμε για να το σώσουμε. Έτσι, τελείως απρόσμενα, τα παιδιά που συναντήθηκαν μέσα απο εμάς, για να εξαγοράσουμε λίγες στιγμές ανεμελιάς που τόσο είχαμε ανάγκη, μεγάλωσαν απότομα και αποκαλυφτήκαν οι ενήλικες που επιμελώς είχαμε κρύψει μέχρι εκείνη τη ώρα. Ακριβώς σε αυτό το σημείο νομίζω πως συναντηθήκαμε. Για μένα έγινες άλλος. Είχες μόλις φθάσει.

Στην φωτογραφία που κρατώ φοράς και αυτό το ταλαίπωρο, δερμάτινο μπουφάν που φορούσες όταν σε γνώρισα, εκείνο που σου έλεγα πως μου θυμίζει αεροπόρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι η φωτογραφία, έτσι τσαλακωμένη καθώς είναι, μοιάζει σαν να πέρασε από τα χαρακώματα κάποιας παγκόσμιας σύρραξης ,για να με φθάσει. Έχω αυτή την τάση να βλέπω τα αγαπημένα μου περιγράμματα να αναδύονται μέσα απο την ρομαντική άχλη μιας άλλης εποχής, τότε που και τα πιο απλά επικαλούνταν ανθρώπινο μόχθο, κι οι άνθρωποι αποχωριζόντουσαν ο ένας τον άλλον, όχι από δική τους πρωτοβουλία για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά γιατί οι περιστάσεις τους επιβάλλονταν. Οι περιστάσεις και η μοίρα. Συγχώρα με μα είναι αδύνατη να μην αναμιγνύεται μια δόση εξιδανίκευσης με την αντίληψη μου για τα πράγματα, ειδικά αν μεσολαβεί και τόσος χρόνος απο την τελευταία φορά που μου έστειλες νέα σου.

Dead Things…

Είχα επιμείνει να μην μου στέλνεις νέα σου παρά μόνον ιδιοχείρως. Είχα αρνηθεί οποιαδήποτε πληροφορία μου δινόταν απο πηγή που δεν ήταν απ’ευθείας απο εσένα και μάλιστα τέτοια που να είναι απτή. Είχα εντέχνως αποφύγει τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να μου μεταφέρουν τα νέα σου και είχα ζητήσει γραπτές, όσο το δυνατόν πιο ζωντανές αποδείξεις πως δεν είσαι πλάσμα της φαντασίας μου. Είχες σεβαστεί την επιθυμία μου χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς να ζητήσεις επεξηγήσεις. Θυμάμαι ακόμα και το πως είχες σταθεί προσοχή καθώς σου ανακοίνωνα με ατσαλάκωτη φωνή την επιθυμία μου. Είχες σκύψει αμυδρά το κεφάλι, όχι απο υποταγή αλλά απο υπερηφάνεια. Είχες ρίξει το βλέμμα σου στο πάτωμα κι εγώ άθελα μου κατέγραφα τις κινήσεις σου με την άκρη του ματιού μου. Μιλούσαμε σαν συνωμότες που στέκονται τόσο κοντά μα και τόσο μακριά ωστε να μην γίνει αντιληπτή η κρυφή τους συνεννόηση. Το περίεργο είναι πως κανείς άλλος δεν ήταν εκεί μαζί μας, παρά μόνο εσύ κι εγώ. Εγώ με όλες μου τις δυνάμεις να προσπαθώ να συρρικνώσω αυτό το Εγώ που δεν έλεγε να συμμαζευτεί ποτέ άλλοτε παρά μόνον τότε, καθώς αιφνίδια συνειδητοποιούσε τους περιορισμούς του. Τι απίστευτο. Με τόση απόσταση απο το τότε, με τόσα χιλιόμετρα ζωής ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, κι απο τότε μου έμεινε η συνήθεια να συρρικνώνομαι.

Αλήθεια καλέ μου, σε αυτή τη φωτογραφία που έχω, στέκεσαι με τα χέρια σταυρωμένα γύρω απο το στήθος σου και τα χείλη σου έχουν αυτή την μόνιμη έκφραση ανικανοποίητης λαγνείας που ξεχώριζα από όλους τους ανθρώπους μόνο σε σένα. Φέρνω στη σκέψη μου αυτή την αίσθηση απραγματοποίητου που κρατούσες ανάμεσα στα δόντια σου, τον τρόπο που το δάγκωνες για να μην σου ξεφύγει. Μου ξεφεύγει ένα ανόητο γελάκι σκεπτόμενη τον εαυτό μου να απολαμβάνει τον μόχθο σου να κρατάς μυστικό το πάθος της ζωής που έμοιαζε να πυρακτώνεται στα χείλη σου και να μην περιορίζεται παρά μόνον με τεράστιο αγώνα πειθαρχίας και αυτοπεριορισμού. Γελάω στην θύμηση του ότι με θεωρούσες απειθάρχητη και ατίθαση. Θύμωνες που δεν έκανα ιδιαίτερο κόπο για τίποτα και που δεν έδειχνα να βασανίζομαι απο την τυραννική μανία του πάθους την οποία εσύ μαχόσουν. Σε άφηνα να πιστεύεις ότι ήθελες γιατί κολακευόμουν απο το μπέρδεμά σου μαζί μου, όλες αυτές τις σκέψεις που έκανες με αφορμή εμένα κι έλεγα πως θα επιτρέψω σε αυτό το μυστήριο να υπάρχει για να παρατείνω το μικρό μαρτύριο σου. Ήταν μια ευτελής απόδειξη υπεροχής, ένα στιγμιαίο ρίξιμο ζαριάς στο οποίο φαινομενικά υπερτερούσα. Μα με άφηνες να κλέβω από ευγένεια και από εκτίμηση, ίσως γιατί τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων μπορούν να κρύβουν σαν μέσα από το θαυμαστό ημίψηλο του Μάγου της ζωής, χίλια θαύματα αγάπης και κάθε φορά που αποκαλύπτεις το ένα να έρχεται στην επιφάνεια ένα άλλο και μετά κι άλλο κι άλλο. Μετά απο τόσον καιρό κι ακόμα συνεχίζω να σηκώνω έκπληκτη τα πέπλα σιωπής που κάλυπταν την δική μας ανομολόγητη συνωμοσία, αυτή την αρμονική αφαίρεση εξηγήσεων που μας άφηνε πάντα την αίσθηση πως παίζουμε κι είμαστε ακόμη παιδιά. Οι κανόνες στο παιχνίδι μας ήταν άγραφοι και δεδομένοι και τους γνωρίζαμε πολύ καλά και οι δυό μας. Φαίνεται πως δεν ισχύει για τους πολλούς αυτό και πως μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι εξηγήσεων που ενώ μοιάζει διασκεδαστικό, καταλήγει να τους αφήνει μια γεύση διάψευσης. Διάψευσης τέτοιας που δεν τους αφήνει ποτέ να γίνουν απόλυτα διάφανοι. Το δικό μας παιχνίδι όμως δεν με κούρασε ποτέ. Ήταν λες και είμαστε πάντα μόλις στην αφετηρία..

The poet acts…

Κοιτώ την ασπρόμαυρη φωτογραφία σου, αυτή που με το ζόρι σε τράβηξε κάποιος, προκειμένου να υποκύψεις για μια ακόμη φορά στο κατά την άποψη σου, παιδικό μου καπρίτσιο να θέλω να σε βλέπω σε φωτογραφίες όταν θα είσαι μακριά. Υπέκυψες και άλλη μια φορά, όταν μου έστειλες μια φωτογραφία σου όπου έχεις σκαρφαλώσει περήφανος μια βουνοκορφή, προφανώς για να τραβήξεις μιαν απίστευτη φωτογραφία κάποιου μοναχικού, λιανού δένδρου στην μέση του πουθενά. Αυτές οι φωτογραφίες με τα κλαδιά που υψώνονταν σαν χέρια στον ουρανό, ήταν οι αγαπημένες μου.
Είχα τολμήσει κάποια στιγμή να υπαινιχθώ για το πόσο είχα ερωτευθεί τις φωτογραφίες σου. Είχες τρομάξει προς στιγμήν κι έτσι είχα αποσύρει γρήγορα την ετυμηγορία μου για τα περί έρωτος της τέχνης, συναινώντας στην δική σου ανάγκη να κρατάς καλά τα γκέμια της ζωής σου. Στο είχα πει κάποτε, πίστευα πως μπορείς να γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης. Αλλά με το που αποκάλυψα τον θαυμασμό μου το μετάνιωσα κιόλας. Ήξερα οτί κατά βάθος βασανιζόσουν με την ομορφιά που χανόταν χωρίς να γίνεται αντικείμενο του κάδρου σου. Και το δράμα αυτό συνεχιζόταν παντού στην ζωή σου, έβλεπες τη μαγεία της συνεχώς να χάνεται. Και έμενα να κοιτώ κι εγώ εσένα, να κλέβω στην πραγματικότητα αυτή την ομορφιά της ζωής που μόνο στα δικά σου μάτια γλιστρούσε και ανέκκλητα χανόταν.

Όλη κι όλη μια φωτογραφία σου στολίζει το παρόν μου, πάνω στο ράφι με τις μινιατούρες αντίκες. Έγινες κι εσύ μια μινιατούρα αντίκα, έμβλημα της ζωής που δεν μπόρεσα να υποτάξω, της διαφυγής εκείνης που από την οποία δεν μπόρεσα να ξεφύγω, αθέατος μάρτυρας κι εγώ, όπως κι εσύ, μιας τυραννικής τάσης να εννοώ να μην περιορίζομαι, παιδικό κατάλοιπο μιας καταπιεσμένης προσωπικότητας ενός ασύδοτου παιδιού που εμμόνως κυνηγούσε την δική του θέαση. Και να τώρα τι μου έμεινε: μια φωτογραφία για να θυμάμαι και να ονειρεύομαι την αληθινή ζωή. Κάτι καρτερείς, καθισμένος ήρεμα, σε μια καφετέρια κάπου στον κόσμο, σημασία δεν έχει που. Το που δεν είχε ποτέ σημασία. Ποτέ δεν έδινα σημασία στα ονόματα κι έχω κιόλας ξεχάσει το τοπωνύμιο που είχες αναφέρει στο γράμμα σου, μιλώντας για την φωτογραφία. Νομίζω πως περιφέρομαι στον κόσμο πάσχοντας από έλλειψη αντίληψης του τόπου στον οποίο βρίσκομαι. Άχρηστα καθίστανται τα ταξίδια μου καθότι ποτέ δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Το βλέμμα μου περνά πάνω από τα τοπία χωρίς ποτέ να εστιάζει σε κάτι το συγκεκριμένο. Έτσι μπορεί και να έχω βρεθεί στο μέρος της φωτογραφίας και να μην το θυμάμαι. Σημασία δεν έχει καμμία όμως. Τώρα σκέπτομαι πως θα μπορούσα να είχα βρεθεί δίπλα σου και να μην σε είχα δει προς στιγμήν. Ίσως και να μην με έβλεπες και εσύ. Έχω αλλάξει τόσο πολύ που ίσως να τρόμαζες να με γνωρίσεις. Ίσως και να το φέρνε η μοίρα να βρεθούμε σε κοινή παρέα και να μας σύστηναν. Κι έχω μπροστά μου ξεκάθαρες τις φωτογραφίες της συνάντησής μας, τραβηγμένες απο κάποιον άγνωστο ντετέκτιβ του μυαλού μου, σταλμένες με το ταχυδρομείο χωρίς αποστολέα: Τα καλά κρυμμένα πίσω απο μαύρα γυαλιά, ευγενικά μεταξύ αγνώστων βλέμματα μας, για κάμποση ώρα δεμένα σε μια ασυνήθιστα παρατεταμένη συνάντηση, που μόνον ένα υποψιασμένο μάτι θα μπορούσε να εντοπίσει. Αυστηρά καθισμένοι στις καρέκλες μας, θα παίζαμε αμήχανα με τα κουτιά των τσιγάρων μας, πιστοί στην συνωμοσία που αθέλητα οργανώσαμε. Ακόμα κι αν η τύχη το θελε αλλιώς, εμείς κόντρα να πάμε, παίζοντας με άκρατο εγωισμό τον μοναδικό ρόλο που υπήρξαμε ο ένας για τον άλλον: δύο απόλυτα άγνωστοι. Αγαπημένε μου άγνωστε, εγώ που τόλμησα να ονειρευτώ λίγη εγγύτητα, κλέβω λίγο ακόμα χρόνο για κοιτάξω τις φωτογραφίες της φανταστικής συνάντησής μας, γρήγορα την μια πίσω απο την άλλη, ακούγοντας τα συνεχόμενα κλικ της μηχανής που οπτικοποεί ακατάπαυστα το μαρτύριο μας, δίχως ποτέ να συλλαμβάνει το όλον. Τα χείλη σου να ρουφούν ηδονικά τον καπνό, τα δικά μου χείλη ρυτιδιασμένα απο το σφίξιμο. Στο είχα πει. Ακόμα και αν καταφέρεις να ελέγξεις το βλέμμα σου, θα σου ξεφύγουν τα χείλη. Αυτά δεν συμμορφώνονται σε καμμία επιταγή του ανώτερου νου.

The hours…

Κοιτώ τα γυαλιά που φοράς στην τελευταία φωτογραφία που μου στειλες, εστιάζω στο βλέμμα που κρύβεις. Έχεις ένα αμυδρό τσάκισμα στο μέτωπο, έναν δισταγμό που δεν είχα εντοπίσει ποτέ πριν. Είμαι σίγουρη πως αυτός ο δισταγμός έχει κιόλας βαθύνει, είμαι σίγουρη πως το χάσμα του χρόνου που μεσολάβησε από τα δικά μας ανέμελα χρόνια της αθωότητας έχει κιόλας χωρίσει το μέτωπό σου στα δύο. Είμαι σίγουρη πως τα γυαλιά που τότε φόραγες έχουν χαρακωθεί στην τριβή της καθημερινότητας και πως το γυαλιστερό δερμάτινο μπουφάν σου έχει κιόλας φθαρεί, ανοίγοντας σε διάφορα σημεία. Ίσως κιόλας να το έχεις παραδώσει σε καναν άστεγο, πάνω σε μια στιγμαία τρέλα αποκήρυξης του παρελθόντος και να μην είναι πια δικό σου. Τι κάνεις με τα χέρια σου άραγε πια, αναρωτιέμαι. Τι κάνεις με τις φωτογραφίες σου, τολμώ να απορώ. Τι κάνεις και δεν είσαι πια ο ίδιος, αυτός ο άνθρωπος που κάποτε συνάντησε εμένα, ή ότι τέλος πάντων συνήθιζα να αποκαλώ εμένα? Γιατί τίποτα δεν μοιάζει πια με μένα παρά μόνον αυτή η φθαρμένη φωτογραφία που είσαι εσύ που δεν υπάρχεις πια? Τι να ψάξω εγώ τώρα να βρω?

Τι να κάνω με την φωτογραφία σου;

Escape…


Λίγο μετά την γνωριμία μας, μου ανακοίνωσες πως καιρό σκεφτόσουν να φύγεις απο την χώρα και να πας σε έναν φίλο σου στην Αργεντινή. Θα δούλευες εκεί μαζί του και ύστερα θα έβλεπες τι έκανες. Θα τράβαγες κι εκείνες τις εκπληκτικές φωτογραφίες που ονειρευόσουν. Δεν είχα παρά να σε παροτρύνω, όπως είχα μάθει να κάνω μαζί σου. Φαίνεται πως όταν απο την αρχή θέτεις θεμέλια αξιοπρέπειας στην σχέση σου με τον άλλον, δύσκολα τα παραβαίνεις. Πήγες στην Αργεντινή, έμεινες περίπου ένα εξάμηνο και ύστερα έφυγες. Περιπλανήθηκες για λίγο, πήγες στο Περού ύστερα και φωτογράφισες κι εκείνη την αρχαία πόλη των Ίνκας με το ατέλειωτο όνομα που δεν θυμάμαι, κι ύστερα μπάρκαρες. Ήθελες να ταξιδέψεις παντού μου είπες. Έτσι λάμβανα γράμματά σου από όλα τα πιθανά λιμάνια του κόσμου. Γράμματα και φωτογραφίες. Ατέλειωτα λιμάνια σε φωτογραφίες, μα μόνο δύο δικές σου. Τα γράμματα σου όσο πέρναγε ο καιρός αραίωναν. Δεν σταματούσες ποτέ να μου στέλνεις νέα σου. Μόνο που όσο πέρναγε ο καιρός τα γράμματα σου γίνονταν όλο και περισσότερο ολιγόλογα κι έτσι η επαφή μας χανόταν. Ήταν αδύνατο να κρατήσω την επαφή αυτή εγώ μόνη μου, αδύνατο να μην αισθανθώ το παράπονο πως η δίνη της ζωής σε παρέσυρε μακριά μου. Έτσι λοιπόν στο τελευταίο μου γράμμα, σου έγραψα πως παντρεύτηκα και πως θα ήθελα να σταματήσεις να μου γράφεις απο φόβο να μην δει ο άνδρας μου τα γράμματα. Μάλλον το έλαβες και μάλλον το πίστεψες. Ακόμα κι αν δεν το πίστεψες, δεν κατάλαβες. Κι ούτε που ρώτησες.

Μόνον ένα βράδυ αργά χτύπησε το τηλέφωνο. Κοίταξα στο display και είδα την ένδειξη «out of area». Δεν είχαν κανένα άλλο εκτός της πατρίδας εξόν απο εσένα. Το άφησα να χτυπάει. Χτύπησε ώρα πολύ. Μου φάνηκε πως γρύλλιζε σαν άρρωστο ζώο που αργοπέθαινε. Κι ύστερα σιώπησε.

For your own benefit…

Το πρωί παρέδωσα τα κλειδιά μου στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Μόλις κλείσω την πόρτα δεν θα μπορέσω να την ξανανοίξω, σκέφτηκα. Έχουν μείνει στο σπίτι τα τελευταία έπιπλα, δύο-τρία κομμάτια τα οποία θα πάρει ο παλιατζής με ένα φθηνό αντίτιμο. Μεταξύ αυτών και το γραφείο μου. Πάνω σε αυτό υπάρχει ακόμα η φωτογραφία σου. Κι εγώ κάθομαι στο πάτωμα απέναντι της και σε κοιτώ.

Το κουδούνι της πόρτας χτυπά κι εγώ σηκώνομαι και ανοίγω στα παιδιά του παλαιοπώλη που ήρθαν να παραλάβουν τα έπιπλα. Μπαίνει κι ο παλαιοπώλης και μου δίνει το ποσό που έχουμε συμφωνήσει. Το παίρνω και γυρνώ προς το γραφείο μου. Τα παιδιά είναι ήδη εκεί και λογαριάζουν πως θα το κουβαλήσουν. Ξαφνικά ένας απο τους δύο παίρνει μάτι την φωτογραφία σου. Με κοιτάει με βλέμμα απορημένο και ξέρω πως θα με ρωτήσει. Μόλις ανοίγει το στόμα του, σπεύδω να αποφύγω εξηγήσεις και αρπάζω την φωτογραφία σου. Το γραφείο ελευθερώνεται και τα παιδιά το κουβαλούν. Το σπίτι σιγά σιγά αδειάζει ολότελα. Όταν μεταφέρουν και τις βιβλιοθήκες, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και τους χαιρετώ. Την κλείνω πίσω τους και κοιτάζω πάλι την φωτογραφία σου που έχω ακουμπήσει σε μιαν ακρούλα, στο πάτωμα. Τώρα στο σπίτι είμαι εγώ και η φωτογραφία σου.

Κοιτώ την τηλεφωνική συσκευή που κείτεται στο πάτωμα. Είναι η ώρα να φύγω, σκέπτομαι. Η βαλίτσα μου είναι ήδη στο αυτοκίνητό μου κι όλα είναι στην θέση τους. Εκτός απο σένα. Ξάφνου μέσα μου γεννιέται σφοδρή μια προσευχή. Παρακαλώ να πάρεις τηλέφωνο τώρα. Ξέρω, είναι ανόητο να εύχομαι για κάτι αναπάντεχο. Τώρα είναι αργά για θαύματα. Αν όμως έπαιρνες τώρα τηλέφωνο και αν μου έλεγες που βρίσκεσαι θα ερχόμουν να σε βρω. Φαίνεται ανόητο αλλά από την τελευταία φορά που σε είδα μοιάζει να μην έχει περάσει καθόλου καιρός. Σαν να ήταν μόλις χθες. Μα τι μπέρδεμα, κι αυτό όλο σε μια στιγμή. Τι μεσολάβησε απο την τελευταία φορά που σε είδα, αλήθεια; Όλο τον κόσμο σεργιάνισες, ναι. Και πέρασαν χρόνια. Φορτώθηκες το δισάκι σου με λήθη και έφυγες. Πες μου όμως τι συνέβη από τότε. Πες μου αν αυτή την λήθη την βρήκες εκεί που έπινες γελώντας με τους καινούργιους φίλους σου. Πες μου σε παρακαλώ, γιατί αυτήν θα αναζητήσω κι εγώ.

Πλησιάζω την φωτογραφία σου. Τα βήματα μου πια είναι σχεδόν συγκεκριμένα, σαν να ακολουθώ μια συγκεκριμένη χορογραφία ενός παλιού ταγκό. Τα χαμηλοτάκουνα παπούτσια μου στέκονται δίπλα στην φωτογραφία σου. Σε κοιτώ απο ψηλά. Ωστόσο λυγίζω τα γόνατα και σε παίρνω πάλι στα χέρια μου. Σκέφτομαι πως έχω δύο επιλογές. Ή να κυνηγήσω το τίποτα, όπως είχα αρχικά σχεδιάσει, ξεκινώντας ένα ατέλειωτο ταξίδι χωρίς γυρισμό στην Ευρώπη και αργότερα στην Βόρεια Αφρική μέχρι να δω τι θα κάνω. Ή να κυνηγήσω εσένα. Ξέρω πως μπορώ να σε βρω. Μα φοβάμαι πως δεν θα είσαι πια ο ίδιος, πως θα έχεις αλλάξει και πως δεν θα θέλεις να με ξαναδείς ίσως. Πως δεν θα με αναγνωρίσεις καν.

Τι ανόητο, σκέφτομαι. Είσαι απλώς μια φωτογραφία κι εγώ απλώς σε ονειρεύομαι. Μην ανησυχείς, δεν πήρα στα σοβαρά τούτη μου την σκέψη. Δεν παίρνω στα σοβαρά τίποτα που με κάνει να αισθάνομαι ασήμαντη. Ξέρω τον δρόμο μου. Κι αυτόν θα ακολουθήσω. Τον δρόμο τον δικό μου. Μα φαίνεται μονόδρομος αυτός ο δρόμος. Κι όλα δείχνουν δυνατά εκτός απο σένα. Κι όλα αυτά τα αδύνατα που θα γίνουν δυνατά εξ’ αιτίας σου, πρέπει να βρω αρκεί να μην πέσω απάνω σου. Οπουδήποτε στον κόσμο θα πάω αρκεί να μην έρθω σε εσένα.

Tearing herself away…

Πετώ την φωτογραφία σου στο πάτωμα. Γυρνώ την πλάτη μου και βαδίζω. Ανοίγω την πόρτα και την κλείνω πίσω μου. Η πόρτα είναι πίσω μου πια κλεισμένη, εγώ δεν έχω πια το κλειδί της, κι ήδη κατεβαίνω τις σκάλες ζωηρά, σαν χορεύτρια που βγαίνει στη σκηνή για το νούμερό της. Βγαίνω απο το σπίτι και κατευθύνομαι προς το αμάξι. Κι η φωτογραφία σου μένει πεταμένη στο πάτωμα. Ένα κομμάτι χαρτί γυαλιστερό με λίγο ασπρόμαυρο μελάνι πάνω του, που το μόνο που του μέλλεται είναι να πεταχτεί στα σκουπίδια από τον επόμενο ένοικο του σπιτιού. Μπαίνω στο αμάξι μου. Στο μυαλό μου ακούω πάλι αυτόν τον παράξενο θόρυβο της φωτογραφικής σου μηχανής. Έχω πάλι την αίσθηση πως με φωτογραφίζουν. Βάζω αμέσως μπρος την μηχανή, ασθμαίνοντας.

Έχω πολύ δρόμο να κάνω.

2 σχόλια:

Obzenia είπε...

Τούτη τη γραφή, σου το χω πει, κάθε φορά που τη διαβάζω με κάνει να ανατριχιάζω. Ιδίως όταν συνοδεύεται με την αντίστοιχη υπόκρουση...

Μοιραιος Χαρακτηρας είπε...

Να ρθεις να πάμε όταν θα έρθει.

Η υπόκρουση.

:-)