Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

Μαύρα γυαλιά πάνω σε μάρμαρο

Φορά την στενή ασπρόμαυρη φούστα της. Το βαθύ σκίσιμο φτάνει τόσο ψηλά όσο χρειάζεται για να μη φαίνονται οι μαύρες καλτσοδέτες της. Το φως στην λάμπα του ξενοδοχείου τρεμοσβήνει. Γυρνάει το βλέμμα της και κοιτάει το φως που τρεμοπαίζει. Πηγαίνει στον διακόπτη και το κλείνει. Είναι πρωί και είναι σχεδόν μόνιμα ένα δροσερό καλοκαίρι σε αυτόν τον τόπο, τον απομακρυσμένο από τον πολιτισμό. Το φως δεν χρειάζεται να είναι αναμμένο, σκέφτεται. Αυτό είναι απλώς ένα κακό συνήθειο που έχει από τα παλιά, που δεν λέει να το κόψει και δεν κάνει τίποτα για αυτό: να ανάβει τα φώτα ακόμα κι όταν είναι πολύ πρωί. Δεν ξέρει γιατί το κάνει. Της βγαίνει σαν ανάγκη. Στο ραδιόφωνο ακούγεται ένα παλιό τραγούδι με έναν αισιόδοξο ρυθμό. Από ότι θυμάται, ήταν μια εύθυμη μπαλάντα που ακουγόταν σε ένα ασπρόμαυρο αμερικάνικο φιλμ. Της φτιάχνουν την διάθεση κάτι τέτοια τραγούδια. Θυμάται τις σκηνές απο την ταινία. Κοιτιέται μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την αντανάκλαση της. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό δεν έμοιαζε να την πειράζει. Το είδωλο της απέναντι αποστρέφει ντροπαλά το βλέμμα του. Κοιτάζει το ψάθινο καπέλο της με τη μαύρη κορδέλα που είναι ράθυμα ακουμπισμένο πάνω στο κρεββάτι. Το αρπάζει και το φοράει δίχως καν να κοιταχτεί. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Καλεί το ασανσέρ. Κρατάει τα μαύρα γυαλιά της και τα φοράει πριν καν μπει. Στο ασανσέρ στέκονται ήρεμα άλλοι ένοικοι του ξενοδοχείου που κατεβαίνουν από τους προηγούμενους ορόφους. Της ρίχνουν μια κλεφτή ματιά κι ύστερα κοιτούν μπροστά, όπως οφείλουν να κάνουν απέναντι σε αυτή την γυναίκα που δείχνει πως πίσω από τα μαύρα γυαλιά της αποφεύγει να αναζητάει βλέμματα. Είναι ψηλή και στέκεται εντελώς όρθια πάνω στο σώμα της. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο από μεταξωτό ύφασμα, ανοιχτό ακριβώς μέχρι το στέρνο. Φοράει στενή μαύρη φούστα και μαύρες καλτσοδέτες, λεπτές σαν τον ιστό της αράχνης. Τα μαύρα χαμηλά παπούτσια της έχουν ένα μικροσκοπικό τακούνι που σχεδόν δεν φαίνεται. Η μόνη ένδειξη ανεμελιάς πάνω της είναι αυτό το ψάθινο καπέλο Παναμά με τη μαύρη κορδέλα. Θα σταθεί το βλέμμα τους ίσως λίγο παραπάνω σε αυτή τη μαύρη κορδέλα. Σχεδόν κανείς δεν μπορεί να δει το πρόσωπό της. Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια νέα γυναίκα που φοράει κατακόκκινο κραγιόν και ουδέτερα ρούχα με δόσεις υπερβολής τόσο στην θηλυκότητα όσο και στην σοβαρότητα. Το σίγουρο είναι οτί δεν είναι παιδί. Μα ούτε και δείχνει να χρειάζεται να κρύψει την ηλικία της.

Βαδίζει στον κεντρικό διάδρομο του πολυτελούς ξενοδοχείου, ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες που σαν και αυτήν, περπατούν ανέμελα. Λατρεύει να σέρνει αργά τα πόδια της πάνω στο γαλακτερό λευκό μάρμαρο του ξενοδοχείου που κατακλύζει με μεγαλοπρεπή πολυτέλεια του οικήματος οπού καταλύει. Λατρεύει και τις τεράστιες μαρμάρινες κολώνες που πάνω τους στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα. Η μέρα είναι απο εκείνες που κανένα σύννεφο δεν απειλεί τον ορίζοντά της Όταν φθάνει στην κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου θα βάζει το χέρι της για να κάνει σκιά και να δει καλύτερα. Τα μαύρα γυαλιά δεν περιορίζουν το δυνατό φως του μεσημεριού. Κοιτάζει καλύτερα και βλέπει τον κόσμο σχεδόν να χάνεται ανάμεσα στους αμμόλοφους της αχανούς χρυσαφένιας παραλίας. Λιγοστές ομπρέλες προσθέτουν στο τοπίο πινελιές έντονου κόκκινου. Η θάλασσα απλώνεται παντού μπροστά, απειλητικά παχύρρευστη γαλάζια ύλη που θα μπορούσε να έρχεται από άλλον κόσμο. Κοιτά μπροστά κι ύστερα γυρνά αριστερά και βαδίζει σαν να ξέρει που πηγαίνει. Περνά μέσα απο τα στρογγυλά μαρμάρινα τραπέζια του καφέ του ξενοδοχείου, κατευθυνόμενη προς τον άνδρα που κάθεται μόνος τους και διαβάζει ανυποψίαστος εφημερίδα. Το καφέ βρίσκεται προστατευμένο απο την τεράστια σκιά του ογκώδους κτηρίου. Εκεί φυσάει ακόμα ένα ανεπαίσθητο αεράκι που δεν εγκαταλείπει ποτέ τις σκιές τούτου του τόπου. Φθάνει στην μαύρη σιδερένια καρέκλα με τη ψάθινη επένδυση που βρίσκεται απέναντι απο τον άνδρα με την εφημερίδα. Κάθεται απαλά. Αυτός δεν σηκώνει το βλέμμα του από την εφημερίδα. Δείχνει απορροφημένος από τα διαβάσματά του. Αυτή δεν ενοχλείται. Κοιτάζει γύρω της, πίσω απο τα γυαλιά της και κάτω απο το γείσο του καπέλου της. Φαίνεται να έχει ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα κόκκινα χείλη της. Δείχνει ευτυχισμένη αν και δεν θα μπορούσε να το πει κανείς αυτό με σιγουριά. Ακουμπά το χέρι της πάνω στο τραπέζι και χαϊδεύει απαλά το λείο μάρμαρο του. Ο άνδρας απέναντί της κάποια στιγμή, ασυναίσθητα κατεβάζει το φύλλο της εφημερίδας και κοιτάζει το απαλό της χέρι. Ύστερα κοιτάζει πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του την ίδια. Της χαμογελάει ανεπαίσθητα. Επιθυμεί να την φιλήσει αλλά δεν θα το κάνει. Δεν θέλει να της χαλάσει το κραγιόν. Δεν θέλει να της χαλάσει ούτε την μαρμάρινη ομορφιά της. Μοιάζει η γυναίκα που κάθισε δίπλα του, να είναι η αδιάκοπη ακολουθία αυτού του μαρμάρινου τραπεζιού. . Θα μπορούσε, έτσι όπως κάθεται και κοιτάζει την θάλασσα, να είναι ένα άγαλμα που διαφημίζει την παραλία του ξενοδοχείου. Θα μπορούσε να έχει στα πόδια της γύψινα κοράλια και νερά να αναβλύζουν απο τα χέρια της. Κάποιες φορές αρνείται να την αγγίξει γιατί νομίζει πως θα την χαλάσει. Κάποιες φορές αρνείται να την κοιτάξει κιόλας. Βυθίζεται σε οτιδήποτε έκανε, προκειμένου να μην δει πάνω της κάτι που θα ρυτίδωνε την ομορφιά της που χύνεται μπροστά στα μάτια το δίχως να ρυτιδώνεται απο κάτι. Εξάλλου είναι η γυναίκα του. Και σαν γυναίκα του, έχει το δικαίωμα να την καμαρώνει έστω και με τις άκρες των ματιών του. Στην πραγματικότητα εκεί θέλει να την κρατάει: στις άκρες των ματιών του. Στην άκρη της ζωής του. Ακόμα κι όταν της κάνει έρωτα, είναι σαν να την σπρώχνει προς αυτές τις άκρες. Σαν να την περιορίζει ανάμεσα στον ελάχιστο χώρο μεταξύ του εαυτού του και του τίποτα. Τότε το στόμα της ανοίγει, σχηματίζει ένα όμικρον αλλά η φωνή της δε βγαίνει. Πολλές φορές αναρωτιέται αυτό το όμικρον τι να σημαίνει. Έκρηξη, θυμό, απόγνωση ή έκσταση; Όλα αυτά μαζί; Πολλές φορές χώνει την μύτη του στο στόμα της, αυτή την τεράστια οπή που δεν κανείς δεν ξέρει από που ξεκινάει, και σαν λαγωνικό οσμίζεται την ανάσα της. Είναι λίγο σαν να ρουφά το οξυγόνο απο τους πνεύμονες της. Αναρωτιέται τότε. Κάποτε θα ήθελε να δει μέσα στα σπλάχνα της. Να δει τι κρύβεται κάτω από το μεταξένιο δέρμα της κοιλιάς της. Βλέπει τις γαλάζιες φλέβες που διατρέχουν το λαιμό της και λιμπίζεται να τις ανοίξει, να δει το πορφυρό χυμό τους να τινάζεται σαν πίδακας. Δεν του αρκεί να την παίρνει. Αισθάνεται πως δεν είναι απόλυτα δική του. Της το είχει πει κάποτε. Αυτή είχε χαμογελάσει τότε συγκαταβατικά. Ακόμα και με το χαμόγελό της τον παγίδευε σε ένα αίνιγμα που νόμιζε πως του άνηκε. Την άκουσε να παλεύει να συμπληρώνει το κενό των ερωτημάτων που έμεναν αναπάντητα.
«Η φαντασία του συγγραφέα» του είχε πει. «Σε δικαιολογώ». Δεν του είχε αρέσει η απάντησή της. Μα πως να της το πει. Για πρώτη φορά στα σαράντα πέντε του χρόνια ζούσε με μια γυναίκα που όσο περισσότερο του δινόταν, τόσο περισσότερο την ποθούσε. Ήταν ήδη δύο χρόνια ζευγάρι και επισήμως, συνολικά πέντε. Κανονικά θα έπρεπε να είχε βαρεθεί, να έχει βυθιστεί στα βιβλία του και να γράφει, να γράφει, να γράφει ατελείωτα. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, ότι έγραφε ήταν για αυτήν. Και δεν ήθελε να συμβαίνει αυτό, δεν το άντεχε. Ήταν σαν να του είχε γίνει εμμονή η ίδια του η γυναίκα. Δεν τολμούσε να το πει σε κανέναν γιατί πίστευε πως ίσως ήταν ο μοναδικός άνδρας τόσο παράφορα ερωτευμένος με ένα πλάσμα που δεν είχε πια τίποτα που να μη του το είχε προσφέρει. Ούτε η φήμη που είχε κερδίσει όλα τα τελευταία χρόνια με τα βιβλία του, η επιτυχία και τα επακόλουθα χρήματα, τίποτα δεν τον απασχολούσε, όσο το να είναι κοντά της, μαζί της. Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται εξασφαλισμένος. Οι δυό τους ήταν ένα ζευγάρι που πολλοί θα ζήλευαν. Έμοιαζαν από αυτά τα ζευγάρια που θα μπορούσαν να διαφημίζουν την ευτυχία στα περιοδικά
life-style. Κι επειδή σαν ζευγάρι κρατούσαν χαμηλό προφίλ, εξασφάλιζαν ακόμα περισσότερο το αδιάβλητο στοιχείο της ευτυχίας τους. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτούς. Ποτέ κανένας δεν έμαθε.

Η γυναίκα έβγαλε ένα τσιγάρο απο το πακέτο του άνδρα της που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και το άναψε. Ο καπνός τύλιξε απαλά την μορφή της. Η ίδια στεκόταν σχεδόν ακίνητη όσην ώρα χάζευε τον ορίζοντα πίσω απο τα γυαλιά της. Η μουσική ερχόταν από το μπαρ δίχως να ενοχλεί όσους ήθελαν να ηρεμήσουν, προσθέτοντας μια διασκεδαστική νότα στον ήχο των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στην χρυσαφένια ακτή με τους λουόμενους. Ο σερβιτόρος διέκοψε την ηρεμία του ζευγαριού. Ζήτησε να μάθει απο την γυναίκα τι θα ήθελε να παραγγείλει. Αυτή ζήτησε ένα φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιού και αυτός ζήτησε να του ξαναγεμίσουν το φλιτζάνι με τον καφέ. Ο σερβιτόρος αποχώρησε και το ζευγάρι έμεινε πίσω να συνεχίσει τον πρωινό ρεμβασμό του. Σε λίγο ήρθε ο σερβιτόρος με τις παραγγελίες τους και τα ροφήματα τους τράβηξαν για λίγο την προσοχή τους. Ύστερα βυθίστηκαν πάλι στην ηρεμία τους.

Δεν περίμεναν να ακούσουν μια αντρική φωνή από δίπλα να φωνάζει το όνομα του άνδρα. Ο άνδρας γύρισε στα αριστερά του και αντίκρισε στο διπλανό τραπέζι έναν παλιό του φίλο. Οι δυό τους καλοκοιτάχτηκαν και σύντομα αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Σηκώθηκαν και οι δύο απο τις καρέκλες τους και αγκαλιάστηκαν, όπως αγκαλιάζονται οι παλιοί γνώριμοι. Η γυναίκα στο τραπέζι τους κοίταξε, κι ύστερα έριξε το βλέμμα της στην κοπέλα που συνόδευε τον γνώριμο του άνδρα της. Αναμφισβήτητα επρόκειτο περί μιας αληθινής νεαρής καλλονής. Τα τεράστια καταγάλανα μάτια της που λαμπύριζαν πάνω στην μαυρισμένη επιδερμίδα της κοίταξαν προς το μέρος της. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και για ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο εντόπισαν αμφότερες τις διαφορές τους. Τους χώριζαν περίπου δέκα χρόνια και το ζευγάρι των γυαλιών της συζύγου. Η νεαρή γυναίκα φορούσε ένα καρό ανάλαφρο φόρεμα που αγκάλιαζε τις ιδανικές της αναλογίες και απείχε ελάχιστα απο το να την εκθέτει. Ωστόσο δεν φαινόταν να ντρέπεται. Το σώμα της καθώς σηκωνόταν να συστηθεί στον άνδρα της, έμοιαζε ατέλειωτο και τα πόδια της προκαλούσαν τα βλέμματα με το μήκος τους. Η γυναίκα έμεινε να κοιτάει τις γραμμές των τέλειων ποδιών που αντίκριζε. Σε λίγο της απευθύνθηκε ο σύζυγός της κι οι απαραίτητες συστάσεις έγιναν. Η σύζυγος έμεινε στην θέση της όση ώρα οι καινούργιοι φίλοι του άνδρα της, την χαιρέταγαν δια χειραψίας. Χαμογέλασε ευγενικά καθώς ανταπέδιδε τους χαιρετισμούς τους. Ο καινούργιος φίλος πρότεινε να καθίσουν όλοι μαζί και ο σύζυγός της, τους ζήτησε να έλθουν στο τραπέζι τους. Έτσι το ζευγάρι πήρε τα πράγματά του και μετακόμισε μαζί τους. Η θέση δίπλα της παραχωρήθηκε στον καινούργιο ξένο. Δίπλα του κάθισε ο σύζυγος της και η νεαρή κάθισε δίπλα του, σχεδόν απέναντί της. Ο σερβιτόρος επισκέφτηκε το τραπέζι για να πάρει καινούργιες παραγγελίες.

Σύντομα η γυναίκα έμαθε πως ο καινούργιος φίλος της παρέας ήταν ένας διάσημος σκηνοθέτης που γνώριζε τον άνδρα της από το πανεπιστήμιο, όταν και οι δύο σπούδαζαν νομικά. Η κοινή τους πορεία, ενώ παρατούσαν τις σπουδές τους για να κυνηγήσουν τα ταλέντα τους, τους είχε φέρει κοντά και από καιρού εις καιρό, συνανταμωνόντουσαν και τα λέγαν. Εξάλλου ζούσαν στον ίδιο κύκλο, αδύνατον να μη πέσουν κάποια στιγμή ο ένας πάνω στον άλλο, σχολίαζαν και γέλαγαν, ο φίλος με το δυνατό γέλιο πληθωρικού ανθρώπου, ο άνδρας της με το γνωστό συγκρατημένο του στυλ. Να όμως που η τύχη τα φερε έτσι ωστέ να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον, ακόμα και στην άκρη του Θεού, σε ένα θέρετρο απο εκείνα που μόνον η μοίρα θα έπρεπε να το επιδιώξει για να βρεθούν. Η κουβέντα συνεχίστηκε μεταξύ των δύο φίλων, οπού ενημέρωσαν ο ένας τον άλλον για το κενό που είχε μεσολαβήσει από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί. Ο καινούργιος φιλοξενούμενος του τραπεζιού πληροφορήθηκε για τον γάμο του φίλου του, πράγμα το οποίο ήδη γνώριζε απο τις φυλλάδες, καθώς και για τα βιβλία του που είχαν εκδοθεί σε εκείνο το διάστημα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην ταινία που είχε γυρίσει και περηφανεύτηκε για την επιτυχία της. Ο σύζυγος της αναφέρθηκε στην ίδια για λίγο, κάνοντας έναν μικρό μονόλογο, εγκωμιάζοντας τα χαρίσματα της γυναίκας του, ενώ ο άλλος εκφράστηκε με θαυμασμό για την ίδια. Η γυναίκα χαμογέλασε και πάλι ευγενικά. Η δική της πρώτη έκθεση με γλυπτά δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει ιδιαίτερα τον φίλο του άνδρα της, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες που αυτός έκανε. Η γυναίκα αισθάνθηκε ένα ελάχιστο τσίμπημα μειονεξίας που για τα χρόνια της δεν είχε τίποτα άλλο να επιδείξει όπως ο άνδρας της. Σε μια κίνηση βαριεστιμάρας, έβγαλε νευρικά τα γυαλιά της και κοίταξε τον ξένο κατάματα. Αυτός σταμάτησε απότομα να χαμογελάει. Το βλέμμα της γυναίκας που είχε απέναντί του ήταν πολύ διαφορετικό απο ότι το φανταζόταν. Είχε τεράστια γκρίζα μάτια και η κόρη τους με το άπλετο φως της ημέρας είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Θα ορκιζόταν πως μια ανταύγεια μωβ είχε πέσει πάνω του, έτσι όπως τα μάτια της πλανήθηκαν για λίγο στο πρόσωπο του, σαν να προσπαθούσαν να βρουν κάτι. Ύστερα η γυναίκα ξαναφόρεσε τα γυαλιά της και ο ξένος αισθάνθηκε ανακουφισμένος. Η γυναίκα έστρεψε το πρόσωπό της μπροστά και έδειξε να αφαιρείται στον ορίζοντα. Η δεύτερη γυναίκα της παρέας πότε κοιτούσε τον άνδρα που μίλαγε με τον συνοδό της, πότε έριχνε ερευνητικές ματιές στην άλλη γυναίκα που δεν έκανε ιδιαίτερο κόπο να δείξει πως ελάχιστα την ενδιέφερε αυτό που έλεγαν οι δύο άνδρες.

Η ώρα πέρναγε και ο ήλιος αφού έφτασε στην κορυφή του μεσημεριάτικου ουρανού, άρχισε σιγά σιγά να πέφτει προς τα πίσω, στο αδιάπτωτο γαλάζιο μιας ημέρας ονειρεμένης. Οι δύο ξένοι αποφάσισαν πως είχε έλθει η ώρα να βουτήξουν. Έτσι αποχαιρέτισαν τους γνωστούς τους με την υπόσχεση να βρεθούν μετά, αφού παραθέριζαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Ο άνδρας της συμφώνησε, το ζευγάρι αποχώρησε κι οι δύο τους έμειναν πάλι μόνοι.

Ο σύζυγός της δεν ξανάπιασε την εφημερίδα, παρά έμεινε να κοιτάει κι αυτός τον ορίζοντα, μαζί με την γυναίκα του. Αυτή δεν μίλαγε κι έτσι αυτός την ρώτησε ευθέως αν είχε βαρεθεί. Αυτή παραδέχθηκε πως είχε αρχίσει να βαριέται λίγο. Αυτός τότε πλησίασε κοντά της, τόσο κοντά που σχεδόν μπορούσε να μυρίσει το άρωμα που ανέδιδε το σβέρκο της. Μπορούσε να την μυρίσει απο αυτή την απόσταση, να θυμηθεί την ζεστασιά του κόρφου της, μπορούσε να ραγίσει απο επιθυμία, σκεφτόταν. Έμειναν έτσι, μακριά ο ένας απο τον άλλον ώρα πολλή. Έμεινε μακριά απο το αντικείμενο της επιθυμίας του και τα λεπτά κυλούσαν αργά. Στο δικό του οπτικό πεδίο, τα κύματα της θάλασσας εναρμονίζονταν με τις αμυδρές κινήσεις της. Ευχόταν να μην χρειαζόταν να την ποθεί τόσο. Κι ήταν τόσος ο πόθος του για αυτή που τον εμπόδιζε να καταλάβει αν την αγάπαγε ή απλώς την ποθούσε. Σκεφτόταν αν ο πόθος του ήταν δυνατότερος απο την αγάπη.

«Καθυστερώ» σκεφτόταν αυτή ενώ ανέβαινε το δωμάτιο μαζί του. «Καθυστερώ» σκεφτόταν πάλι όταν τον δεχόταν αργά το μεσημέρι μέσα της. Δεν ήξερε γιατί σκεφτόταν αυτή την λέξη ξανά και ξανά σήμερα. Υπήρχαν μέρες που της κόλλαγε στο νού μια φράση και την επαναλάμβανε νοερά. Δεν είχε σημασία γιατί.

Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία ο έρωτας αυτής της ώρας. Ήταν η ώρα που έπρεπε να βρεθούν μαζί, όπως όταν έτρωγαν μαζί το φαγητό τους.

Το ίδιο βράδυ φόρεσαν τα καλά τους ρούχα και βρήκαν τους φίλους τους στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Η βραδιά ήταν απο εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια που ο ορίζοντας τυλίγει την μαγεία όλου του κόσμου. Η γυναίκα βυθίστηκε στον μαλακό καναπέ και απόλαυσε το υπόλοιπο βράδυ πίνοντας το ποτό της ήσυχα. Ώσπου να έρθει η ώρα να κοιμηθεί στο πλευρό του άνδρα της μακάρια και ήρεμη, κλεισμένη στο μπουμπούκι της ύπαρξης της, έτοιμη να ανοίξει το άλλο πρωί, ζώντας έτσι με την μισή της ύπαρξη δοσμένη στον άνδρα της και την υπόλοιπη χαμένη κάπου που και η ίδια φαινόταν να αγνοεί.

~ * ~

Προχωρά μέσα στη γαλήνη του εαυτού της. πάνω σε ένα πέτρινο δρομάκι που οδηγεί κάπου που δεν ξέρει. Τα βήματά της κάπου θα την πάνε. Αφουγκράζεται τον χτύπο των τακουνιών πάνω στο έδαφος. Της τραβάνε την προσοχή τα τακ-τακ. Δε βλέπει μπροστά της τίποτα. Προχωράει σαν υπνωτισμένη. Περνάνε άνθρωποι δίπλα της κι ούτε που τους καταλαβαίνει. Πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, μπορεί να ταξιδεύει με άνεση. Στο δικό της σκοτάδι, κάτω από έναν αδυσώπητο ήλιο μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερη. Εδώ και χρόνια κανείς δεν την εμποδίζει να είναι αυτοτελής. Θα μπορούσε να περπατάει έτσι μέχρι να φθάσει στο τέλος της ζωής της. Θα μπορούσε και να κλείσει και τα μάτια και να περπατάει έτσι. Τι θα την εμπόδιζε; Το δοκιμάζει λοιπόν. Κλείνει τα μάτια και περπατάει. Αρχίζει και της αρέσει αυτό το ιδιαίτερο παιχνίδι οπού απλώς δοκιμάζει τις υπόλοιπες αισθήσεις της και την οξύτητα τους. Πόσο θα αντέξει αναρωτιέται. Γελάει μόνη της. Αισθάνεται πως περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Αρχίζει και ζαλίζεται. Συνεχίζει να γελάει ενώ χάνει την ισορροπία της. Γελάει σα παιδί. Σφίγγει τα βλέφαρα για να μην ενδώσει στον πειρασμό να κοιτάξει. Επιχειρεί να βγάλει τα παπούτσια της. Τα παίρνει στο χέρι της. Συνεχίζει το παιχνίδι. Νιώθει στα πέλματα την στρογγυλή τραχύτητα των βότσαλων ενώ στα ρουθούνια της λικνίζονται μυρωδιές της θάλασσας. Το δέρμα της θωπεύει το χέρι από ένα ευχάριστο μελτεμάκι. Με το άλλο χέρι ανακατώνει τα μαλλιά της. Σε αυτή τη θωπεία θα υποχωρήσει. Θα βγάλει την φουρκέτα που συγκρατεί τα μαλλιά της. Η καστανόξανθη κώμη απελευθερώνεται και σχηματίζει αόρατους μικρούς κυκλώνες. Με τα πέλματά της καταλαβαίνει πως έχει φθάσει σε μέρος με άμμο, πιθανότατα στην παραλία. Σκέφτεται πως θέλει να συνεχίζει να υποδύεται την τυφλή με τον εαυτό της, αρνούμενη να ανοίξει τα μάτια της. Ακούει γύρω της γλαροπούλια και παιδιά να κρώζουν όμοια με γλαροπούλια. Φαντάζεται πως η ευτυχία είναι ακριβώς αυτό που της συμβαίνει εκείνη την στιγμή. Της έρχεται να ουρλιάξει μα σφίγγει τα χείλη της. Αντέχει τόση ευτυχία αναρωτιέται; Είναι και πάλι παιδί σκέφτεται, απο τότε ίσως να έχει να αισθανθεί τόση ευτυχία. Νιώθει το απαλό άγγιγμα της γης στα πόδια της και με την φαντασία της βλέπει τον εαυτό της ως ένας άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα της φαντασίας την ταξιδεύει γύρω της. Είναι τόσο πλήρης και τόσο ασφαλής που κοντοστέκεται. Δεν αντέχει τόση ευτυχία. Της πέφτει βαριά. Νιώθει στο στήθος της να σφίγγεται. Για μια ατέλειωτη στιγμή πονάει. Θέλει να ουρλιάξει. Ανοίγει τα μάτια.

~ * ~

Μπροστά της απλώνεται η παραλία. Τα παιδιά ολόγυρά της παίζουν ανέμελα και το ελαφρύ κυματάκι τους χαλάει τα σχέδια στην άμμο. Κάθεται ανακουφισμένη δίπλα σε μια μικρή ομάδα παιδιών που παλεύει με ένα κάστρο και μια τάφρο. Αφουγκράζεται την κουβεντούλα τους. Επιθυμεί σφόδρα να συμμετέχει, να τους βοηθήσει, να τους πει πως θα το κάνουν για να μην τους χαλάσει και πάλι. Μα κάτι την εμποδίζει. Σκέφτεται πως δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει στο παιχνίδι τους και πως με την πραγματικότητα της ενηλικίωσης της θα τους καταστρέψει το παιχνίδι της φαντασίας τους. Συνοφρυώνεται σαν παιδί και σκαλίζει με τα δάχτυλα την άμμο. Πιάνει την κοιλιά της με το άλλο το χέρι της και εύχεται να της επιτρεπόταν να παρέμβει και αυτή. Κάθεται εκεί για κάμποση ώρα χωρίς να κοιτάει τα παιδιά πια, ακούγοντας τα μονάχα. Νιώθει ένα μέτρο μακριά απο την ευτυχία τώρα. Νιώθει πως κάτι την χωρίζει απο αυτή. Πως σαν κάτι δικό της να απομακρύνεται πάλι από την ίδια. Να απλώσει το χέρι; Απλώνει το χέρι σαν να θέλει να αδράξει κάτι στο κενό που απλώνεται μπροστά της. Ένα κενό απέραντο, χρώματος βαθυγάλανου. Ταξιδεύει με το νου της και πλέει απαλά σαν ψάρι μέσα στο διάφανο γλαυκό που εκτείνεται μπροστά της. Το νερό χαϊδεύει το πρόσωπο της, τυλίγει το χέρι της που απλώνεται μπροστά. Το σώμα της είναι αβαρές πλέον. Θυμάται την πόλη που γεννήθηκε, πόλη με ιστορία. Γεμάτη απο ιστορικά μνημεία και ογκώδη απομεινάρια ιστορίας. Τα νιώθει βαριά να πέφτουν πάνω στη μνήμη της. Θέλει να φύγει απο όλα αυτά. Θέλει να μείνει άδεια, χωρίς μνήμη. Θέλει να βγάλει απο πάνω της ότι την βαραίνει. Σκέφτεται την Βιρτζίνια Γουλφ. Θυμάται πως είχε δέσει μια πέτρα γύρω της και είχε βουτήξει στα νερά του . Ίσως να ήθελε να απαλλαγεί και εκείνη από τα βάρη της. Η αυτοκτονία θεωρούσε πάντα πως ήταν μια κίνηση απρέπειας απέναντι στη ζωή. Ήταν μια προδοσία, νόμισε, απέναντι στο ίδιο τον εαυτό. Κι όμως, η θάλασσα τώρα την θέλγει . Φαντάζεται τον εαυτό της να βγάζει τα ρούχα της απαλά και να βουτάει. Βλέπει μπροστά της την μορφή της να το κάνει. Τα ρούχα να γλιστρούν απαλά και να πέφτουν χάμω, οι αστράγαλοι να σηκώνονται και να ξεφεύγουν. Βλέπει την πλάτη της γυμνή, τα μαλλιά να πέφτουν απαλά πάνω στο δέρμα που ο αέρας ψαύει τρυφερά. Ο ήλιος έχει βυθιστεί στον ορίζοντα εδώ και ώρα κι έχει αφήσει μιαν ανταύγεια λιλά πάνω στο γαλάζιο. Ο εαυτός της στέκεται εμπρός της, όρθιος, γυμνός και περήφανος. Μα αυτό είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας μόνο. Η ίδια κάθεται στην ίδια θέση που ήταν και πριν δέκα λεπτά. Ο εαυτός της προχωρά μπροστά. Τα πέλματα ακουμπούν ευγενικά σχεδόν τα πρώτα κυματάκια με το ελαφρύ άφρισμα. Η ίδια παραμένει στο φόντο. Ο ήλιος έχει πέσει και το σκοτάδι πλησιάζει σιγά σιγά. Τώρα τα παιδιά είναι μακριά και παίζουν με μια μπάλα. Φωνάζουν, τρέχουν όλα μαζί, κυνηγούν την μπάλα τους. Η παραλία είναι άδεια, οι λουόμενοι έχουν αποσυρθεί για να προετοιμαστούν για το βράδυ. Όλα φυσούν τον αέρα της ελευθερίας. Όλα μοιάζουν τοποθετημένα στη σωστή τους θέση.

Ήταν απλό. Σηκώθηκε από την θέση της ανάλαφρα. Τα χέρια της ξεκούμπωσαν το σορτσάκι της. Το σορτσάκι έπεσε στα πόδια της. Ύστερα έβγαλε την κιλότα της. Κι ύστερα το τιραντέ μπλουζάκι της με το ναυτικό σχέδιο και την άγκυρα κεντημένη στο δεξί στήθος. Έμεινε ολόγυμνη. Κανείς δεν την είχε δει. Κανείς δεν πρόσεξε πως στην άκρη της παραλίας μια κοπέλα γυμνωνόταν. Προχώρησε ήρεμα μπροστά κι έκανε ακριβώς αυτό που είχε δει τον εαυτό της να κάνει. Έφτασε μπροστά στα κύματα. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε ένα ελαφρύ αεράκι. Αν ήταν πουλί και άνοιγε τώρα τα φτερά του, θα πέταγε. Θα γινόταν ένα αλμπατρός με τεράστια φτερά απλωμένα δεξιά και αριστερά της και θα έπαιρνε τον δρόμο των κυμάτων. Όμως αυτή δεν ήταν πουλί. Το σώμα της είχε μια βαρύτητα που την κράταγε δεμένη με το έδαφος. Μια βαρύτητα όμοια με αιχμαλωσία. Έκανε ένα βήμα προς τη θάλασσα, κι ύστερα κι άλλο ένα, κι ύστερα κι άλλο ένα. Τα πόδια της βρέθηκαν μέσα στο νερό, ακουμπώντας στην μαλακιά άμμο της παραλίας. Το νερό ήταν ζεστό ακόμα. Προχώρησε κι άλλο. Το νερό έφτασε τα γόνατά της. Ένιωσε ένα γλυκό ρίγος ανάμεσα στα πόδια της καθώς προχώραγε, ενόσω το νερό ρούφαγε σιγά σιγά τα γόνατά της κι ύστερα τα μπούτια της. Κάποτε έφτασε να βραχεί και το εφηβαίο της. Αλλά η πιο γλυκιά αίσθηση ήταν όταν βράχηκε η κοιλιά της. Κι ύστερα η μέση. Το στήθος της επέπλεε ακόμα πάνω από το νερό. Πήρε λίγο νερό με τις χούφτες της και έβρεξε τα στήθη της. Τα δάχτυλα της περιπλανήθηκαν πάνω στο στέρνο της. Οι άκρες των μαλλιών της ήδη επέπλεαν μέσα στο νερό όπως τα φύκια. Είδε τον εαυτό της απο ψηλά. Αν είχε έναν καθρέφτη, υπέθεσε πως θα έβλεπε κάτι που θα της άρεσε. Ξαφνικά ένιωσε μια επιθυμία να κοιτάξει πίσω της. Γύρισε διστακτικά το πρόσωπο της και κοίταξε την άδεια παραλία. Είδε τον εαυτό της καθισμένο εκεί που ήταν πριν δέκα λεπτά να την κοιτάει ήρεμα, με το στόμα ακουμπισμένο πάνω στο πρόσωπο, σκεφτικό αλλά ήρεμο. Ύστερα κοίταξε γύρω απο τον εαυτό της. Δεν υπήρχε τίποτα. Δάκρυα ανέβηκαν ξαφνικά στα μάτια της και ένας ατέλειωτος λυγμός την έπνιξε. Άρχισε να κλαίει. Έβαλε το πρόσωπό μέσα στα χέρια της και ξέσπασε σε ένα βαθύ αναφιλητό, όπως τότε που ήταν παιδί και έσκιζε τα γόνατά της. Τα δάκρυά της ενώθηκαν με τις σταγόνες της θάλασσας. Το στόμα της γέμισε με την αλμύρα τους. Κι ύστερα γύρισε μπροστά. Έδωσε μια ώθηση και έπεσε στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει μπροστά γρήγορα με βαθιές απλωτές. Το σκοτάδι είχε πέσει προς τα εκεί που κολύμπαγε.

Όταν ο άνδρας της έφτασε ιδρωμένος στην παραλία είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες. Εκεί δεν υπήρχε κανείς. Περπάταγε αγκομαχώντας, ψάχνοντας να βρει κάποιον να ρωτήσει μήπως την είχαν δει. Τα παιδιά είχαν φύγει απο την παραλία. Όσους είχε ρωτήσει, κανείς δεν την είχε δει μέχρι τώρα. Σαν να ήταν η γυναίκα του ένα αόρατο φάντασμα που είχε περάσει ανάμεσά τους. Κι όμως του είχε πει οτί θα κατέβαινε στην παραλία για να κάνει μια μικρή βόλτα. Αλλά κανένας δεν την είχε δει. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει και σχημάτιζε σταγόνες πάνω στο μέτωπό του αλλά τα χέρια του ήταν μουδιασμένα, όπως και τα πόδια του. Περπατούσε αγκομαχώντας, ψάχνοντας ένα δείγμα απο την παρουσία της. Κάποια στιγμή στην άκρη της παραλίας ξεχώρισε κάτι που έμοιαζε με ρούχα. Έτρεξε προς τα κει κι όταν έφτασε, σήκωσε απο την άμμο τα ρούχα της: το σορτσάκι της, το μπλουζάκι της και την κιλότα της. Πιο δίπλα ήταν ακουμπισμένα τα παντοφλέ τακούνια της. Η καρδιά του βρόντηξε πάνω στο στήθος του. Κοίταξε αμέσως προς το μέρος της θάλασσας, προς τη πλευρά του ορίζοντα. Ωστόσο δεν είδε τίποτα. Μάζεψε τα πράγματά της κι άρχισε να τρέχει σαν τρελλός. Στα πνευμόνια του δεν είχε μείνει οξυγόνο. Πήρε τον δρόμο που είχε διανύσει προς τα πίσω, λες και ήταν υποχρεωτικό. Τρέχοντας μες το σκοτάδι, κάποια στιγμή είδε στο βάθος της θάλασσας ένα ψαράδικο να κατευθύνεται προς τα έξω. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του, φωνάζοντας στους ψαράδες να σταματήσουν. Οι ψαράδες τον είδαν και άλλαξαν την ρώτα τους προκειμένου να πάνε προς το μέρος αυτού του περίεργου άνδρα με τα ρούχα και τα γυναικεία παπούτσια στο χέρι, που φώναζε σαν τρελλός. Αυτός βούτηξε με τα ρούχα μέσα στη θάλασσα λες και θα κέρδιζε χρόνο. Ο άνθρωπος και η βάρκα κάποια στιγμή συναντήθηκαν. Ο άνθρωπος άρχισε να λεει κάτι κι οι ψαράδες τον ανέβασαν με γρήγορες κινήσεις πάνω στην βάρκα. Έβαλαν τη μηχανή τους στο φουλ και κίνησαν προς τα μέσα. Η βάρκα έσκισε στην μέση την μικρή φωτεινή λωρίδα της σελήνης που καθρεφτιζόταν πάνω στο νερό. Σύντομα έγινε μια μικρή μαύρη κουκίδα στο φως της νύχτας.

~ * ~

Τον βρήκε να κάθεται στο μπαλκόνι, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της έναστρης νύχτας. Ο καπνός απο το τσιγάρο του έφτιαχνε σχήματα πάνω απο το χαμηλωμένο περίγραμμα του προσώπου του. Είχε βγάλει τα γυαλιά του και είχε την πλάτη του στραμμένη στην πόρτα που άνοιξε.

Στάθηκε πίσω του ενώ σταγόνες αλμύρας έτρεχαν ακόμα απο πάνω της. Αυτός δεν γύρισε να την κοιτάξει. Έδειξε μόνο να αναγνωρίζει την είσοδό της στο δωμάτιο.Παρατήρησε την ελαφριά του κίνηση προς τον αμυδρό θόρυβο της εισόδου της. Απο πίσω έμοιαζε με πλάσμα που κειτόταν σχεδόν νεκρό. Το μόνο σημάδι πως τίποτα δεν είχε αλλάξει ήταν το ουίσκι σε ένα ποτήρι δίπλα του. Το νερό που έτρεχε απο πάνω της,σχημάτιζε μικροσκοπικές λιμνούλες γύρω απο τα ανυπόδητα πόδια της. Στάθηκε για λίγο πίσω του χωρίς να αναπνέει, σα ζώο που απο μακριά οσμίζονταν τις προθέσεις ενός άλλου. Ύστερα η κοπέλα πήγε στο μπάνιο και πήρε μια πετσέτα για να σκουπίσει λίγο τα βρεγμένα μαλλιά της. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί κι ύστερα βγήκε πάλι και πήγε και κάθισε στην άκρη του κρεββατιού, μην έχοντας τι να κάνει με τα χέρια της, αφήνοντάς τα να κρεμαστούν σαν κουπιά απο πάνω της. Ανυπεράσπιστη εντελώς, ήταν σα να παραδινόταν στη μοίρα της.

Δε μίλησαν για πολύ ώρα. Απο αμηχανία περισσότερο αυτή άναψε ένα τσιγάρο. Το κάπνισε μέχρι το τέλος ήρεμη, χωρίς να κουβεντιάσει. Αποφάσισε αυτός να πει την πρώτη κουβέντα.

- Νόμιζα πως δε θα γύριζες, της είπε με έναν πολύ απλό τόνο.

- Σου είχα πει πως θα πάω μια βόλτα κάτω στην παραλία. Ήταν πολύ όμορφα και αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο τελικά, του απάντησε απλά.

Δεν τολμούσε να την κοιτάξει. Ήξερε πως τα μάτια της έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, από πίσω του.

- Είναι καμμιά φορά τόσο επικίνδυνα εκεί έξω, μονολόγησε αυτός.

- Δεν γύρισα για αυτό, του απάντησε μετά απο λίγα δευτερόλεπτα σκέψης. Έμεινε κι αυτός να αφουγκράζεται το σκοτάδι που τους χώριζε. Ύστερα μίλησε.

- Θα ήθελα να σε αγγίξω. Γύρισε να την κοιτάξει. Ένιωσε τον δισταγμό της και έμεινε στην θέση του.

- Δεν είναι αλήθεια, αποφάσισε να του πει μερικά δευτερόλεπτα μετά.

- Δεν υπάρχει αλήθεια, της είπε. Υπάρχεις εσύ εδώ, κι εγώ. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν ακριβώς όπως τό πε. Μόνο οι δυό τους εκεί και ανάμεσα τους όλος ο κόσμος. Ήταν φριχτό. Η μοναξιά με τον άλλον απέναντι τους πάγωνε τα μέλη.

- Είμαστε ψέμα, είπε αυτή απότομα, σα για να διαλύσει μια εξουθενωτική σιωπή. Ένιωθε τα δόντια της σφιγμένα, μπορούσε να ακούσει το κροτάλισμα τους μέσα στο δωμάτιο. Την κοίταξε βαθιά αυτή τη φορά, δίχως φόβο. Τα μάτια του έσταζαν ικεσία στο πάτωμα. Γύρεψε κάτι απο μέσα του κάτι να αρπαχτεί.Δεν υπήρχε τίποτα. Άκουσε τότε ένα βαλς που ακουγόταν αμυδρά από την αίθουσα χορού του ξενοδοχείου. Φαντάστηκε τα ζευγάρια που χόρευαν κάτω και μέσα σε αυτά τα ζευγάρια είδε τον εαυτό του να χορεύει ανέμελα μαζί της. Την είδε να γελάει. Δεν του ήταν ανέγνωρο αυτό το γέλιο. Τώρα όμως αυτό το γέλιο δεν ήταν εδώ.

- Θες να χορέψουμε; τη ρώτησε πάνω στην απόγνωσή του, σκάζοντας ένα γέλιο, σαν να χλεύαζε τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή δεν απάντησε.

- Σκέψου, της είπε χαμογελώντας, ενώ έφερε τα χέρια του μπροστά στο στόμα του, σαν να επρόκειτο να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση που χρειαζόταν περίσκεψη.

- Τι; Να σκεφτώ; Τι; Έκανε αυτή σα να μην άκουσε καλά.

- Να σκεφτείς πως τώρα μπορείς να φύγεις. Ή μπορούμε να πάμε κάτω να χορέψουμε.

- Και να κάνουμε σα να μη συμβαίνει τίποτα;

- Δεν συμβαίνει τίποτα όταν θέλω να σε κρατήσω; Αυτή σφίχτηκε να μην απαντήσει. Κοίταξε προς τον ορίζοντα της νύχτας που πλέον κάλυπτε τα πάντα.

- Δεν μας ανήκει τίποτα πλέον, κατάφερε να του πει. Πήγε κοντά του και πήρε το τσιγάρο του. Βγήκε μπροστά του με την πλάτη της. Κάπνισε ήρεμα. Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή του μπαλκονιού. Όταν γύρισε να τον κοίταξει, στα μάτια της έκαιγαν φωτιές.

- Πρέπει κάπως να φύγω, είπε σκίζοντας τη νύχτα στη μέση.

- Ω Θεέ μου, είσαι πιο όμορφη όταν πονάς, της είπε αυτός αφήνοντας ένα πικρό γέλιο να πέσει ανάμεσά τους. Ποιος απο τους δύο είχε μιλήσει πρώτος;

- Το ξέρω, είπε αυτή και ξαφνικά γέλασε. Είχαν μιλήσει μαζί αυθόρμητα. Αν είχαν κι οι δύο στα χέρια τους όπλα, θα είχαν πυροβολήσει μαζί ο ένας τον άλλο, σκέφτηκε. Τι θα λεγε κανείς αν μας άκουγε τώρα; του είπε στη συνέχεια.

- Δεν ξέρω, της απάντησε. Το θέμα είναι πως δεν μας ακούει κανείς. Κανείς δεν είναι εδώ μαζί μας, της είπε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Της έτεινε το χέρι του και αυτή ανταποκρίθηκε. Αυτός την αγκάλιασε και αυτή αφέθηκε στην αγκαλιά του.

- Ξέρεις, του είπε κουλουριασμένη στο στήθος του. Είναι χρόνια που έχουμε στοιχειώσει στο μυαλό μας σαν άλλοι απο αυτούς που είμαστε.

- Το ξέρω μωρό μου. Σώπα τώρα.

- Ναι. Και δεν ξέρουμε ούτε πως να βρεθούμε, ούτε πως να φύγουμε. Αυτός την έσφιξε πιο βαθιά.

- Αργήσαμε, του φώναξε ικετευτικά μέσα στα κλάματά της.

- Ας μείνουμε εδώ μαζί, τουλάχιστον τώρα, της απάντησε.

- Με μισείς, του είπε ανησυχώντας.

- Σε μισώ πράγματι, της απάντησε.

- Το ξέρω, του είπε. Γέλασαν κι οι δύο ανάμεσά στα δάκρυα τους. Έμειναν για λίγο σφιχταγκαλιασμένοι ώσπου πάλι μίλησε αυτή.

- Πάμε κάτω; Θέλω να χορέψω.

- Ναι, απάντησε αυτός. Θα σου το έλεγα, πρόσθεσε. Την αγκάλιασε απο τους ώμους και την έσυρε έξω απο το δωμάτιο.

Βγαίνοντας απο το δωμάτιο θυμήθηκε να κλείσει το φως. Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω τους. Πιο αργά μέσα στη νύχτα θα έκλεινε πάλι πίσω τους, όταν επέστρεφαν για να μπουν πάλι μέσα στη σιγαλιά της ένωσης τους. Θα ήταν μεγαλύτερος απο ποτέ εκείνο το βράδυ, τόσο πολύ που δεν θα χώραγε μέσα της. Με τα μάτια του θα την έπαιρνε και αυτός μέσα του. Για λίγο μόνο θα ξέχναγαν ευτυχώς πάλι τα πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: