Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2016

Η Μητέρα του Κόσμου

Πολύ πρόσφατα σε ένα περιστατικό συνεχόμενων βιασμών από τους τζιχαντιστές του Ισις, μια γυναίκα αιχμάλωτη αυτοπυρπολήθηκε για να μην είναι πλέον αντικείμενο πόθου για τους άνδρες της τρομοκρατικής οργάνωσης. Έπρεπε να εξαφανίσει τα γυναικεία ίχνη από το πρόσωπό της για να εξαφανίσει την μήτρα της.  Πριν λίγες μέρες επίσης χιλιάδες Πολωνές ντυμένες στα μαύρα συμμετείχαν  σε διαδηλώσεις στο πλαίσιο της «απεργίας γυναικών» που διοργανώθηκε κατά του νομοσχεδίου που προέβλεπε ουσιαστικά την απαγόρευση της άμβλωσης στη χώρα, η νομοθεσία της οποίας στο θέμα είναι ήδη μια από τις αυστηρότερες στην Ευρώπη. Πριν από λίγους μήνες, ο Αιγύπτιος βουλευτής Elhamy Agina εξέφρασε δημοσίως την άποψη ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να υποβάλλονται σε ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων ώστε να μην προκαλούν τους άντρες. Έτσι οι Αιγύπτιοι θα συγκεντρώνονται καλύτερα σε πιο σοβαρά θέματα γιατί είναι – λέει – και λαός επιρρεπής στα ερωτικά. Θα μπορούσε κανείς να παραθέσεις δεκάδες άλλα παραδείγματα για να αποδείξει πως κανένα άλλο όργανο σώματος δεν ελέγχθηκε κοινωνικά τόσο όσο η μήτρα.

Κάποιο παλιό σεξιστικό τσιτάτο με το οποίο γελάγαμε πικρά ή θυμώναμε εμείς οι γυναίκες, έλεγε πως γυναίκα είναι όλο αυτό το πράγμα γύρω από το μουνί. Πέρα από την φανερά σεξιστική διάθεση, υπάρχει μια πολύ καλά καμουφλαρισμένη ανησυχία πίσω από αυτή την φράση. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να πει πως η γυναίκα είναι όλο αυτό το πράγμα γύρω από τη μήτρα της χωρίς να γίνεται σεξιστής. Γιατί είναι η γυναίκα είναι η μήτρα της και με την αυτήν αναπνέει, με αυτήν τρομάζει, με αυτήν γεννάει, με αυτήν οργάζει. Κι έτσι η γυναίκα είναι ολόκληρη γιατί έχει μήτρα. Κι αυτό είναι ενδεχομένως τρομακτικό.

Η δική μου μήτρα είναι καρδιόσχημη, μου το είχε πει και ο πρώτος γιατρός που την είδε. Μου είχε πει πως θα δυσκολευτώ να κάνω παιδιά, αλλά τα παιδιά μου γεννήθηκαν υγιή και στρόγγυλα, ίδια κουφέτα με ανθρώπινη μορφή. Οι γυναίκες έχουν την καρδιά στη μήτρα, έχω καταλάβει. Η καρδιά είναι ένα δευτερεύον όργανο που τροφοδοτεί τη μήτρα με αίμα. Η μήτρα μεταγγίζει ζωή σε ένα πλάσμα από το μηδέν. Οι άνδρες δεν ξέρουν τίποτα για αυτό. Τους αρκεί ένα θριαμβευτικό ουρλιαχτό πάνω από μια μητρική κοιλότητα, μια στιγμιαία μόνο παράδοση άνευ όρων του τόσο λίγο από τον αφρό απ’ το κορμί τους σε κάτι που θεωρούν ολοκληρωτική κατάκτηση. Με σχεδόν θριαμβική ιαχή παραδίδουν το σπέρμα τους στην γυναικεία μήτρα καθώς εγκαταλείπονται στην καρδιόσχημη γεννήτρα του κόσμου. Πονηρώ τω τρόπω, η γεννήτρα φύση θέλησε τα παιδιά να είναι της μάνας, αδιαπραγμάτευτα μέλη του δικού της σώματος και να ολοκληρώνουν την ύπαρξη τους εντός της μόνο. Φανταστείτε λίγο να κόβετε το χέρι σας. Δε θα θέλατε να ζήσει ακόμα και αν έχει δική του ζωή; Γιατί αυτός είναι ο προορισμός της γέννησης: το φευγιό. Να φύγουν και να πάνε στον πατέρα τους, αν δεν έχει προηγουμένως εξαφανιστεί αφήνοντας μόνο το σπερματικό του ίχνος, και δια μέσου του φευγιού να γνωρίσουν τον κόσμο. Αλλά πρώτα και κύρια πρέπει να κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τη μήτρα, η σωματική τους και ως εκ τούτου πνευματική τους συναρμογή με τη μητέρα.

Ο Φρόυντ είχε πει «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά άλλη ανάγκη στην παιδική ηλικία τόσο δυνατή όσο η πατρική προστασία». Επίσης είχε πει πως δεν γνώριζε τι ακριβώς θέλουν οι γυναίκες. Δεν είναι παράξενο που ήταν σκέψεις του ίδιου ανθρώπου του ίδιου φύλου. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι πώς ο άνθρωπος που εγκαθίδρυσε έννοιες όπως η ψυχανάλυση και μίλησε για τα ασυνείδητα κίνητρα, στεκόταν με επιφύλαξη απέναντι στο γυναικείο φύλο.  Πώς όμως θα μπορούσε να ξέρει αφού οι γυναίκες έχουν ολόκληρη την επιθυμία στη μήτρα και την καρδιά ανάμεσα στα πόδια και αυτός ήταν άνδρας.  Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουν οι άνδρες για τις γυναίκες και αυτό είναι κοινό μυστικό το οποίο συνήθως μετατρέπεται σε σύντομο ανέκδοτο.  Δεν ξέρουν ας πούμε ό,τι  ο γυναικείος φόβος, ο φυσικός εχθρός της ηδονής, βρίσκει χώρο στη μήτρα. Αν ρωτήσεις μια γυναίκα αν έχει ποτέ νιώσει τον τρόμο στη μήτρα της, θα σου απαντήσει φυσιολογικότατα πως ναι. Αν τρομάξεις μια γυναίκα, ο κόλπος της θα τραβηχτεί σαν δειλό ζώο. Αν τη ρωτήσεις αν ο κόλπος της αναπνέει, θα σου πει βεβαιότατα, και θα σου εκμυστηρευτεί ίσως πως η ανάσα του κόβεται μπροστά στον τρόμο. Αν τολμήσει να πάει τη κουβέντα παρακάτω, θα σου μιλήσει για την ζωτικότητα της μήτρας στη φάση της ωορρηξίας, το πόσο ολόκληρο το σώμα γίνεται ένας τεράστιος κόλπος αλλά όχι μόνο τότε. Θα σου περιγράψει τον ωοθηκικό κύκλο που μεταμορφώνει το  σώμα της απο μέρα σε μέρα: πώς η φάση της ωορρηξίας διογκώνει τα στήθη της σε δυό μεγάλα σαρκοφάγα τριαντάφυλλα που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους οικεία βουλήσει μέχρι να φαγωθούν τα ίδια για να ησυχάσουν. Θα σου μιλήσει για την αιμορραγική φάση όταν το ενδομήτριο καταρρέει και αποβάλλεται, με σκοπό να αντικατασταθεί από νέο, πόνος που μιμείται τις συσπάσεις του τοκετού ή τους ακούσιους οργασμούς μιας γυναίκας αμέριμνης. Ισως, αν είσαι αρκετά τυχερός, να σου εξομολογηθεί πως όταν επιθυμεί σφόδρα έναν άνδρα, η ίδια μπορεί να δείχνει ατάραχη, αλλά η μήτρα της σφαδάζει. Ταυτόχρονα και ενώ κανείς δε μιλά για αυτά, η σύγχρονη απελευθέρωση της γυναικείας σεξουαλικότητας επιτάσσει σε μια γυναίκα να φοράει όλο και λιγότερα τσίτια. Ας το παραδεχτούμε, η έκφραση του ερωτισμού στις γυναίκες, αφού η βασίλισσα πρέπει και να δείχνει οτί είναι βασίλισσα, καταστρατηγεί οποιαδήποτε ευκολία στην καθημερινότητά της και την καθιστά μονοδιάστατο αντικείμενο που επιθυμεί να επιθυμείται. Δηλαδή, ως γυναίκα ή που θα είσαι σεξ τόυ, πράγμα καθόλου μεμπτό στην ώρα του, ή που θα είσαι ινδιάνος δρομέας ανάμεσα στους πολλαπλούς σου ρόλους στο δεκατετράωρο της εγρήγορσης. Αλλά για το τι θέλει μια γυναίκα δε μιλάμε. Τι θέλουν οι γυναίκες παραμένει ένα άλυτο μυστήριο. H φύση της γυναικείας επιθυμίας  παραμένει επτασφράγιστο μυστικό, ένας ασκός του Αιόλου που κανείς δε θέλει να ανοίξει.


 Γράφει ο Ρίλκε για τις γυναίκες «Όμως η φύση, η πλήρης, που αυτο-ενεργοποιείται και γαληνεύει εντός του εαυτού της, δεν το αντιλαμβάνεται, όταν εμείς την εγκαταλείπουμε. Ανεπηρέαστη από την ορμή ή την αποστροφή της καρδιάς μας μάς έχει πάντα κοντά της, αγνοεί την οδύνη της μοναξιάς ή είναι μόνη ως πλήρης και ολοκληρωμένη, είναι μόνη γιατί αυτή είναι το παν και δε ζει τότε στα όρια αυτής της κατάστασης αλλά στο ζεστό τέλειο κέντρο και στην εγκάρδια στοργή της». Κι ο Χειμωνάς σε άλλον τόπο και χρόνο συνομιλεί με τον Ρίλκε, γράφοντας για τον άνδρα “ Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της ­ ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό ­ ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.» Ίσως μόνο η ανδρική λογοτεχνική γλώσσα κατάφερε να προσεγγίσει –από απόσταση μόνο- αυτό το μεγάλο μυστήριο που λέγεται γυναίκα που και τόσο ανερυθρίαστα τολμά η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα να παραβιάζει παλινδρομώντας σε σκοτεινές εποχές.

Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2012

It’s a SHAME, the movie







Shame is the shadow of love, P.J. HARVEY

Aρνιόμουν απο καιρό να δω την ταινία Shame, του Steve Mc Queen, προφασιζόμενη ότι θα ήταν άλλη μια ταινία για τα κενά του αυτιστικού μας αστισμού που δεν μας φτάνει που τα ζούμε, πρέπει να τα βλέπουμε κιόλας.  Αποφάσισα όμως να τη νοικιάσω, μετά από τα αντικρουόμενα σχόλια φίλων. Νομίζω όπου υπάρχει αντίλογος,  υπάρχει θέμα. Κι έτσι, αφού έχει καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της τρέχουσας κινηματογραφικής ειδησεολογίας για το θέμα, με άλλα λόγια αφού είναι αργά πλέον για να πρωτοτυπήσω, εφόσον ούτως ή άλλως δεν διαθέτω τα όπλα, μπορώ να πω τη γνώμη μου.

 Ο Μπράντον είναι ένα «καυτό» αγόρι που ζει στη Νέα Υόρκη, μόνος.  Έχει μια καλή δουλειά που του δίνει αυτά που χρειάζεται για να ζήσει ένας άνθρωπος που δεν θέλει να έχει καμμία σχέση με το παρελθόν του: Αυτάρκεια, ανεξαρτησία, ευκολία, μοναξιά. Η τύχη του παράλληλα «τον έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή. Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν» όπως θα λεγε και ο Καβάφης.  Με κορμί, χυτό σαν άγαλμα  και με πρόσωπο σύγχρονου Κούρου, ο Μπράντον, αφήνεται να εννοηθεί,  εντάσσεται εύκολα στο πρεστίσσιμο της πιο ηδονοθηρικής μεγαλόπολης του κόσμου.  Άλλωστε  αυτό είναι και το σκοπούμενο για τους Μπράντον. Η ηδονή του σώματος ως ύστατος  τρόπος του ζην και του ενεργείν άνευ ταλάντωσεων. Ο Μπράντον είναι ένας σεξ άντικτ, ένας φαλλός σε μόνιμη στύση. Είναι ο τρόπος του να αντιμετωπίζει το άγχος. Ποιο άγχος; Δεν το ξέρουμε. Βλέπουμε όμως στα μάτια σε απόχρωση γαλάζιο του πάγου, κάτι που έχει ειδωθεί και στερεοποιήθηκε και στα σφαλιστά του χείλη κάτι που πρέπει με κάθε θυσία να μην ειπωθεί. Το βλέπουμε και στην αδυναμία του να δημιουργήσει επαφή με οποιαδήποτε γυναίκα,  πέραν του περιστασιακού σεξ, που όσο πιο πρόχειρου και ορμέμφυτου είναι, τόσο πιο εφησυχαστικού. Γιατί η εμμονή του Μπράντον με το σεξ δεν έχει να κάνει με την ποιότητα, τουναντίον μάλιστα. Έχει να κάνει καθαρά με την εκφόρτιση ως έλεγχος αυτοματοποιημένος, και άρα  το αντίθετο του έρωτα. Αλλά η ζωή γράφει την δική της ιστορία και στον κινηματογράφο, ως άλλη παράλληλη πραγματικότητα. Και  το παρελθόν θα μπουκάρει από την πόρτα, ακάλεστο, με τη μορφή της Little Sis. Πόσο εύκολο είναι για ένα μεγάλο αδερφό που φύσει και θέσει κρατάει το στόμα του κλειστό, να πετάξει έξω τη μικρή του αδερφή όταν του ζητάει προσωρινό κατάλυμα; Καθόλου εύκολο. Η «Σίσσυ» μπάζει με το ζόρι στο σπίτι του μεγάλου της αδερφού, το κοινό τους οικογενειακό παρελθόν μαζί με άρωμα γυναίκας, που πέφτει βαρύ στον πρωταγωνιστή. Ο Μπράντον, προκειμένου να λειτουργήσει πολιτικά ορθώς,  θα φιλοξενήσει την αδερφή του, φτάνοντας μέχρι το σημείο να την επισκεφτεί στο μαγαζί που τραγουδά, μαζί με το αφεντικό του που φλερτάρει ό,τι κινείται. Κι εκεί πέφτει στην πρώτη παγίδα. Η ευθραυστότητα της ερμηνείας της Σίσσυ στο “My little town blues, They are melting away I gonna make a brand new start of it  In old New York” τον συγκινεί, γιατί τον αφορά. Επιτέλους τα δύο αδέρφια αρχίζουν να αλληλοσυνδέονται.  Την ώρα εκείνη, ο Μπράντον βλέπει στην αδερφή του έναν δικό του άνθρωπο που αξίζει να εκτιμηθεί, μια αίσθηση που αμέσως μετά θα αντιστραφεί,  όταν η αδερφή του θα πέσει εύκολα στην αγκαλιά του παντρεμένου αφεντικού του. Κι έτσι οι ταυτίσεις ανάμεσα στα αδέρφια θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Η Σίσσυ, με το σώμα και το μυαλό γυναίκας, τόσο όμοια όσο και ο αδερφός της, αλλά και τόσο διαφορετική, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα, καταρρίπτει την ισότητα μεταξύ αδερφών και ξαναγράφει το οικογενειακό μυθιστόρημα μόνη της. Θα παρέμβει στη ζωή του αδερφού της και χωρίς καμμία διάθεση επιβολής,  θα σκουντήξει βάναυσα τις «κανονικότητές» του. Το «δράμα» μόλις ξεκινά για να διαγράψει την πορεία του και τέλος να φτάσει στην πολυπόθητη κορύφωση  που θα βαφτίσει και την ταινία. Τα δύο αδέρφια θα αλληλοφαγωθούν στο σημείο λίγο πριν το μη περαιτέρω, αφού η ελευθεριότητα  αποτελεί καθημερινό στοίχημα και για τους δύο. Λίγο από Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, διασκευασμένο στη σύγχρονη πεζή πραγματικότητα, στην ταινία η έκβαση θα έρθει σχεδόν ομαλά, χωρίς τρελλές ακρότητες αλλά και όχι δίχως πόνο.  Γιατί και ως ήρωες οι σύγχρονοι άνθρωποι, δεν πρωτοτυπούν. Εξάλλου ο σκηνοθέτης Μακ Κουήν έχει αποδείξει πως για αυτές τις λεπτές σύγχρονες ισορροπίες  ξέρει να κάνει ταινίες.

Ντροπή σημαίνει ταπείνωση, σημαίνει καταισχύνη. Ο ήρωάς μας όμως δεν είναι υπόλογος σε κανέναν, δεν πρόδωσε κανένα, ειμή μόνον τον εαυτό του. Επομένως μιλάμε για  το οδυνηρό αίσθημα της ενοχής. Όπου η ενοχή είναι η συνειδητοποίηση της  βασικής μας υπαιτιότητας. Και άρα ευθύνη του εαυτού. Εκτός από την άξαφνη συνειδητοποίηση  που σε γονατίζει, στην περίπτωση των ηρώων που δεν χρειάζεται να απολογηθούν, η ενοχή δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της λυτρωτικά. Κανείς δεν μπόρεσε να ζήσει γιατρεμένος, με μόνο όχημα, τις ενοχές του.  Χρειάζεται και το απαλό χάδι του άλλου, δηλαδή στην περίπτωση που μιλάμε της αδερφής του, όπου σαν άλλος έκπτωτος , αλλά πάντα άγγελος, θα δώσει άφεση, αλλά μαζί και συμπαράσταση και αγάπη.

Τι δεν έχει ήδη ειπωθεί; Ο Φασμπέντερ καταφέρνει να μας πείσει ως άνθρωπος αθώας υπαιτιότητας. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, παίρνει το βάρος της στους σιωπηλούς του ώμους. Έτσι κι αλλιώς, κι όχι απάλευτα, διαθέτει την ευκολία ενός Μπράντον, όπως δεν διέθετε την ευκολία ενός Καρλ Γιουνγκ, όπως φάνηκε στην Επικίνδυνη Μέθοδο. Από την άλλη νομίζω πως ορισμένοι ρόλοι ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία ορισμένων ηθοποιών. «Από τα μάτια πιάνεται» ο ήρωας στον κινηματογράφο.  Βλέμμα που καταλαμβάνει μια ολόκληρη οθόνη. Σώμα που εκτός απο σεξ, μυρίζει ανθρωπίλα. Κι ύστερα ο Μακ Κουήν κάνει όλη τη δουλειά. Πάρε έναν καλό ηθοποιό με πόδια που να πατάν σταθερά στο έδαφος και έναν σκηνοθέτη που να στέκεται στη λεπτομέρεια υπό γωνία, και σου χαρίζω όλες τις τρισδιάστατες  ταινίες  του κόσμου και την ψευδαίσθηση του βάθους.  Μπορείς να με πείσεις για λίγο, από την καρέκλα μου πως θα μπορούσα να 'μουν άλλιώς; Μπορείς να με πείσεις –κινητογραφικώ τρόπω- πως οι τρεις διαστάσεις υποβόσκουν, δίχως  τον καταναγκασμό της οπτικοποίησης; Εννόησέ το και ασε την υπόλοιπη δουλειά σε μένα. Αυτό, φρονώ, είναι το κερδισμένο στοίχημα του κινηματογράφου.


Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2011

Αλλαγή Εποχής (γραμμένο το 2006)

Άξαφνα

Φύσηξε παρεμβολή

Ουρλιάζει απότομα η ενοχή

Θυμήθηκα πως το σκοτάδι μπορεί και να βρυχάται

Που το χα ξεχάσει καθώς καλοκαίρι βρεχόμουνα έρημο

Κι έτσι ελαφρά καθώς ήμουν ντυμένη

Υγρή η ριπή της ανάμνησης με χτύπησε

Πως πέρασε ένα θέρος ολόκληρο απ’ τα μάτια μου

Πως χώρεσε το μπλε του ανέμου,

το άσπρο αφρίζον του θυμού

Αλαφιασμένο το κύμα στα βαθιά τον χρόνο παρέσερνε

Νεφέλες με έριξαν κάτω, τρυφερά, μακριά

για να κάνω πως δεν αγγίζω το έλα

- κι ας μην είμαι εγώ αυτό που ονειρεύεσαι



Και η ώρα τελειώνει, κι η στιγμή που παλιώνει

δεν θα αποσώσει το όραμα

τώρα δα σε θυμήθηκα

Καθώς τόση βροχή - ποιος τη νοιάστηκε

Το απολωλός-Γιάννης Βαρβέρης

Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός
κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του.
Αντίθετα, να σαι περήφανος που με παρρησία θα σ' αρνηθεί
για την "τιμή και την πεποίθησή του".
Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίση του
και σύμφωνα μ' αυτήν ίσως στο τέλος θα κριθεί.
Η ανησυχία και η θλίψη Σου θα πρεπε μάλλον
να στραφούν στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.
Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά σου
μας έχεις αιώνες τώρα
και για πάντα
χάσει.


Εκδ. Κέδρος 2009

Τετάρτη, Απριλίου 28, 2010

Δεσμοφύλακες συναισθημάτων

Φαντάσου, εκεί που κάθεσαι,
έξαφνα να μπει στο σπίτι σου ένας δαίμων
του δρόμου, να σου πει
πως ποτέ του δεν πίστεψε σε συμπάθιο
και ευκαιριακές συγκινήσεις,
σε συγνώμες και άλλες ευτελείς αναιρέσεις
σε Θεούς μικρών ανατροπών και στιγμιαίων μεγαλείων.

Φαντάσου αγόρι μου,
αυτός ο δαίμων με τις πράσινες φλόγες
που φέρει στο στήθος για μάτια,
με τα ξεσκισμένα ενδύματα
μιας άλλοτε πορφυρής μοναρχίας
φαντάσου αγόρι μου,
να σου πει πως πιστεύει σε εσένα
τι βαρύ σταυρό που
αλίμονο, φαντάσου, θα σέρνεις.

Πέμπτη, Απριλίου 22, 2010

Πεθύμησα

Πεθύμησα,
όχι ένα σύννεφο, μα μιαν τελευταία ανέμελη γύρα,
που με έφερνε στα Λούνα Παρκ παιδικού απογεύματος,
η ροζ μυρωδιά μιας ψεύτικης ζάχαρης, από χρόνια καμμένης,
κι η πλαστική χορεύτρια με κόρφο αποδομημένης λαγνείας
που ξύπνησε αναπάντεχα τώρα
από ένα δήθεν παράταιρο ακόρντο του δρόμου.

Πεθύμησα
που κάπως έτσι συνήθισα να κρέμομαι με απόλυτη πίστη
σε λευκά μεσοφόρια μιας γλυκιάς παραζάλης
κι έτσι θυμήθηκα πως νοστάλγησα
τους ανθρώπους που έχασα ,
που τους είδα και για λίγο στην πλάτη κάποιων άλλων που έμοιαζαν
και που μου γύρισαν πλάτη κι αυτοί στο τέλος του δρόμου τους.


Αφιερωμένο στη Δέσποινα Πασχάλη

Πέμπτη, Ιουνίου 18, 2009

Άνθρωποι και Ζώα: Voice-oFF


Την έλεγαν Ζουζού. Ήταν μια μεγαλοκυρία με ιστορία στους γκόμενους, είχε αφήσει εποχή επί την σύνοδο των οδών Χαροκόπου και Λυκούργου.

Ήταν αληθινή κούκλα του σαλονιού, με μια χιονάτη γούνα να τυλίγει αριστοτεχνικά τον ψηλό, αριστοκρατικό λαιμό της. Θα μπορούσε να φοράει διαμάντια αλλά έχει δύο καταπράσινα σμαράγδια στην θέση των ματιών της. Τις τεράστιες μαύρες βλεφαρίδες θα τις ζήλευε οποιαδήποτε γυναίκα. Η καταγωγή της ήταν ταπεινή. Ήταν κεραμιδόγατα που σημαίνει οτί αφενός δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις εύκολα, αφετέρου κάτω απο την κατάλευκη Σιβηριανή γούνα-στολίδι στο λαιμό, φορούσε ένα ξανθό σαντρέ εφαρμοστό γουνάκι με ομοιόμορφα παραταγμένες ραβδώσεις, ιδανικές για κάλυψη-απόκρυψη μέσα στην άγρια ζούγκλα, όπου και θα συμπεριφερόταν όπως και στο σαλόνι μου. Ωστόσο έχει τέτοια μια έμφυτη χάρη όπου θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν η αφορμή για την συγγραφή του σεναρίου «Οι αριστόγατες». Ήταν δε τέτοιοι οι τρόποι της που θα μπορούσε να δώσει μαθήματα ακόμα και στον Ζαμπούνη. Μπορεί όταν ήταν νέα να πηδούσε απο τη μια βιβλιοθήκη στην άλλη και απο το ψυγείο στο ντουλάπι της κουζίνας, αλλά όταν θα καθόταν στον καναπέ, θα το κάνε με την χάρη μαιτρέσσας που ετοιμάζεται να πιει τον καφέ σε κάποιο σκοτεινό μπιστρό σε κάποια μποέμ συνοικία του Παρισιού: πρώτα θα λύγιζε το ένα της πόδι, απαλά και ράθυμα, χαριτωμένα και αυτάρεσκα, κι ύστερα θα το καλύπτε με το άλλο απο πάνω, αργά, χωρίς βιάση, με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.


Την βρήκα όταν είχα μόλις κλείσει τα είκοσι, άρα η Ζουζού ήταν μια γυναίκα με παρελθόν. Ήταν Γενάρης και θα πρέπει να είχε ζωή δύο μηνών, άρα θα πρέπει να είχε γεννηθεί Νοέμβρη, και άρα θα πρέπει να είχε γενέθλια τώρα κοντά. Καθόταν με τα μπροστινά ποδαράκια της όρθια, σε μια γωνία του δρόμου, ενώ εγώ τότε έτρεχα με την συνήθη ορμητικότητα και βιασύνη που δεν με έχει εγκαταλείψει χρόνια μετά και που ακόμα δεν με αφήνει να παρατηρώ σχεδόν ποτέ οτιδήποτε δεν είναι άξιο παρατήρησης. Στάθηκα κάπως απότομα, και πάνω μου σκουντούφλησε ο δεκάχρονος τότε ξάδερφός μου που τον έσερνα μαζί μου σε διάφορες βόλτες και που τον είχα υπό την προστασία μου τότε. Έκτοτε του έμεινε και αυτό το κουσούρι, η αγάπη για τις γάτες, όπως και όλα τα άλλα κουσούρια που είχα την χαρά να του μεταλαμπαδεύσω. Αλλά ας έρθουμε και πάλι στη Ζουζού. Αναγνώρισα στο περίγραμμά της την ευγένεια των προγόνων μου που μεταγενέστεροι απότοκοι τους αποφάσισαν πως δεν αρμόζει στην μίζερη καθημερινότητα του εικοστού πρώτου αιώνα. Σε αυτά τα πράγματα δεν λειτουργείς λογικά. Απλώνεις το χέρι και παίρνεις αυτά που σου προσφέρεται απλόχερα. Έτσι λοιπόν, χωρίς περιστροφές, χωρίς ούτε καν πρώτη σκέψη, αποφάσισα -χωρίς κι εγώ να το καταλάβω- πως αυτό το γατί πρέπει να ζήσει με εμένα, πως μου ανήκει, πως του ανήκω και πως είμαστε φτιαγμένες η μια για την άλλη. Οφείλω να ομολογήσω δε πως μέχρι τώρα δεν έχω αισθανθεί έτσι, ούτε για αρσενικό, ούτε για γάτο, ούτε για άνθρωπο. Μέχρι τότε βέβαια είχα αγαπητικές σχέσεις με την σκύλα των παιδικών μου χρόνων, την Σάρα-Ρόννι, οπού μαζί καταστρέφαμε το στρώμα των γονιών, και που ο πατέρας μου αμόλησε ελεύθερη, δηλαδή εγκατέλειψε, τον καιρό που χώρισαν. Ύστερα ήταν το κόκερ που αγόρασε για να του κάνει παρέα και να του τρώει τα έπιπλα. Κι ύστερα ήταν η Αναίς, η σκύλα που έφτιαχνε από το τίποτα, ποταμούς κάτουρου στα αστραφτερά, ξύλινα πατώματα της μητέρας που από τότε με είχε υπο διωγμό εξ’αιτίας της αγάπης μου για όλα τα ζωντανά που κουβάλαγα στο σπίτι: το παπάκι του Πάσχα για οποίο έζησα στο μεδούλι μου το δράμα του θανάτου χωρίς ανάσταση («σήκω παπάκι μου, σήκω» και να μη σηκώνεται), το ζευγάρι των παπαγάλων Χίθκλιφ και Κατερίνα που εγκατέλειψαν το κλουβί μας για ένα καλύτερο μέλλον, στην κοιλιά καμμιάς ντόπιας γάτας υποθέτω, το χρυσόψαρο που πέθανε πρόωρα αφήνοντας την τελευταία πνοή του πάνω στο μουσκεμένο, παχύ χαλί του σαλονιού της μάνας μου και διάφορα άλλα ζωντανά με πιο εντυπωσιακό, την μικροσκοπική χελώνα που έσκασε απο το φαγί αφού εξερεύνησε όλες τις γωνίες του σπιτιού. Αργότερα βέβαια παρηγορήθηκα με τα κατορθώματα του χάμστερ του ξαδέρφου μου, το οποίο φρόντισε να επισκεφτεί όλες τις γωνίες της πολυκατοικίας με τα σαράντα διαμερίσματα, λόγος για τον οποίο ο διαχειριστής ανάρτησε στον πίνακα ανακοινώσεων: «Ο ιδιοκτήτης μικρού τρωκτικού, τύπου Χάμστερ, παρακαλείται όπως να μην επιτρέπει την περιφορά του στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας μας» Μετά τέτοια περιστατικά, θεώρησα οτί η γάτα θα είναι «ελαφρύ περιστατικό». Φυσικά αντιμετώπισα εξ’αρχής την αντίσταση και της μάνας μου και της Ζουζούς, η οποία στην αρχή δεν κατάλαβε γιατί την πήρα στην αγκαλιά μου. Προφανέστατα κανείς μέχρι τότε δεν την είχε χαϊδέψει όπως εγώ. Αργότερα διαπίστωσα πως δεν ήταν το μοναδικό είδος εμπειρίας που δεν διέθετε η νεόκοπη φιλενάδα μου. Δεν είχε επίσης ξαναπιεί αντιβίωση όταν αρρώσταινε. Επομένως εγώ ως επίσημος κηδεμόνας της ήμουν υποχρεωμένη να την κάνω να πιει με τη σύριγγα αυτό το ροζουλί γλυκόπικρο υγρό που μύριζε φράουλα. Δυστυχώς οι φράουλες δεν ήταν της αρεσκείας της και έτσι η Ζουζού έφτυσε στα μούτρα μου ολόκληρα τα τρία μιλιγκραμ που προσπάθησα να την πείσω να πιει και εγώ αισθάνθηκα ως αποτυχημένη μητέρα που δεν μπορούσε να προστατέψει το παιδί της. Κατά τα άλλα η συμβίωση μας υπήρξε πλήρως αρμονική, αρκεί να συμβιβαζόμουν με ορισμένες ιδιαιτερότητες της όπως π.χ. το γεγονός οτί της άρεσε να την αράζει πάνω στο στήθος μου, πρόσωπο με πρόσωπο όταν έβλεπα τηλεόραση, ή να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο αγαπημένο μου βιβλίο. Ως συμβία είχε και άλλες περίεργες συνήθειες που τις ανακάλυψα στην πορεία. Η Ζουζού δεν κοιμόταν ένα πλήρες οκτάωρο όπως εγώ. Συνήθιζε να ξυπνά μέσα στο σκοτάδι και να νυχτοπερπατεί πηδώντας απο διάφορα ύψη, φροντίζοντας πάντα να κάνει αισθητές τις αϋπνίες της. Επίσης μέσα στις βαθιές ώρες της νύχτας της άρεσε να κελαηδάει με ευχαρίστηση, ωσάν ιδιόρρυθμη αοιδός που,αψηφώντας τις συμβάσεις, αρεσκόταν να φλυαρεί ψάλλοντας με μικρούς φανταστικούς νυχτόβιους δαίμονες. Οι λαρυγγισμοί της ήταν μοναδικοί: ήταν φανερό πως η εκκεντρική υψίφωνος προσπαθούσε αφενός να επικοινωνήσει με κάποιον αόρατο συνομιλητή, αφετέρου οι μύες του λάρυγγα που διέθετε ήταν μικροί, αλλά αρκούντως δυνατοί. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Οι κραυγές της είχαν μια δική τους μουσικότητα, ένα δικό τους τέμπο. Έχοντας άγνοια επί των θεωρητικών της μουσικής δεν μπορούσα ποτέ να διακρίνω το χαρακτήρα τους αλλά ο οποιοσδήποτε μπορούσε να εκτιμήσει την καλλιτεχνική ροπή της νυχτερινής φλυαρίας της γάτας μου. Αλλιώς δεν εξηγείται που κανένας γείτονας ποτέ δεν μου χτύπησε την πόρτα για να διαμαρτυρηθεί. Τώρα βέβαια σκέφτομαι πως ίσως να μην μπορούσαν οι περίοικοι να προσδιορίσουν απόλυτα και την αφετηρία της μεταμεσονύκτιας αυτής μουσικής έκφρασης. Οπότε έμεινα όλα μου τα χρόνια ανενόχλητη από τέτοιου είδους περισπασμούς αλλά και άυπνη.

Δεκαέξι χρόνια συμβίωσης και σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα και μέχρι τις τελευταίες μέρες η Ζουζού έβρισκε παρηγοριά στο να με "ζυμώνει" όταν είχε τις καλές της. Το ζύμωμα αυτό ελαμβανε χώρα συνήθως με αυτήν απο πάνω από τις κουβέρτες και εμένα απο κάτω. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια ένδειξη παλινδρόμησης της Ζουζούς σε μια ηλικία που ακόμα βύζαινε την μάνα της. Γιατί κάπως έτσι βυζαίνουν τα μωρά γατάκια: Ανεβαίνουν πάνω στο σώμα της μητέρας τους, διαλέγουν μια απο τις οκτώ ρώγες της, συνήθως όποια προλάβουν, και ξεκινούν το ζύμωμα γύρω απο την θηλή ούτως ώστε να πιέσουν το γάλα να βγει προς τη ρώγα. Γάλα δεν διαθέτω, μαμά της δεν ήμουν, αλλά η συνήθεια της αυτή δηλωνε ξεκάθαρα την αγάπη της προς το πρόσωπό μου. Εξάλλου εξακολουθούσα να είμαι η τροφός της. Κάθε πρωί το τελετουργικό της προετοιμασίας μου για την ημέρα περιλάμβάνε μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια του να της βάλω φαγητό και να της βάλω φρέσκο νερό. Οι συνήθειες μου τις ήταν γνωστές, χαρακτηριστικό των πλασμάτων που διατελούν σε αρμονική συμβίωση. Η Ζουζού κάθε πρωί, ξύπνια ούσα ήδη αρκετή ώρα πριν, θα προπορευόταν της πρωινής μου πορείας προς την τουαλέτα, θα μπερδευόταν στα πόδια μου για να εισπράξει τα πρωινά χάδια που μου επέβαλε πως της ανήκουν, θα νιαούριζε γλυκά για να μου διαμηνύσει να μη ξεχάσω να της βάλω φαγητό και θα περιμένε υπομονετικά, καθήμενη στα δυό της πίσω πόδια, πάντα κοιτώντας με σταθερά μέσα στα μάτια, να τελειώσω με τις πρώτες μου υποχρεώσεις που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Αν και οι υποχρεώσεις μου μέσα στην ημέρα είναι πολλές για τις 24 ώρες της ημέρας, δεν ξεχνούσα να κάνω τα δυό τρια πράγματα που της ήταν απαραίτητα για να είναι μια ευτυχισμένη γάτα: να φροντίσω για την διατροφή της, να της δείξω την αγάπη των δύο λεπτών του πρωινού που της είναι απαραίτητη για να μείνει μόνη τις επόμενες δέκα και καμμιά φορά δώδεκα ώρες και να επαναλάβω το ίδιο σκηνικό το βράδυ, επιστρέφοντας, βρίσκοντας την πάντα να με περιμένει ακριβώς πίσω απο την πόρτα. Μια αναμονή που την φανταζόμουν ήσυχη, μακρόσυρτη, σιωπηλή και εν τέλει μοναχική. Η Ζουζού, με το που θα άκουγε το κλειδί στην πόρτα, θα σηκωνόταν απο το χαλάκι της, θα τεντωνόταν νωχελικά τουρλώνοντας τον ποπό της προς τα πίσω και θα ερχόταν να με προϋπαντήσει καλωσορίζοντας με στην γατίσια της διάλεκτο. Και είμαι σίγουρη πως με καλώσορίζε γιατί η φωνούλα της ακουγόταν πάντοτε γλυκιά και κρατούσε πάντοτε τον συγκεκριμένο χρόνο που χρειάζεται για να πάρει ένα τρυφερό ύψος και ύστερα να καταλαγιάσει. Φαντάζομαι αν είχε φωνή θα με ρώταγε γιατί άργησα αλλά το φτωχικό της λεξιλόγιο σε συνδυασμό με την καρτερικότητά της δεν της επέτρεπαν περαιτέρω σχόλια.

Η ιστορία σταματάει εδώ.

Αυτό το κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Η Ζουζού δεν πρόλαβε να ζήσει την χαρά να της διαβάζω ένα κείμενο αφιερωμένο σε αυτήν. Όχι, δεν το έγραψα εν είδει επικήδειου. Όταν γραφόταν, απλώς περίμενα πως κάποτε, όταν θα τελείωνα τις άλλες μου υποχρεώσεις, θα το ολοκλήρωνα. Εξάλλου η Ζουζού ήταν κάτι σαν δεδομένο. Μέχρι που ο Χρόνος τα αναποδογυρίζει όλα.

Τώρα στη θέση της είναι η Φρου Φρου. Η Φρου Φρου ήρθε αφού κατανίκησα τη βασική μου εσωτερική αντίσταση στο να αντικαταστήσω ένα πρόσωπο ουσιαστικά αναντικατάστατο. Με συγκίνησε όμως η ιστορία της: είχε χάσει και αυτή τη "μαμά" της, μια γηραιά κυρία που την εγκατέλειψε για να ταξιδέψει στο επέκεινα, όπως και εγώ είχα εγκαταλειφθεί βίαια αφού βίαιος είναι ο κάθε χωρισμός, όσο κι αν τον προετοιμάζεις. Η Φρου Φρου βρέθηκε στο κλουβί ενός πετ σοπ, να φοράει πάμπερς για να μη χρειάζεται να λερώνει ολούθε. Όταν έμαθα την ιστορία της κάτι μέσα μου είπε πως η αγάπη δεν πρέπει να τελειώνει πουθενά. Και ύστερα η Φρου Φρου μετακόμισε στο σπίτι μου το οποίο την υποδέχτηκα με χαρές αφού ήξερα πως ουσιαστικά θα συνοικούσαμε πλέον. Η Φρου Φρου είναι Πέρσα. Για πολύ καιρό δεν ήθελε να μου μιλήσει. Ακόμα και τώρα αποφεύγει τις διαχυτικότητες. Είναι ίσως πιο όμορφη απο τη Ζουζού μου, αλλά μετά απο έξι μήνες συμβίωσης εξακολουθεί να κρατάει τις αποστάσεις. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό αισθάνεται πιο άνετα αφού αποφάσισε να δοκιμάσει τις ίδιες κορόνες με αυτές της Ζουζούς. Αυτή τη φορά ξέρω πως δεν μου επιτρέπεται να την αρπάξω και να τη ζουλήξω. Αυτή η αγάπη είναι διαφορετική. Θα πρέπει να αποδεχτώ τη προσωπικότητα της και τις ιδιοτροπίες της. Δυστυχώς για μια ακόμη φορά δεν έχω τον χρόνο που θέλω για να της αφιερώσω. Όλο λεω αύριο και αύριο και αύριο. Προχθές κατάφερα να την κουρέψω λιγάκι. Τα ολόλευκα μαλλάκια της είχαν μπερδευτεί. Και εξάλλου κατακαλόκαιρο έχει, μπορεί να ζεσταίνεται. Πήρα ένα ψαλίδι και έκοβα όπου έβρισκα. Το στυλ βγήκε μάλλον πανκιό και η κόρη μου, όταν την είδε, μου είπε έκπληκτη: "Μαμά, η Φρου Φρου κάτι έπαθε".

Η σχέση μου με το τετράποδό μου είναι απο τις λίγες πολυτέλειες που μου έχουν μείνει. Δυστυχώς θεωρώ πολυτέλεια την πρωινή μας σύντομη επαφή με τα μάτια και με το δέρμα. Πρέπει να φροντίσω και όλα εκείνα τα άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν. Αλλά αυτά τα λίγα λεπτά που μοιραζόμαστε καθίστανται ευεργετικά τόσο για μένα όσο και για εκείνη. Η σχέση μου μαζί της είναι ξεχωριστή. Στην ποιότητά της δεν μοιάζει με καμμία άλλη. Κυρίως σε ότι αφορά ένα πράγμα: στο ό,τι είναι αστείρευτη παρόλο που μοιάζει να επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς τελετουργικό την κάθε ημέρα που περνάει. Αλλά πάνω απο όλα μου θυμίζει απο που προέρχομαι και κάθε φορά που πρέπει να επιστρέφω.