Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Η μάχη με την Άνοιξη

Στη προτροπή του μίλα προτιμώ να εγγράφομαι στο περιθώριο
αφού όλα εκεί βιώνονται, σε ό,τι ονομάζεται ζωή.
Υπάρχει εξέγερση κρυμμένη μες τις λέξεις,
κι εξιλέωση, - αλλά εξαγνισμός ποτέ.
Βρίσκονται μόνο καθρέφτες εκεί και θραύσματα,
σάμπως η μοίρα καπνίζει εγκατάλειψη.
Σιγοτραγουδά η αλήθεια σε τοπίο από κάρβουνο,
κι είναι προτιμότερο νομίζω
να κρυφακούω τη ζωή,
λόγου χάρη το ασανσέρ που ανεβαίνει,
αφού μπορώ και ονειρεύομαι πως φθάνει στα ουράνια.
Αφουγκράζομαι και τα βήματα που πλησιάζουν,
η πόρτα που ανοίγει το εδώ και το τώρα,
επιστροφές τα κλειδιά προλογίζουν.
Συλλογιέμαι για τους γυρισμούς,
πως έχει την ελπίδα του κι αυτό - όπως το ταξίδι.
Θυμάμαι – οιονεί επανέρχομαι –
στο κελάρυσμα από φράσεις,
να μνημονεύω ήχους και να απομονώνω
τα λόγια που φορτώνονται βροχή στην πλάτη.
Έτσι πέρασαν κυκλώνες και κάποιοι δεν άφησαν τίποτα
Έχασα στίχους που έκοψαν τη μέρα στη μέση
- έμειναν οι μνήμες ακρωτηριασμένες από τη μέση και κάτω
κι ότι πρόλαβα απόσωσα,
ακέφαλα σχήματα, απρόσωπους λογοπαίκτες,
κι οι λέξεις πάντα να έπονται
κάποτε να ματώνουν.

Ποιητές, λογοκλόποι του άρρητου
διαμηνύετε σα να καταλαβαίνω,
πως οι λέξεις κουβαλούν το παρελθόν,
όπως κάποιοι μιλούν λες και ορίζουν τα μελλούμενα.
Συγχωρήστε αυτούς που έφτασαν να υπόσχονται κιόλας
- σα να πραγματοποιούν.
Οι εμμονές σας, ανθοί πεσμένοι στου δρόμου την άκρη,
ντρέπομαι να πατώ τέτοιους καιρούς πάνω σε τόση άνοιξη.
θαρρώ είναι ανάγκη κάποιες στιγμές να σωπαίνουμε.
Φαντάζομαι πως κάποτε παλιά τα παμε όλα - και αν δεν τα είπαμε,
σίγουρα τα αποθέσαμε στην άκρη των ματιών μας.
Έχει μια κούραση η ζωή που κουβαλάνε οι λέξεις.


(αφιερωμένο στην Άνοιξη που σιμώνει, κι ας επιμένει να κρύβεται)

Εκείνη ήταν Αυτός

Εκείνη ήταν αυτός.

Ήταν τα χέρια του πάνω σε αυτό το τετράδιο ή σ’ αυτό το βιβλίο. Παραξενευόταν που το είδωλό της πάνω στο τζάμι δεν είχε ξανθά μαλλιά. Τον ήθελε ελεύθερο, χωρίς κανέναν περιορισμό, κι αυτό εκείνος το ήξερε. Τον συνόδευε, αόρατη, αφού ζούσε μέσα του, το βράδυ, κατά μήκος μιας αποβάθρας του Έλβα, σε αναζήτηση ποιος ξέρει ποιας γνωριμίας που προκαταβολικά είχε αποφασίσει να μην υποφέρει για αυτήν. Διαμιάς την πλημμυρίζει μια χαρά απέραντη, αλλιώτικη από του οργασμού, αφού δεν συγκλονίζει μόνο ένα τρίσβαθο του κορμιού της, όμοια με αυτή του κρεβατιού αφού είναι εγκατάλειψη και ευδαιμονία, πληρότητα του να είσαι και να μην είσαι πια. Ο νους της αποτιμούσε με ψυχραιμία εκείνο το δώρο που δεν το έβλεπε σα να της οφειλόταν και που εξηγούσε πότε σαν ένα θαύμα, πως ένα πέρασμα κατωφλιού, πότε σαν ένα χώνεμα σ’ενα ανδρόγυνο όλο. Να τη σκεφτόταν κι εκείνος; Να δοκίμαζε κάποια ανάλογη συγκίνηση; Ποτέ δεν θέλησε να το εξακριβώσει: οι στιγμιαίες ευτυχίες των άλλων ανήκουν μόνο σε εκείνους, όπως και οι δυστυχίες τους.

Μαργκερίτ Ντυράς

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009

Εγώ και ένα Ποίημα

Όταν σε κοιτούσα από ψηλά
ήξερα πολύ καλά πως θα είσαι από μέσα
Ταπεινωτικό να λέγεσαι ποίημα
Υποτίθεται πως στέγαζες καλά τα κρυμμένα

Ορίστε λοιπόν
Στη διάθεση τιμής ένεκεν
σταθερά χαρίστηκα φλύαρα
κι η παρόρμηση λεπτό φυλλορρόημα
κι ύστερα χειμώνας
Ξεθώριασαν οι διαδρομές, τα εισιτήρια
Κι εσύ να γράφεσαι πριν ξεκινήσεις

Εύκολο το πρόσχημα
Ονομάζεται Άλλος
Ευγενείς οι παρατηρητές κι οι απόμακροι
στηρίζουν το ανυποψίαστο σαγόνι
και τα δάχτυλα-φτερά, τα νύχια-βέλη
ντροπαλά στης ασυνέχειας στόματα
Κουρτίνα σε κρέμασα
ύφάνση από μετάξι άκαιρο
να με σκεπάζει απ’ το αστόχαστο
Την ώρα εκείνη σκλήρυναν
των ματιών μου οι κάλυκες

Ζυγίζω ελαφρότητα
δεν έχουν άδικο
Όταν παζαρεύω το βάρος σου
οι άλλοι λαχταρούν ευκινησία
Μετασχηματίζομαι τώρα
σε χείλη που φτιάχνουν
ψιθύρους με την λέξη απρόσεκτα
Γρατζουνώ αφηρημένα
δέρματα που παίζουν τον ρόλο των ορίων

Στενάζουν οι δρόμοι αδιάντροπα ακόμα
κι όλα τα αντίθετα φαντάζουν συγγενή
κι οι άνθρωποι ζογκλέρ εξαφανίζουν με κόλπα
τα φταιω, τα είδα και τα τραύματα
σώπα τώρα λεω, γίνε σύννεφο
και γράψε την λέξη βροχή στο παράθυρο

Η ζυγαριά δεν γέρνει προς το μέρος μου
Προτίμησα να λεπτύνεις κι άλλο
Ιδανικά θα σε αφήσω εντελώς - μπορεί και να πετάξεις