Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2008

Πως είπατε κε Μπαρτ;

Ή νεύρωση είναι το μή-χειρότερο : όχι ως προς την « υγεία », αλλά ως προς το « ανέφι­κτο », για το όποιο μιλάει ό BattaileΉ νεύ­ρωση είναι ο δεισιδαιμονικός φόβος για έναν ανέφικτο βυθό », κλπ.)

Όμως τούτο το μή-χει­ρότερο είναι το μόνο πού μας επιτρέπει να γρά­φουμε (καί να διαβάζουμε). Φτάνουμε έτσι σε τούτο το παράδοξο : τα κείμενα, όπως τα κεί­μενα του Battaile — ή καί άλλων — πού έχουν γραφεί ενάντια στη νεύρωση, μέσ' από τα έγ­κατα της τρέλας, εμπεριέχουν, αν θέλουν να διαβαστούν, τη λίγη εκείνη νεύρωση την απαραί­τητη για να γοητέψουν τους αναγνώστες τους : τα τρομερά αυτά κείμενα είναι ωστόσο κείμενα φιλάρεσκα.

Ο κάθε συγγραφέας θα πει λοιπόν : "τρελός δεν το μπορώ, γέρος δεν το καταδέχομαι, είμαι νευρωσικός."

μας λεει ο Ρολάν Μπαρτ στην Απόλαυση του Κειμένου.
Εκδόσεις Ράππας, μετάφραση Φούλα Χατζιδάκι - Γιάννης Κριτικός

Υπηρέτησα τον βασιλιά της Αγγλίας


Την εποχή του μεσοπολέμου, ο μικροσκοπικός Γιαν Ντίτε, ζει και εργάζεται στην Πράγα με όνειρο το να γίνει πλούσιοςή. Ως άλλος καραγκιόζης, στην Τσέχικη του όμως έκφραση, θα βρει τον τρόπο να αναρριχηθεί επαγγελματικά και κοινωνικά, χωρίς να χάσει καμμία ευκαιρία να διασκεδάζει εν τω μεταξύ, με γυναίκες έκπαγλου καλλονής, οι οποίες θα δώσουν και το μοναδικό νόημα στη ζωή του, εξόν φυσικά απο το χρήμα, το οποίο θα αποτελέσει για αυτόν, περισσότερο ένα μέσο, αλλά όχι τον σκοπό, για να περνάει καλύτερα. Στην πραγματικότητα ο Γιαν Ντίτε δεν είναι ο ψωραλέος που θα έκανε τα πάντα για να ξεφορτωθεί το σύμπλεγμα της φτωχολογιάς. Απλώς γνωρίζει οτί για να περάσει τη ζωή του καλύτερα, θα πρέπει να πιάσει την καλή, η γνωστή λαϊκή σοφία δηλαδή, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Γιαν Ντίτε είναι ο εκφραστής της λαϊκής ψυχής, ένας φτωχοδιάβολος πάνω από όλα, που ζει και οδηγείται από το ένστικτο του, παίζει λιγάκι με την τύχη του αλλά την περιπαίζει κιόλας. Παρά την λαϊκή του καταγωγή, έχει μια γνήσια πονηριά που τον προικίζει με την χάρη του να μπορεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον πλουσίων, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτός από αυτό. Δεν διαθέτει καμμία πολιτική συνείδηση, δεν προβληματίζεται, ακόμα κι όταν βλέπει την καταστροφή να συμβαίνει.

Ο Γίρι Μίτζελ βάζει τον ήρωα του να αυτοσαρκαστεί αλλά και να σαρκάσει τις κοινωνικές συμβάσεις των πλουσίων, δίχως να θίξει κανέναν, χωρίς να μεταφέρει ευθέως πολιτικά νοήματα, ακόμα κι όταν η ιστορία έρχεται να ισοπεδώσει τον πρωταγωνιστή του. Ο αυθεντικός ήρωας, είναι σα να μας λεει ο Μίτζελ, είναι παντός καιρού. Αλλά όπου φτωχός και η μοίρα του και για αυτό ο σκηνοθέτης μας παρέχει μια πρόσθετη βεβαίωση . Ο συμπαθητικός ήρωάς μας, αφελής αλλά αθώος, ακόμα και όταν θα πραγματοποιήσει τα όνειρά του, θα χάσει τα πάντα μέσα από τα χέρια του. Αλλά θα ναι σαν να μην έγινε τίποτα.


Η ωρίμαση, μας λεει ο Μέντζελ, είναι μια διαδικασία που σε ορισμένους ανθρώπους στοιχίζει μερικά χρονάκια, ίσως και περισσότερα. Αλλά εμείς γνωρίζουμε απο την αρχή της ταινίας τον ώριμο Ντίτε, με τους γκρίζους κροτάφους και τα χαμογελαστά μάτια, που έχοντας χάσει τα πάντα, θα μπορέσει να ξαναχτίσει απο το τίποτα ένα άλλο, διαφορετικό νόημα. Εξάλλου όλο το έργο του Μίτζελ διαπνέεται απο την ξεγνοιασιά και την χαρά της ζωής που βρίσκουμε και στο La vita e bella και στο Il postino. O Γιαν Ντίτε όμως είναι Τσέχος, επομένως η εύθυμη οπτική του σκηνοθέτη αναγκαστικά θα σκιάζεται από τα μολυβένια σύννεφα μιας Πράγας που πονάει τα μάτια με την ομορφιά της. Ακόμα και οι ερωμένες του, η μια ωραιότερη από την άλλη, θα ξαπλώνουν μαζί του έναντι ενός αντιτίμου. Μοιάζει λες και σε αυτή την ταινία, η χαρά να πηγαίνει αντάμα με την λύπη, ποτέ η μια ή η άλλη να μη προπορεύεται. Ισορροπία που είναι σχεδόν απίθανο να επιτύχει ένας σκηνοθέτης σήμερα.

Εκπληκτική κινηματογράφηση, εκπληκτικά κάδρα, ρυθμοί αρκετά ήπιοι, σε μια ταινία που θυμίζει πάρα πολύ παλαιομοδίτικο γκαγκ, ένας μοντέρνος Σαρλώ που δεν συνειδητοποιεί την τραγικότητα του, παρά μόνον αφότου είναι πλέον πολύ αργά. Αλλά και τότε ο Γιαν Ντίτε θα χαμογελάει, σκωπτικά ίσως, με τα ονειροπόλα μάτια του, ακόμα και στα παλαιά του είδωλα.


Το Ύψος του Σώματος

...

Το σώμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το σώμα είναι ό,τι πιο απαιτητικό υπάρχει. Τίποτε δεν είναι πιο πιεστικά, βασανιστικά, ασφυκτικά πιεστικό από το σώμα. Το σώμα δύσκολα αντέχεται. Δυσχερέστατα υποφέρεται. Διότι ζητά τόσα και τα ζητά με τέτοιον τρόπο ώστε για να του δοθούν αυτά, θα πρέπει οι κοινωνίες όπως τις γνωρίζουμε, να ήσαν φτιαγμένες αλλιώς. Αυτά πού ζητά, απαιτεί το σώμα, είναι, ως αιτήματα, αντιστρόφως ανάλογα προς εκείνα πού οι κοινωνίες μπόρεσαν και μπορούν να του δώσουν. Οι κοινωνίες είναι ανεπαρκέστατες εμπρός στα αιτήματα του σώματος. Και δεν πρόκειται ασφαλώς για τα λεγόμενα υλικά αγαθά. Τα αιτήματα του σώματος δεν έχουν να κάνουν με τα λεγόμενα υλικά αγαθά. Είναι άλλη μία παραχάραξη της αλήθειας του σώματος το να λέγεται και να διαδίδεται ότι τα αιτήματα του είναι μόνον υλικά.

Το σώμα ζητά τα πάντα.
Αυτό είναι πού κάνει το σώμα αφόρητο μέσα στα όρια των κοινωνιών πού γνωρίζουμε.

Αυτό, το ότι το σώμα ζητά τα πάντα, οι κοινωνίες πού γνωρίζουμε, δεν μπόρεσαν και δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν.
Δεν φταίει το σώμα γι' αυτό. Το σώμα είναι αυτό. Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο είναι ψευδές. Αυτό το άλλο, το ψευδές, επινοήθηκε και επεβλήθη διότι τα αιτήματα του σώματος ως αιτήματα ενός όλου ήσαν αιτήματα ολοκληρωτικά. Το σώμα δεν ζήτα αυτό χωρίς να ζήτα κι εκείνο δεν είναι αυτό χωρίς να είναι και εκείνο δεν θέλει αυτό χωρίς θέλει και εκείνο. Οι διαχωρισμοί σε αυτό και σε εκείνο, σε πάνω και σε κάτω, σε ανώτερο και κατώτερο, σε χαμηλό και σε υψηλό, σε πνευματικό και σε. υλικό, σε καλό και σε κακό, σε ηθικό και σε μη ηθικό, είναι οι διευκολύνσεις πού επινοήθηκαν για ν' αντέξει το κοινωνικό σώμα, δηλαδή ή ακρωτηριασμένη εκδοχή του σώματος, το πλήρες σώμα και τα αιτήματα του,
Ο διαχωρισμός στόχευε σε μία κατασκευαστική ευκολία, όπως κατασκευασμένος είναι κι αυτός ο διαχωρισμός.
Τα δύο άλογα του Πλάτωνος, πού στην πραγματικότητα είναι ένα, θα μπορούσαν θαυμάσια να τρέξουν μαζί χωρίς να πασχίζει ο έντρομη και αγωνιών ηνίοχος τους να τα συντονίσει, ματαίως, καθώς αυτά υποτίθεται, πασχίζουν να ακολουθήσουν διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα και να φτάσουν, υποτίθεται, σε διαφορετικό τερματισμό το καθένα.
'Αλλά και πάλι, το σώμα δεν θα έπαυε, ακόμη και τότε, να είναι μια εύκολη υπόθεση.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι ή ευκολία. Το ζητούμενο είναι η αλήθεια, δηλαδή ή δυσκολία της αναπόδραστης πραγματικότητας.
Το σώμα είναι μία τρομερή υπόθεση για τον άνθρωπο. Μία υπόθεση τρομερή πού θα έπρεπε εξ αρχής ν' αντιμετωπισθεί ως τέτοια, και ως τέτοια ν' αποτελέσει το θεμέλιο και την αφετηρία ενός μεγάλου πολιτισμού.
Αυτός ο πολιτισμός θα μιλούσε την γλώσσα πού είναι η γλώσσα του σώματος, του σώματος ως όλου, του σώματος ως πράγματος ενός και όλου.Στην περίπτωση αυτή, όλα όσα έχουν καταχωρισθεί ως καλά κι υψηλά στην δικαιοδοσία του πνεύματος, θα περνούσαν αυτούσια και συλλήβδην στην δικαιοδοσία και του σώματος, και έτσι θα είχε αποκατασταθεί όχι μόνον μία θεμελιώδης τάξη άλλα και μία φυσική ισορροπία. Θα είχε αποκατασταθεί ή ενότητα και ή ολότητα. Το σώμα θα γινόταν ή ενότητα και ή ολότητα πού είναι, και μέσα σ' αυτήν την ενότητα και ολότητα θα είχε αναδειχθεί ή κατ' εξοχήν προεξέχουσα και προεξάρχουσα ιδιότητα του: το άπειρον.Ο μισός άνθρωπος θα συναντούσε τον άλλον μισό μέσα στο ίδιο τη το σώμα εν ζωή, και αυτή ή συμφιλίωση θα επέφερε την αδιάσπαστη συνύπαρξη κόσμων οι οποίοι διακηρύχθηκαν και ανακηρύχθηκαν αντίθετοι και ασυμβίβαστοι μεταξύ τους.
Ο ουρανός και ή γη θα είχαν ενωθεί, ο εδώ κόσμος και ο άλλος κόσμος
θα είχαν γίνει δ ένας κόσμος, και ό,τι επινόησε δ ανθρώπινος νους ως αντί¬θετο του σώματος, ως αποκλειστικώς και μόνον πνευματικό, θα είχε ενταχθεί στην ζώσα οργάνωση ή οποία, λειτουργώντας σε όλα τα επίπεδα χωρίς να υποτιμά κανένα, θα συνιστούσε τελικώς τον πλήρη άνθρωπο.
Έτσι, οι λέξεις της γλώσσας πού δεν είναι του σώματος, θα έχαναν την προτεραία σημασία τους, και δεν θα εννοούνταν ως αντίθετες ή μία στην άλλη άλλα ή κάθε μία θα ήταν ή άλλη.
Όλα θα συνέκλιναν στο σώμα. Όλα θα ήσαν όλο το σώμα.
Τα ρήματα δεν θα ανήκαν τα μισά στο σώμα και τα άλλα μισά σε κάτι άλλο που δεν είναι σώμα — λες και μπορεί στον άνθρωπο να υπάρξει ή να συμβεί κάτι δικό του έκτος ανθρώπου λες και μπορεί στον άνθρωπο να υπάρξει και να συμβεί κάτι δικό του στο οποίο το σώμα του θα είναι αμέτοχο, δηλαδή όπου ο ίδιος, για τον οποίο υπάρχει και στον οποίο συμβαίνει αυτό, είναι απών. Διότι, αυτό πού στην πραγματικότητα υπάρχει και συμβαίνει, πέρα από όλους τους φανατισμούς πού καλλιέργησαν τα πιο επιβλαβή και άδικα ψεύδη, είναι ότι το σώμα σκέφτεται, το σώμα φαντάζεται, το σώμα οραματίζεται, το σώμα εκστασιάζεται, το σώμα εμπνέεται, το σώμα γράφει και διαβάζει, το σώμα ονειρεύεται, το σώμα ποθεί, το σώμα λατρεύει, το σώμα δημιουργεί, το όλον σώμα, το σώμα φιλοσοφεί, διαλογίζεται, ανυψώνεται, αποθεώνεται, το σώμα είναι ποιητής, τραγουδιστής, το σώ¬μα επινοεί, αναπαριστά, εξιδανικεύει, το σώμα είναι το Αγαθό, είναι οί Ιδέες, δ Θεός, το όλον σώμα, αυτό πού λειτουργεί την ίδια ακριβώς στιγμή πεινώντας, αφοδεύοντας, εκκρίνοντας τα υγρά του, πάλλοντας με όλα τα όργανα του σε πλήρη και απόλυτη και αναγκαία συγχορδία, το σώμα, το όλον σώμα, με όλα τα μέλη του και όλα τα μέρη του, χωρίς καμμία παράλειψη, καμμία υποτίμηση, κανέναν ακρωτηριασμό, το όλον σε σώμα, ή τέλεια συναίρεση, το Ένα στην πληρέστερη μορφή του.
Αυτό είναι ή ομορφιά.
Ή ομορφιά του σώματος.
Ιδού το σώμα.
Αβάσταχτη ή ομορφιά του.
...

Δημήτρης Δημητριάδης, Η Εμπράγματη Φαντασία, Το Ύψος του Σώματος
Εκδόσεις Ίνδικτος

H Απόλαυση του Κειμένου

"......Κι όμως το πιο κλασικό κείμενο (ένα μυθιστόρημα του Ζολά, του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι) έχει μέσα του ένα είδος εξασθενημένης τμήσης : δεν το διαβάζουμε ολόκληρο με την ίδια αναγνωστική ένταση. Επιβάλλεται ένας ρυθμός, αβίαστος κι ελεύθερος, πού πολύ λίγο σέβεται την ολότητα του κειμένου. Η απληστία μάλιστα της γνώσης μας παρασέρνει να δρασκελίζουμε ή να ξεπερνάμε ορισμένα μέρη (πού τα προαισθανόμαστε ως « βαρετά ») για να ξαναβρούμε το ταχύτερο τα καυτά μέρη της ιστορίας (που είναι πάντα οι αρθρώσεις της : αυτό που προωθεί την αποκάλυψη του αινίγματος ή του πεπρωμένου) : πηδάμε ατιμώρητα (κανένας δεν μας βλέπει) τις περιγραφές, τις εξηγήσεις, τους στοχασμούς, τις συζητήσεις. Μοιάζουμε έτσι με τον θεατή του καμπαρέ πού ανεβαίνει στην σκηνή κ' επιταχύνει το στρίπ-τήζ της χορεύτριας, βγάζοντας της μάνι-μάνι τα ρούχα, αλλά με τη σειρά, δηλαδή : με το σέβας από τη μια, αλλά κ' επισπεύδοντας από την άλλη την τελετουργία (σαν τον παπά πού καταπίνει τα ευαγγέλια του). Ή τμήση, πηγή ή μορφή της απόλαυσης, φέρνει εδώ αντικριστές δύο πεζές πλευρές· αντιπαραθέτει ό,τι είναι χρήσιμο για τη γνώση του μυστικού κι ότι της είναι άχρηστο. Είναι μια ρωγμή προερχόμενη από μιαν απλή αρχή της λειτουργικότητας, Δεν παράγεται απευθείας από την ίδια τη δομή των γλωσσών, αλλά μόνο τη στιγμή της χρήσης τους. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να την προβλέψει : δεν μπορεί να θέλει να γράψει εκείνο πού δεν θα διαβαστεί. Κι όμως, ό ρυθμός ακριβώς αυτού πού διαβάζουμε κι αυτού πού δεν διαβάζουμε είναι πού προκαλεί την απόλαυση των μεγάλων αφηγημάτων : διάβασε κανείς ποτέ λέξη προς λέξη τον Προύστ, τον Μπαλζάκ, το Πόλεμος και Ειρήνη ; (Καλότυχος ο Προύστ : από τη μιαν ανάγνωση στην άλλη, δεν πηδάς ποτέ τα ίδια μέρη). Έτσι λοιπόν, αυτό πού χαίρομαι σε μιαν αφήγηση δεν είναι άμεσα το περιεχόμενο της ούτε καν η δομή της, αλλά μάλλον οι γρατσουνιές πού κάνω στο ωραίο περίβλημα : τρέχω, πηδώ, σηκώνω το κεφάλι, ξαναβουτώ. Καμιά σχέση με τη βαθειά σχισμή πού το ηδονικό κείμενο χαράζει στην ίδια τη λαλιά, και όχι απλώς στο πρόσκαιρο της ανάγνωσης του.

Έχουμε έτσι δυο τρόπους ανάγνωσης : ο ένας πάει κατευθείαν στις αρθρώσεις της ιστορίας, αντικρίζει την έκταση του κειμένου, αγνοεί τα παιχνιδίσματα της γλώσσας (όταν διαβάζω Ιούλιο Βερν προχωρώ γρήγορα : χάνω από το λόγο, κι ωστόσο ή ανάγνωση μου δεν σκαλώνει από το χάσιμο κάποιας λέξης— με την έννοια πού μπορεί να έχει τούτος ο όρος στη σπηλαιολογία)· ή άλλη ανάγνωση δεν προσπερνάει τίποτα. Ζυγιάζει, κολλάει στο κείμενο, διαβάζει, αν μπορούμε να πούμε, προσεχτικά και παράφορα, συλλαμβάνει σε κάθε σημείο του κειμένου το ασύνδετο πού τέμνει τα λεγόμενα — και όχι την πλοκή : δεν την αιχμαλωτίζει ή (λογική) έκταση, το ξεφύλλωμα των αληθειών, αλλά το φύλλωμα της σημαινότητας δηλαδή όπως στο παιχνίδι « πάνω χέρι-κάτω χέρι», ή διέγερση δεν προέρχεται από την ανταγωνιστική σπουδή, αλλά από ένα είδος κάθετου πανδαιμόνιου (το κάθετο της γλώσσας και του αφανισμού της)· είναι ή στιγμή οπού το κάθε (διαφορετικό) χέρι πηδάει πάνω από το άλλο (και όχι το ένα μετά το άλλο), όταν δημιουργείται το κενό καί παρασέρνει το θέμα του παιχνιδιού — το θέμα του κειμένου. Όμως, πολύ παράδοξα (τόσο έχει επικρατήσει ή γνώμη πώς αρκεί να κάνεις γρήγορα για να μην πλήξεις), ή δεύτερη τούτη, εφαρμοσμένη (στην κυριολεξία), ανάγνωση είναι εκείνη πού ταιριάζει στο μοντέρνο κείμενο, στο οριακό κείμενο. Διαβάστε αργά, διαβάστε ολόκληρο ένα μυθιστόρημα του Ζολά — το βιβλίο θα σας πέσει από τα χέρια. Διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά, ένα μοντέρνο κείμενο — το κείμενο γίνεται σκοτεινό, κλειστό στην απόλαυσή σας. Θέλετε να συμβεί κάτι και δεν συμβαίνει τίποτα. Γιατί αυτό που συμβαίνει στην γλώσσα δεν συμβαίνει στο λόγο. Αυτό που «έρχεται», αυτό που «φεύγει», το κενό ανάμεσα στις δύο άκρες, το μεσοδιάστημα της απόλαυσης, δημιουργείται μέσα στον όγκο των λεγομένων, στην έκφραση, κι όχι στη συνοχή των εκφραζομένων.

Να μην καταβροχθίζεις, να μην καταπίνεις, αλλά να βοσκάς, να ψιλολογείς σχολαστικά, να ξαναβρείς για να διαβάσεις τους σημερινούς συγγραφείς, την άνεση των παλιών διαβασμάτων: να είσαι αριστοκράτης αναγνώστης."

Η Απόλαυση του Κειμένου
Ρολάν Μπαρτ

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2008

Παιχνίδια ενηλίκων, παιγμένα εξαίσια στο πιάνο.

Κάθομαι πολλές φορές απέναντι στον καθρέφτη μου και συνομιλώ με τα ξεχασμένα πένθη, τα δικά μου και των άλλων. Συχνότατα αποφθέγγομαι πως αρνούμαι την χυδαιότητα της κατήφειας. Υπάρχει κάτι φθηνό στην Πτώση, νομίζω. Αποστρέφομαι μετά βδελυγμίας την θλίψη πια, στρέφω το πρόσωπο μου μακριά της και σε ότι μου τη θυμίζει. Δυστυχώς ενθυμούμαι καλά πως σε ότι κλείνουμε την πόρτα, αυτό παραμένει εκεί να πεθαίνει στο κατώφλι μας. Σε τέτοια χυδαιότητα λοιπόν περιπέφτει η θλίψη, η δική μου κι όλων. Αν ήταν κάποιας αξίας, σκέφτομαι, σαφώς και θα αποχωρούσε με αξιοπρέπεια. Έτσι λοιπόν την περιφρονώ. Μπορώ και τέρπομαι απο αυτή την καταφρόνια. Εν τω μεταξύ τα κρύα βράδια που απρόσμενα βρέχει, θαρρώ με καλούν να αναμετρήσω τις σκέψεις μου με το πιάνο. Σαν να με πιάνει ένας παλιός φίλος εξ απήνης με την απίθανη επίσκεψή του, είμαι υποχρεωμένη σε μια θερμή, ρομαντική αντίστιξη νοσταλγικών διαθέσεων που δεν έχουν όμως ίχνος αισχύνης. Ευτυχώς οι νυχτερινοί του Σοπέν ή το Βαμμένο Βέλος του Ντεσπλά κρατούν τα ιδανικά προσχήματα που έχω ανάγκη για να ζήσω.