Πέμπτη, Απριλίου 24, 2008

H Τζουλς του παρόντος, η Ζυλί του παρελθόντος κι η Λήθη του Μέλλοντος


Έχω τη Τζουλς τον τελευταίο καιρό για να μου κρατάει παρέα. Έτσι λεω το κορίτσι που βλέπετε εδώ. Όταν δεν υπάρχει κανείς να μιλήσω, λεω απο μέσα μου, παω στη Τζουλς, στο μπλογκ μου ούτως ειπείν. Η Τζουλς είναι το κορίτσι που κουβαλάει στην πλάτη της πάνω, τον δικό μου σταυρό. Όλα αυτά τα οποία δεν μπορώ να πω στους παροικούντες την προσωπική μου Ιερουσαλήμ, αυτά για τα οποία ντρέπομαι να μιλήσω στους οικείους, τα φορτώνω στην πλάτη της Τζουλς. Πως ήταν η φράση; Εξ οικείων τα βέλη. Κουράστηκα απο τα βέλη των οικείων μου κάποτε. Ίσως και να έχουν δίκιο να στρέφουν τα βέλη τους εναντίον μου, αφού έτσι και αλλιώς οι σχέσεις των ανθρώπων ξεχωρίζουν από την αξιοδάκρυτη ιδιότητα της εγγενούς ανθρώπινης αντίφασης, όπου η σχέση των δύο, ενσωματώνει σε ένα, τα αταίριαστα στοιχεία των δύο προσώπων αλλά και των εσώτερων αμφιθυμιών τους. Αποτέλεσμα, κάποιες φορές να πρέπει να μιλάμε για τερατογένεση, όπου αυτή αντιπροσωπεύει τον «μεσολαβητή-τρίτο» όπως πρόλαβε να μας διαμηνύσει ο Γιώργος Χειμωνάς μιλώντας πάλι για την διμερή σχέση, ως έξωθεν των ανθρώπινων σχέσεων, στοιχείο. Εξ ου και η ύπαρξη της Τζουλς, η απουσία διαλόγου δηλαδή, αφού τα τελευταία χρόνια προκειμένου να κατανοήσω κι εγώ τον εαυτό μου υιοθέτησα μια γλώσσα που με τους αγαπημένους άλλους, στην πραγματικότητα, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, μου έδεσε την γλώσσα.

Η Τζουλς γεννήθηκε ως υποκοριστικό της Julie De Lespinasse, μιας φανταστικής κυρίας που έδρασε κατ’αρχήν στο μυθιστορηματικό έργο του Αντριου Κράμει «Η αρχή του Ντ’Αλαμπέρ» ως το αντικείμενο πόθου του Ζαν Λε Ροντ Νταλαμπέρ, αλλά και ως πραγματικό γυναικείο πρόσωπο του 18ου αιώνα. Κανείς δεν μπορεί να πει οτί η πραγματική Ζυλί δεν είχε μια ζωή που θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ως κοινή. Γεννήθηκε ως νόθα κόρη κάποιας μαντάμ τάδε, και έζησε ως γκουβερνάντα της ετεροθαλούς αδερφής της, της νόμιμης κόρης της μητέρας της. Κατάφερε με την αξία της να δημιουργήσει ένα απο τα πιο φημισμένα πνευματικά σαλόνια του Παρισιού της εποχής της και διακρίθηκε για τις χάρες της ως οικοδέσποινα αλλά και ως γυναίκα. Οι έρωτες της την έφεραν μπρος από ένα πολύ πρόωρο φυσικό τέλος στα σαράντα τέσσερα της χρόνια. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί οτί η Ζυλί πέθανε απο έρωτα. Η τελευταία της φράση πριν ξεψυχήσει ήταν... «είμαι ακόμα ζωντανή;» Γεννιέται το ερώτημα, γιατί διάλεξα την Ζυλί για να ταυτίσω τις εσώτερες σκέψεις μου; Ίσως γιατί η Τζουλς, η νέας κοπής Ζυλί, δεν έχει το κουράγιο να πεθάνει απο έρωτα. Αντ’ αυτού συνεχίζει να ζει, χαράζοντας έναν δρόμο επιβίωσης που τελικά σηματοδοτείται απο αυτήν την αδυναμία θανάτου. Ίσως ο μελοδραματισμός να ταιριάζει στην περίπτωση της Ζυλί, δικαίωνοντας την φτωχούλα Τζουλς. Ίσως πάλι το ερωτικό πένθος να έχει μια κωμικοτραγική νοσηρότητα που είναι απωθητική σε κάποιους, αλλά δεν παύω να αναρωτιέμαι τελικά γιατί κανείς μας δεν πεθαίνει απο έρωτα πια. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ότι απέμεινε από τον έρωτα είναι ένας ανδριάντας που καλούμαστε ψυχαναγκαστικά να αποτίσουμε μόνον φόρο ευτυχίας , το οποίο φυσικά στη συνέχεια σχεδόν θα διασπαστεί εντελώς απο την έννοια της συμβίωσης, όπου εκεί δεν θα υπάρξει ούτε αυτό. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται πως όταν ο έρωτας μας αργοπεθαίνει για το ένα πρόσωπο, αυτόματα το επόμενο πρόσωπο μας περιμένει στην επόμενη γωνία για να τον σώσει. Λες κι ο έρωτας τελικά εκφράζει μόνον την νευρωτική διάσταση του ναρκισσισμού μας όπου σώνει και καλά πρέπει να προστατεύσουμε για να διατρανώσουμε ένα αξιολύπητα κάτισχνο εγώ. Και τι απογίνεται με το μυστήριο του; Πως να αφήσεις έναν εραστή να αντικατασταθεί με κάποιον άλλον, όταν δεν πρόλαβες καλά καλά να λύσεις το μυστήριο του «γιατί εσύ;» Θα μου πει κανείς πως η ψυχανάλυση κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια καλά το κρυμμένο. Μα μιλώντας περί έρωτος, η ψυχανάλυση δεν πρόλαβε παρά μόνον να υπογραμμίσει τον ρόλο της εξιδανίκευσης. Ναι μεν εντάξει. Αλλά στην πραγματικότητα ο έρωτας ο δικός μου και ο δικός σου, δεν διαφέρει σε τίποτα απο αυτό το τρυφερό ουρλιαχτό της γάτας μου όταν με βλέπει να πηγαίνω στην κουζίνα όπου βρίσκεται και το δικό της φαγητό. Κι όταν κοιτώ το πιάτο της διαπιστώνω με έκπληξη πως είναι ήδη γεμάτο. Γιατί λοιπόν η γάτα μου, μου ζητά να της γεμίσω το πιάτο της αφού είναι ήδη γεμάτο; Επειδή απλώς η γάτα μου θέλει να επιθυμεί, τρελλαίνεται για το ουρλιαχτό της επιθυμίας της της ίδιας, δεν είναι η χόρταση που την εκστασιάζει, είναι η ίδια της η επιθυμία που την τρελλαίνει και την κάνει να επιθυμεί ακόμα περισσότερο. Είμαστε όλοι αιλουροειδή στον έρωτα. Πως να μιλήσεις λοιπόν για εξιδανίκευση σε ένα αιλουροειδές που βρυχάται απο πόθο για τον πόθο του; Κι είναι αυτό προέκταση του ναρκισσισμού του; Σαφώς γιατί δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται απο την γεννήτορά του και να επιστρέφει πάλι στον ίδιο. Το θαύμα όμως σε αυτή την ιστορία είναι πάντα ο Άλλος. Δεν είναι αλήθεια πως ο αγαπημένος Άλλος θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Ίσως σε μια πρώτη ανάγνωση του πάθους μας, μπορούμε να παίξουμε με την ιδέα ενός άλλου προσώπου, κάτω απο διαφορετικές συνθήκες. Και όταν πια συντριβόμαστε απο την πάλη της λογικής μας με το γελοίο του συναισθήματος και παραδεχόμαστε ηττημένοι, πως ναι, σίγουρα θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος στην θέση Του, τότε κάτι δεν μας φαίνεται αρκετό σε αυτή την δικαιολογία και το επιχείρημα παραμένει φτωχό, ανολοκλήρωτο ίσως. Ίσως θα θέλαμε να διαφωνήσουμε πάλι με τον εσωτερικό συνομιλητή μας, αλλά τελικά θα προτιμήσουμε να σιωπήσουμε. Γιατί έχουμε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να τεκμηριώσουμε βασανιστικά αυτή την μαζοχιστική εντός μας διαλεκτική. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα που θα τραβήξει τον δρόμο του ανείπωτου, του «άφησα να μην ξέρω» της Κικής Δημουλά, της ήττας μας όχι απέναντι στην λογική των περιστάσεων αλλά απέναντι σε αυτό που παύει να μπορεί να εκφέρεται. Το τραγικότερο όλων είναι όταν αυτός ο Άλλος δεν μπορεί να φανερώσει τα ίχνη που τεκμηριώνουν έναν ολοκληρωμένο έρωτα. Εκεί πραγματικά η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει απο κάθε έλεγχο. Εκεί ο ερωτευμένος μπορεί να θεωρεί εαυτόν καταραμένο. Θέλει και λίγο ορθολογισμό για να μπορείς να βγάζει τη καθημερινότητα στα ποδάρια σου. Θέλει τις εγγυήσεις του, τις δικαιολογίες του κανείς για να μπορεί να ξεκινήσει να καταλαβαίνει τι του γίνεται. Θέλει έναν λόγο για να στηρίξεις το παράλογο. Θέλει ένα άλλοθι για να διαπράξεις ένα έγκλημα. Αλλιώς εκεί μπορεί να χαθείς σε ένα τρομακτικό σκοτάδι τύψεων παρέα με τα μοναχικά σου φαντάσματα.

Πως τελειώνει ένας έρωτας; Πάντα τραγικά όταν έχουν όλοι κάποιο δίκιο. Τραγικότερα ακόμα, για αυτούς που δεν έχουν κανένα δίκιο. Που δεν μπόρεσαν ποτέ να αποδείξουν το δίκιο του έρωτά τους, που δεν μπόρεσαν να τεκμηριώσουν την αγάπη τους τόσο στον απέναντι αγαπημένο, όσο και στον ίδιο τον εαυτό τους, χωρίς κανείς να αναφέρει τους δευτερότριτους που δείχνουν αυτή την σαδιστική, ελαφρώς σκωπτική συμπάθεια στην περίπτωση. Πως τελειώνει ένας έρωτας; Η λήθη ταιριάζει στην περίσταση, αφού σαν λέξη ηχεί σαν όνομα από γνωστό χαπάκι ευτυχίας, θα μπορούσε να πει κανείς. Η λήθη λοιπόν θα αποκοιμίσει κάποιους από εμάς, ενόσω τα τριξίματα της σάρκας για κάποιους άλλους θα κάνουν την φύση του να πάλλεται εντός. Η λήθη λοιπόν θα σκεπάσει ένα ερωτικό θανατικό που τελικά λήθη και θάνατος, θάνατος και έρωτας, όλα αυτά τα τόσο ανόμοια θα χαραχτούν αντάμα στο σκληρό κέλυφος της ασυνείδητης μνήμης μας. Έτσι λοιπόν θα ξεχάσουμε, και έτσι λοιπόν με αυτό το «θα ξεχάσω» θα πρέπει να πορεύεται κανείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: