Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2008

Υπηρέτησα τον βασιλιά της Αγγλίας


Την εποχή του μεσοπολέμου, ο μικροσκοπικός Γιαν Ντίτε, ζει και εργάζεται στην Πράγα με όνειρο το να γίνει πλούσιοςή. Ως άλλος καραγκιόζης, στην Τσέχικη του όμως έκφραση, θα βρει τον τρόπο να αναρριχηθεί επαγγελματικά και κοινωνικά, χωρίς να χάσει καμμία ευκαιρία να διασκεδάζει εν τω μεταξύ, με γυναίκες έκπαγλου καλλονής, οι οποίες θα δώσουν και το μοναδικό νόημα στη ζωή του, εξόν φυσικά απο το χρήμα, το οποίο θα αποτελέσει για αυτόν, περισσότερο ένα μέσο, αλλά όχι τον σκοπό, για να περνάει καλύτερα. Στην πραγματικότητα ο Γιαν Ντίτε δεν είναι ο ψωραλέος που θα έκανε τα πάντα για να ξεφορτωθεί το σύμπλεγμα της φτωχολογιάς. Απλώς γνωρίζει οτί για να περάσει τη ζωή του καλύτερα, θα πρέπει να πιάσει την καλή, η γνωστή λαϊκή σοφία δηλαδή, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Γιαν Ντίτε είναι ο εκφραστής της λαϊκής ψυχής, ένας φτωχοδιάβολος πάνω από όλα, που ζει και οδηγείται από το ένστικτο του, παίζει λιγάκι με την τύχη του αλλά την περιπαίζει κιόλας. Παρά την λαϊκή του καταγωγή, έχει μια γνήσια πονηριά που τον προικίζει με την χάρη του να μπορεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον πλουσίων, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτός από αυτό. Δεν διαθέτει καμμία πολιτική συνείδηση, δεν προβληματίζεται, ακόμα κι όταν βλέπει την καταστροφή να συμβαίνει.

Ο Γίρι Μίτζελ βάζει τον ήρωα του να αυτοσαρκαστεί αλλά και να σαρκάσει τις κοινωνικές συμβάσεις των πλουσίων, δίχως να θίξει κανέναν, χωρίς να μεταφέρει ευθέως πολιτικά νοήματα, ακόμα κι όταν η ιστορία έρχεται να ισοπεδώσει τον πρωταγωνιστή του. Ο αυθεντικός ήρωας, είναι σα να μας λεει ο Μίτζελ, είναι παντός καιρού. Αλλά όπου φτωχός και η μοίρα του και για αυτό ο σκηνοθέτης μας παρέχει μια πρόσθετη βεβαίωση . Ο συμπαθητικός ήρωάς μας, αφελής αλλά αθώος, ακόμα και όταν θα πραγματοποιήσει τα όνειρά του, θα χάσει τα πάντα μέσα από τα χέρια του. Αλλά θα ναι σαν να μην έγινε τίποτα.


Η ωρίμαση, μας λεει ο Μέντζελ, είναι μια διαδικασία που σε ορισμένους ανθρώπους στοιχίζει μερικά χρονάκια, ίσως και περισσότερα. Αλλά εμείς γνωρίζουμε απο την αρχή της ταινίας τον ώριμο Ντίτε, με τους γκρίζους κροτάφους και τα χαμογελαστά μάτια, που έχοντας χάσει τα πάντα, θα μπορέσει να ξαναχτίσει απο το τίποτα ένα άλλο, διαφορετικό νόημα. Εξάλλου όλο το έργο του Μίτζελ διαπνέεται απο την ξεγνοιασιά και την χαρά της ζωής που βρίσκουμε και στο La vita e bella και στο Il postino. O Γιαν Ντίτε όμως είναι Τσέχος, επομένως η εύθυμη οπτική του σκηνοθέτη αναγκαστικά θα σκιάζεται από τα μολυβένια σύννεφα μιας Πράγας που πονάει τα μάτια με την ομορφιά της. Ακόμα και οι ερωμένες του, η μια ωραιότερη από την άλλη, θα ξαπλώνουν μαζί του έναντι ενός αντιτίμου. Μοιάζει λες και σε αυτή την ταινία, η χαρά να πηγαίνει αντάμα με την λύπη, ποτέ η μια ή η άλλη να μη προπορεύεται. Ισορροπία που είναι σχεδόν απίθανο να επιτύχει ένας σκηνοθέτης σήμερα.

Εκπληκτική κινηματογράφηση, εκπληκτικά κάδρα, ρυθμοί αρκετά ήπιοι, σε μια ταινία που θυμίζει πάρα πολύ παλαιομοδίτικο γκαγκ, ένας μοντέρνος Σαρλώ που δεν συνειδητοποιεί την τραγικότητα του, παρά μόνον αφότου είναι πλέον πολύ αργά. Αλλά και τότε ο Γιαν Ντίτε θα χαμογελάει, σκωπτικά ίσως, με τα ονειροπόλα μάτια του, ακόμα και στα παλαιά του είδωλα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: