Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Εγώ και ο Τσαγκ


Συνέβη πριν 23.000 χρόνια.

Συνάντησα τον Τσαγκ μέσα σε μια αίθουσα κατάμεστη από πλάσματα ζωντανά και περίεργα. Κατέβαινα μια τεράστια σκάλα, πλέοντας μέσα στο σατέν μου φόρεμα που η χλομάδα του έλαμπε, όταν με πρωτοείδε. Από την τεράστια απόσταση που μας χώριζε, πάνω από τα αμέτρητα κεφάλια των παρευρισκομένων που θορυβούσαν, το θρόισμα από το φουστάνι μου ταξίδεψε και έφθασε σε αυτόν. Έτσι με αντιλήφθηκε αρχικά, ως θρόισμα. Θα μπορούσε όμως να είχε προσπεράσει αυτό τον φαρφουριστό ήχο του φουστανιού μου. Διάφοροι παράξενοι θόρυβοι έφταναν στα αυτιά του, νιαουρίσματα, κλαυθμυρισμοί, γέλια που έσπαζαν καθρέφτες, κουβέντες θηλαστικών. Εκείνη την ώρα έπινε ράθυμα ένα ποτό με πορφυρή γεύση, με μια φέτα περγαμόντο ριγμένη άτσαλα στην επιφάνεια του, την οποία και περιεργαζόταν όταν αποφάσισε να σηκώσει το μάτι του, το ένα εκ των δύο, γιατί το άλλο ήταν καλυμμένο με το μαύρο προστατευτικό περίδεμα του πειρατή. Άφησε το ελλιπές βλέμμα του να περιπλανηθεί αδιάφορα στην αίθουσα ώσπου αυτό άρχιζε να αλλάζει χρώματα. Εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα, αλλά έπεσα μέσα στο πεδίο της άσκοπης παρατήρησης ενός ματιού που άλλαζε χρώματα, ένα αστείο που αργότερα έμελλε να πάρω στα σοβαρά. Οφείλω να ομολογήσω οτί το ένστικτο μου, που ξύπναγε σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, εκείνη τη στιγμή δεν λειτούργησε αφού έτρεχα να προλάβω το τραγούδι που έπαιζε. Έπρεπε σύντομα να ξεκινήσω τον χορό αλλιώς θα έχανα την ευκαιρία να πετάξω μαζί με τους άλλους. Όπως συνήθως, βρέθηκα ξεδιάντροπα στη μέση της αίθουσας και ξεκίνησα το ρυθμικό μου λίκνισμα με το κυκλικό κούνημα των φτερών στον αέρα. Σύντομα θα απογειωνόμασταν, όλοι μας στην σειρά σαν σμήνος εράσμιων κύκνων, έτοιμων για το προσωπικό τους πέταγμα. Ήμουν πολύ περήφανη και για τα φτερά μου. Ήταν λεπτά και μακριά, γεμάτα πάλευκα πούπουλα που συνήθως υψώνονταν υπερήφανα γύρω μου και με περιέκλειαν σα σε κορνίζα αγίου, φιλοτεχνημένη από λεπταίσθητο καλλιτέχνη. Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για το δυνατό και σταθερό άρπαγμα που ένιωσα στο χέρι μου. Ήμουν έτοιμη να απογειωθώ κι ίσως μάλιστα να βρισκόμουν ήδη λίγο πάνω από το έδαφος όταν από την γλυκιά μέθη της αυτοσυγκέντρωσης με ξύπνησε η δυνατή λαβή ενός χεριού, όχι πολύ μεγαλύτερου απο το δικό μου αλλά σίγουρα ισχυρότερου.

Γρήγορα βρεθήκαμε μόνοι σε ένα κλειστό, κυκλικό σαλόνι, ένα από τα αμέτρητα, ερμητικά κλειστά στο φως, δωμάτια του σπιτιού. Καθίσαμε στο πάτωμα ακουμπώντας τις πλάτες μας στον τοίχο και σιωπήσαμε. Ο Τσάγκ έσπασε πρώτος την σιωπή όταν έβγαλε από την τσέπη του ένα ματσάκι χόρτο το οποίο τύλιξε επιδέξια μέσα σε τσιγαρόχαρτο, το οποίο σάλιωσε μετά φτιάχνοντας ένα μεγάλο τσιγάρο που μου πρόσφερε. Το ένα τσιγάρο ακολούθησε το άλλο, ήρθαν και άλλοι φίλοι εν τω μεταξύ και σε λίγο γίναμε όλοι μια μικρή, γελαστή βαβούρα. Καθόμουν στο πάτωμα με τα πόδια διπλωμένα στο στήθος μου και χασκογελούσα φλυαρώντας με τους άλλους, κάνοντας ασήμαντα αστεία. Ο Τσαγκ άκουγε προσεκτικά τις αράθυμες κουβέντες και όταν πήρε το λόγο κάποτε, τα γέλια ξαφνικά σταμάτησαν και έπεσε πάλι σιωπή. Δεν θυμάμαι καθόλου για τι πράγμα μιλήσαμε εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι μόνο πως μεταξύ των δυό μας δημιουργήθηκε μια μεγάλη και σκοτεινή γέφυρα οικειότητας έκτοτε. Μια γέφυρα που άρχιζε απο μένα και τέλειωνε σε αυτόν ή που άρχιζε απο αυτόν και τέλειωνε σε μένα και που όλοι οι άλλοι στέκονταν απο κάτω. Κανείς άλλος δεν πρόλαβε να δει πως τα βλέμματα μας, λειψά και σκοτεινά, συναντήθηκαν αρκετές φορές. Θυμάμαι πως ότι πρόλαβαν να παρατηρήσουν οι άλλοι στον Τσαγκ ήταν πως μιλούσε με τα μάτια κλειστά, μουρμουρίζοντας σχεδόν, ψαλμούς καμωμένους απο σκέψεις, σκόρπιες περιγραφές αναμνήσεων, διηγήσεις ονείρων ανάμεικτες με ψιθυρίσματα αγαπημένων τραγουδιών. Θυμάμαι επίσης πως κάποια στιγμή ξάπλωσα εκεί που ήμουν, εξακολουθώντας να κρατώ σφιχταγκαλιασμένα τα πόδια μου. Στο τέλος έγειρα στο πλάι, σε εμβρυϊκή στάση, αλλά και σαν εγκυμονούσα που βαστούσε τα σπλάχνα της. Το ακατάσχετο παραμιλητό του γέμισε την αγκαλιά μου με μωβ σαρκώδη λουλούδια που έβγαιναν μέσα απο την κοιλιά μου. Θα του τα πρόσφερα αλλά θέλησα να τα κρατήσω μυστικά. Και δικά μου. Τα έκρυψα λοιπόν στην αγκαλιά μου για να τα στολίσω στον κήπο μου. Ήταν η πρώτη φορά που κρατούσα κάτι, δικό μου. Συνήθως μοιραζόμουν τα λουλούδια που γεννιόντουσαν απο την κοιλιά μου. Αυτή τη φορά όμως η συνάντηση μου με ένα άλλο πλάσμα με έκανε να ενδοστρέφομαι. Όλα αυτά έλαβαν χώρα όταν ο Τσαγκ συνειδητοποίησε πως δεν έπρεπε να απλώνει το χόρτο του σε μικρή απο μένα απόσταση γιατί, τυφλή καθώς ήμουν απο μέθη αλλά και απο ελαττωματική όραση, όπως και αυτός άλλωστε αλλά για διαφορετικούς λόγους, δεν έβλεπα και συνήθως έριχνα το χόρτο του στα πόδια μου ή στη μούρη των άλλων ζητώντας ανόητα συγνώμη από τον ίδιο που ξεφυσούσε μανιασμένα.

Την άλλη μέρα ο Τσαγκ εμφανίστηκε στις πέτρινες σκάλες του κήπου μου, σκαρφαλωμένος στην κορυφή της κουπαστής. Είχα μόλις γυρίσει απο την πρωινή βόλτα στους ιδιωτικούς μου λαβυρίνθους με τα τριαντάφυλλα και τα άλλα κινούμενα θαύματα. Σάστισα όταν τον είδα στην κορυφή της σκάλας. Παρατήρησα την ξανθιά μπούκλα που κρεμόταν ανάμεσα στα μάτια του και που είχε ήδη στοιχειώσει τις νοσταλγικές μου διαθέσεις. Ξαφνικά άρχισε να πέφτει χιόνι και σύντομα έγιναν όλα λευκά γύρω μας, ακόμα και τα τριαντάφυλλα. Ο Τσαγκ αυτόχρημα μετακόμισε σε ένα απο τα δωμάτια στον πρώτο όροφο του σπιτιού μου. Δεν έμαθα ποτέ σε ποιο απο όλα. Ήξερα μόνον πως στο ταβάνι της κάμαρης μου υπήρχε μια τρύπα κάπου, από όπου ο Τσαγκ σε καθημερινή βάση με κατασκόπευε, ακόμα και όταν έπαιρνα το πρωινό μου. Δεν είχα αποδείξεις για αυτό. Απλώς τον αισθανόμουν. Αργότερα τον έβλεπα από το παράθυρό μου να ασχολείται με την κηπουρική. Προφανώς του άρεσε να καλλωπίζει τον κήπο ή μπορεί και να του άρεσε να τσαπίζει στο χώμα ενόσω εγώ ανακαθρεφτιζόμουν στα άδεια μαύρα μάρμαρα των δωματίων του σπιτιού μου. Όλα τα δωμάτια ήταν τεράστια και για να τα δεις όλα θα έπρεπε να σπαταλήσεις όλη σου την ημέρα σου. Ορισμένες γωνιές ήταν υπερφορτωμένες αλλά απο την μία γωνία των δωματίων μέχρι την άλλη είχα φροντίσει να μεσολαβούν αρκετά μέτρα κενού χώρου για να μπορεί κανείς να βολτάρει ή να χορεύει οποτεδήποτε το θελήσει. Σε καμμια περίπτωση πάντως δεν έπληττα μέσα στο σπίτι μου. Οι μετακινήσεις μου έμοιαζαν με ατέλειωτα κινηματογραφικά μονοπλάνα, ταξίδια ανάμεσα σε ορόφους, σκάλες που ανέβαιναν και τυλίγονταν σε σπείρες και που δεν έφταναν πουθενά, κλειστές πόρτες που άνοιγαν η μια πίσω απο την άλλη συνέχεια, διάφανοι τοίχοι και δωμάτια με πολλαπλούς καθρέφτες. Έτσι έμενα απασχολημένη το περισσότερο του χρόνου μου: Ή θα βολτάριζα στα ατέλειωτα δώματα ή θα χόρευα, ή θα επισκεπτόμουν τους ζωντανούς μου κήπους. Όλα αυτά φυσικά αφού έπαιρνα το πρωινό μου. Με τον Τσαγκ να με παρακολουθεί, είτε μέσα απο την τρύπα είτε απο τον κήπο μου, αισθανόμουν μια διαφορετική αίσθηση ασφάλειας. Όπως με το ρούχο που ρίχνει κανείς πάνω του, ένα φθινοπωρινό απόγευμα.

Στην καινούργια μου αυτή κατάσταση συμβίωσης με τον Τσαγκ έπρεπε να συμβιβαστώ και με άλλες του συνήθειες όπως π.χ. το χόμπι που ήταν η τέχνη της φωτογραφίας. Στην αρχή ενθουσιάστηκε με την συλλογή των λουλουδιών που είχα στα θερμοκήπια μου, από μέρη μακρινά. Ξεκίνησε να τα φωτογραφίζει απο διαφορετικές γωνίες και σύντομα γέμισε το σπίτι με τεράστιες φωτογραφίες τους που θα μπορούσαν να καλύπτουν τους μισούς τοίχους. Ύστερα έφτιαξε ένα δικό του τεράστιο κολάζ απο φωτογραφίες λουλουδιών το οποίο το πέρασε απο ένα ειδικό διάφανο υλικό και το οποίο εν τέλει έστρωσε στο πάτωμα ενός εκ των δωματίων μου όπου και έπειτα με κάλεσε να χορέψουμε πάνω σε αυτά. Κι ήταν τέτοιο το υλικό που ζωντάνευε τα λουλούδια με έναν απίστευτο τρόπο: ήταν λες και επρόκειτο τα λουλούδια μου να ζήσουν μέσα σε ένα στρώμα νερού, κάτω απο το πάτωμα του σπιτιού μου. Βρήκα αυτή την παρέμβαση του στον χώρο μου εξαιρετικά ευφάνταστη αν και ανομολόγητα ενοχλήθηκα που ξαφνικά ένα από τα δωμάτια μου έγινε εκτυφλωτικά φωτεινό και πολύχρωμο.

Μια μέρα ο Τσάγκ ανακάλυψε μέσα στην φωτογραφική του μηχανή εμένα. Τότε ζωντάνεψε ένας γοητευτικός εφιάλτης : ήμουν ήδη αντικείμενο της παρατήρησης του Τσαγκ, εν κρυπτώ και παραβύστω, τώρα έγινα και η επίσημη ασχολία του. Ο Τσαγκ έγινε η δεύτερη σκιά μου και με έβγαζε τόσες φωτογραφίες όσες και οι ανάσες που έπαιρνα για να ζήσω. Στην αρχή πίστεψα πως επρόκειτο περί ενός περαστικού καπρίτσιου του αλλά έκανα λάθος. Οι ώρες μου με τον Τσαγκ γέμισαν απο τον θόρυβο του φωτογραφικού ματιού της παλιάς ρώσικης μηχανής του που ανοιγόκλεινε. Αργότερα ανακάλυψα οτί την μηχανή την είχε ανασύρει απο το πλήθος των αντικών μου. Κάποια στιγμή συνήθισα να πίνω το τσάι μου και να φωτογραφίζομαι. Εκείνο που αργά συνειδητοποίησα ήταν οτί ο Τσαγκ όποτε αποφάσιζε να φωτογραφήσει εμένα, αφαιρούσε το μαύρο περίδεμα του αριστερού του ματιού που μέχρι τότε παρέμενε μόνιμα στο σκοτάδι. Η κάμερα αυτή τη φορά εστίαζε πάνω μου μέσα απο το γυμνό μάτι του. Δεν κατάφερα ποτέ να τον πείσω να με αφήσει να το δω. Όποτε έβγαζε την κάμερα απο πάνω, φρόντιζε να το καλύπτει και πάλι. Το άλλο μάτι του, εκείνο στο οποίο είχα πρόσβαση, ήταν βαθύ μπλε, άλλοτε ανοιχτό γαλάζιο, πάντοτε όμως γεμάτο απο ακτίνες μαύρες, καφέ και πράσινες. Κάποτε το μάτι του γέμιζε με αυτές τις παράξενες ακτίνες και γινόταν σκούρο, σχεδόν μαύρο. Τότε ήταν που τον απέφευγα. Μια μέρα με έπιασε πάλι απο το χέρι σταματώντας με ενώ προσπαθούσα να μην τον κοιτώ. "Άκου" μου ψιθύρισε στο αυτί, κρατώντας με δυνατά, λίγο πριν με πονέσει. "Έχεις δει τα δικά σου μάτια πως γίνονται; Κάποτε γίνονται τόσο διάφανα που δεν σε βλέπω". Νομίζω πως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία μας διαφωνία με τον Τσαγκ. Έκτοτε μάλλον συμβιβαστήκαμε με τις διαφορές μας, κι όχι απλώς συναινετικά. Νομίζω οτί τότε ακριβώς επισφραγίσαμε την μυστική συνενοχή μας στο τίποτα που υπήρξαμε στο παρελθόν και στο εμείς που δημιουργήσαμε μόλις εκείνη τη στιγμή. Τότε ακριβώς όμως απομακρυνθήκαμε κιόλας. Σε μια στιγμή ήρθαμε κοντά και την άλλη αναπηδήσαμε μακριά.

Ένα πρωί καθώς έπινα το τσάι μου στο κρεββάτι μου, συνειδητοποίησα οτί ο Τσαγκ είχε φύγει. Η σκέψη με τάραξε κι έχυσα λιγο τσάι πάνω στο ντεκολτέ μου. Μαζεύτηκα γρήγορα, σκούπισα τα χέρια μου με μια πετσέτα αλλά άφησα μια σταγόνα τρέξει πάνω στο δέρμα μου. Έμεινα ψύχραιμη μέχρι που τελείωσα το πρωινό μου κι ύστερα βγήκα στον κήπο. Ήταν άνοιξη και τα λουλούδια μου οργίαζαν μεταξύ τους. Οι παραδεισένιες αναθυμιάσεις απο τα όργια που έκαναν, με ζάλιζαν και το φως του ήλιου με τύφλωνε. Γύρισα στο σπίτι και αφού διέσχισα όλα τα δωμάτια, πράγμα που μου πήρε όλη την ημέρα, συνειδητοποίησα οτί το βήμα μου το άκουγα μόνον εγώ. Ο Τσαγκ δεν ήταν εκεί να με ακούσει. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και κοιμήθηκα μέχρι το άλλο πρωί όπου και επανέλαβα την ιεροτελεστία της προηγούμενης. Φτάνοντας ξανά το επόμενο βράδυ στο κρεββάτι για άλλον ένα ατέλειωτο ύπνο, συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να κοιμηθώ. ΄Εκτοτε δεν μπορώ να κοιμηθώ εύκολα. Αντ'αυτού τα βράδια ζωγραφίζω μεγάλες ακουαρέλες. Είναι μια καινούργια ασχολία που με απορροφά ολοκληρωτικά. Κάποια στιγμή μάλιστα αποφάσισα να πάρω τις ακουαρέλες μου και να βγω στον κήπο για να ζωγραφίζω εκεί. Έτσι ο φωτογραφικός φακός του Τσαγκ αντικαταστάθηκε από την δική μου ζωγραφική μανία. Αργότερα πήρα τα πινέλα και τα χρώματά μου και βγήκα στο δρόμο. Το αγαπημένο μου σημείο έγινε το λιμάνι, οπού έμαθα να ζωγραφίζω βάρκες και πλοία. Μου φαίνονταν ωραιότερα απο τα λουλούδια μου. Είχαν το χρώμα της φυγής και την σκουριά της απραξίας αφού κανένας δεν τα χρησιμοποιούσε πια. Σύντομα έγινα ένα με το τοπίο του λιμανιού και ξέχασα.

Μαθαίνω για τον Τσαγκ απο διάφορα πρόσωπα που τον συνάντησαν. Ευτυχώς ακόμα κάπου υπάρχει, ακούω και σκέφτομαι, και συνήθως εμφανίζεται στην κορυφές μιας σκάλας. Ακούω πως είναι καλά και μαθαίνω πως δεν ρωτάει ποτέ για μένα. ΄Εμαθα επίσης πως συναναστρέφεται καινούργιες παρέες με μακρυμαλούσες ξωθιές με φλογερά κόκκινα μαλλιά, με θλιβερά εξαίσιες διαμόνισσες, από αυτές που με τρομάζουν με τις μακριές τους γλώσσες, με φαύνους και χρυσοδάκτυλους, με καλλικαντζαρούδια, γελωτοποιούς και ανέμελους τσιρκολάνους. Έμαθα επίσης απο έναν αριβίστα αστρομάντη πως παραλίγο να βρεθούμε αλλά αυτή η συνάντηση απετράπη την τελευταία στιγμή. Για ποιούς λόγους δεν έμαθα γιατί η γυάλα του αστρομάντη μου, λεει, γέμισε με σκοτάδι και δεν του αποκάλυψε τίποτα. Μάταια περίμενα μέχρι τώρα να τον δω. Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, φοράω το καλύτερο μου φόρεμα όταν κατεβαίνω σκάλες, περιμένοντας να αισθανθώ την σθεναρή αρπάγη του χεριού του και την ανάλαφρη περιφορά του γύρω μου. Έτσι σκέφτομαι εμάς, πως δηλαδή εγώ και ο Τσαγκ, είμαστε πλάσματα χωρίς συμπεράσματα
.

2 σχόλια:

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Στην αρχή τρόμαξα... νόμιζα πως αναφερόσουν στον Τσαγκ της Lifo.
:-)

χμ... από την ετικέτα υποθέτω ότι θα απολαύσουμε κι άλλο "Εγώ κι ο Τσαγκ". Από του χρόνου, ε; Θα περιμένουμε. Το 2008 να 'ναι όπως το θέλεις, Μοιραίε Χαρακτήρα.

Μοιραιος Χαρακτηρας είπε...

Τι να πω, δεν τον ξέρω τον κύριο.

:)

Αν θα εμφανιστεί ο Τσαγκ και πάλι, ποιος το ξέρει;

Σας ευχαριστώ θερμά για τις ευχές και αντεύχομαι. Η παρουσία σας και ο λόγος σας με τιμούν.