Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Ημέρες Ακηδίας


Δεν είμαι μόνο μόνη αλλά είμαι και ανέφικτη.
Ο Έρωτας, με άλλα λόγια πολιτική σε εποχές που δεν
μπορέσαμε να προσπεράσουμε
έσχατο Ερώτημα που αγγελοκρίνεται.
Οι Ημέρες Ακηδίας ή το λευκό χαρτί που κρύβει
τα νοήματα ανάμεσα στις λέξεις του

ή

η συνείδηση που όλα τα θυμάται μα τίποτα δεν κατάλαβε
*
Μόνοι αξιομακάριστοι οι ποιητές, ξεχασμένοι κι αυτοί
εξ αιτίας των στίχων τους, χάθηκαν μέσα σε αυτούς
και τα άφταστα νοήματα αστέρια
που εξέπεσαν στο δένδρο των παιδικών μας Χριστουγέννων

Εφεύρω το Πούσι εκεί που δεν υπάρχει
- και το Στιλβωμένο Ποδήλατο που κάποτε αγάπησα - μα δεν κατάλαβα
περιτύλιγμα σε μιαν ιδανική ανάμνηση


Για αυτό λοιπόν για να είμαι αληθοφανής κι όχι μόνη μόνο, ομολογώ,
για να έχω μια τόση δα δική μου παρέα,
εμένα πάλι και το ψευδοφανές μου μονόπρακτο
που διαρκώς συνδιαλέγεται με την αλήθεια μα μένει πάντα ανεπίδεκτο
πως τρομάζω που οι μέρες επαναλαμβάνονται
και καταλαμβάνομαι εξ απήνης από την Σιωπή
και ψάχνω να βρω έναν λόγο-Αιτία να μου πει μια Λέξη
και τότε μόνον απαντούν οι εφιάλτες μου



*Ίταλο Σβέβο

-σημ: Φωτο άνευ αδείας απο την ταινία "Θίασος" του Αγγελόπουλου, αφού η Ελλάδα είναι μια Χώρα που Πεθαίνει, φθινοπωρόντας ως εν ονείρω

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

Διαφάνειες ενός όψιμου θέρους

Δίπλα στην θάλασσα αλλιώτικη γίνεσαι. Κι οι αντανακλάσεις της εικόνας σου,αράχνες τεράστιες, αμφίβια όντα που σε άδραξαν στους ώμους. Σε σταματάει η σκέψη γιατί εσύ δεν είσαι πια εγώ.Δεν αναγνωρίζω την γυναίκα δίπλα στο νερό, λες, γιατί αυτή ήταν κάποτε αέρας και φτερά γιατί τα μάγουλα ράγισαν.

Γιατί το χάος υπάρχει. Γιατί το χάος περνά μέσα από πόδια γυναίκας, λες. Γιατί το χάος φουσκώνει στην φούστα της και τραβάει τα μαλλιά της.

Το ταξίδι που βλέπεις στον ορίζοντα, έφυγε και σε άφησε μονάχη σου δίπλα στη θάλασσα. Το σπίτι που δεν γιόμισες απο αστραφτερές γλαδιόλες, απο οφθαλμούς μενεξεδένιους, απο ίριδες και συνέχειες, απο γλώσσες και τέρατα,από τοίχους δαγκωμένους και γέλια που σπάζουν καθρέφτες αγωνίας τώρα, όσα δεν ήρθαν κοντά, κεντήθηκαν στης ποδιάς τα πετροκέρασα για τα οποία τα δάχτυλα σου έκοψες, τα έραψες κοτσάνια. Κι οι ανάσες, λερώθηκαν χυμούς που κάποιος μπέρδεψε με αίμα. Και τα βήματα που σέρνεις παραλλαγές στο ίδιο θέμα μιας επίμονης περιπλάνησης στην αναχώρηση.

Όλα τα στολίδια σου, νεογέννητες θύμισες που δεν έχουνε μητέρα πνίγεις στην στρογγυλή λεκάνη της θάλασσας, όλους τους κίνδυνους σου πλένεις, τους τρίβεις και λιώνεις χιόνι νιφάδες και την αδημονία σου απλώνεις γυμνή να στεγνώσει δίπλα στην θάλασσα. Εσύ που μάζευες χαλίκια την ανείπωτη αγάπη, κι είπες ύστερα να τα γυρίσεις πάλι στον τόπο τους, τα πέταγες πίσω στην θάλασσα για να δοκιμάσεις το μακριά πόσο φθάνει.

Άκου τον Χρόνο, το βαρύ του σούρσιμο στη χοάνη της θάλασσας.κάπου εκεί που τελειώνει θα βρεθείς ψάρι ασημένιο που ψαρεύτηκε, με μάτια σαστισμένα από όνειρο πως ήτανε γυναίκα.